Στο τελευταίο Δημοτικό Συμβούλιο, τη Δευτέρα 15/12, κληθήκαμε να εγκρίνουμε, δια του εκπροσώπου μας σε αυτό, Νίκου Νικήσιανη, τις εισηγήσεις της διοίκησης για τα δημοτικά τέλη, δηλαδή για τα ανταποδοτικά τέλη καθαριότητας και φωτισμού. Η διοίκηση, μετά τις υπέρογκες αυξήσεις των δύο τελευταίων ετών (35% για το 2024 και 30% για το 2025), πανηγύρισε για το γεγονός ότι φέτος τα διατηρεί στα ίδια, υψηλά, επίπεδα.
Βέβαια, η δική μας αντίληψη για κοινωνική δικαιοσύνη, δεν είναι γενικά κατά των φόρων. Ίσα–ίσα, είναι υπέρ των υψηλών φόρων, αρκεί να είναι προοδευτικοί, άμεσοι, κοινωνικά αποδοτικοί, δηλαδή να αξιοποιούνται για το κοινό καλό, και βέβαια να κατανέμονται δίκαια.
Από αυτή τη σκοπιά κρίνουμε πάντα, από το 2019 ως σήμερα και το θέμα των ανταποδοτικών τελών. Γι’ αυτό κάναμε κριτική τόσο στην επερχόμενη διοίκηση Ζέρβα που το 2019, για να κερδίσει τις εκλογές, υποσχέθηκε μια οριζόντια μείωση 50%, όσο και στη διοίκηση Αγγελούδη για την οριζόντια αύξηση. Διότι το κύριο σημείο της κριτικής μας δεν είναι το συνολικό ύψος, αλλά η άδικη κατανομή: με τους συντελεστές που επιλέγονται -όχι σήμερα, διαχρονικά- οι κατοικίες επιβαρύνονται υπέρμετρα σε σχέση με τις επιχειρήσεις.
Να δώσουμε ένα παράδειγμα: μια μέση, λαϊκή κατοικία μιας τετραμελούς οικογένειας των 90 τ.μ. επιβαρύνεται με συντελεστή 2,18. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, ο μέσος κάτοικος παράγει περίπου 1 κιλό σκουπίδια την ημέρα, οπότε καλείται να πληρώσει περίπου 13,5 λεπτά ανά κιλό.
Μια μέση επιχείρηση εστίασης αντίστοιχα, των 70 τ.μ., επιβαρύνεται με συντελεστή 5,94, αλλά παράγει τουλάχιστον 50 κιλά σκουπίδια την ημέρα, και άρα πληρώνει 2 λεπτά ανά κιλό, δηλαδή 7 φορές λιγότερο! Ακόμα δυσμενέστερη είναι η αναλογία για τα σπίτια που μένει ένα νέο ζευγάρι ή δύο φοιτητές. Φυσικά, εξίσου άδικοι είναι οι συντελεστές για μια σειρά επιχειρήσεων, όπως τα γραφεία για παράδειγμα, τα οποία παράγουν συγκριτικά λιγότερα απορρίμματα.
Να σημειώσουμε ότι σύμφωνα με τον νόμο η διοίκηση θα έπρεπε να παρουσιάσει παρόμοιες εκτιμήσεις και στοιχεία για το πόσα απορρίμματα παράγει η κάθε κατηγορία και να βασίσει τους συντελεστές πάνω σε αυτές, αντί να χωρίζει απλά την πόλη σε δύο χοντρικές ζώνες.
Η ίδια άδικη αναλογία μεταξύ συντελεστών ισχύει διαχρονικά σε όλες τις τελευταίες διοικήσεις, αποδεικνύοντας ότι -παρά τις αυξήσεις και τις μειώσεις- ο πυρήνας παραμένει ο ίδιος. Θα έπρεπε λοιπόν, για να αποκαταστήσουμε την αδικία, να μειώσουμε τους συντελεστές των κατοικιών και να αυξήσουμε των επιχειρήσεων -με διαφοροποίηση εδώ ανά κατηγορία- τουλάχιστον στο όριο που επιτρέπει ο νόμος, δηλαδή 10 φορές μεγαλύτεροι οι δεύτεροι από τους πρώτους. Αλλιώς, αφού ο προϋπολογισμός πρέπει να είναι ισοσκελισμένος, βάζουμε τους κατοίκους να πληρώνουν τα τέλη που αναλογούν στις επιχειρήσεις.
Μια τέτοια πολιτική υψηλών τελών στις επιχειρήσεις που παράγουν πολλά απορρίμματα (εστίαση, ξενοδοχεία, σούπερ μάρκετ κα), εκτός από κοινωνικά θα ήταν και περιβαλλοντικά δίκαιη, αφού θα έδινε το περιθώριο για ειδικές μειώσεις σε επιχειρήσεις που φροντίζουν έμπρακτα να μειώσουν τις συσκευασίες μιας χρήσης και άρα τα απορρίμματά τους.
Αντί όμως για τέτοιες δίκαιες πολιτικές, βλέπουμε την αντιπεριβαλλοντική έκπτωση για τα υπόγεια πάρκινγκ, επιχειρήσεις που κερδοσκοπούν ασύστολα και επιβαρύνουν το αστικό περιβάλλον, αλλά και την απολύτως άδικη και ταξική έκπτωση 40 και 60% για τις μεγάλες επιχειρήσεις άνω των 1.000 και 6.000 τ.μ. αντίστοιχα. Στη θέση τους θα έπρεπε να υπάρχουν, αντίθετα, μειώσεις για τις φτωχότερες κατηγορίες ανέργων (όχι μόνο μακροχρόνια) και μισθωτών.
Συνεπώς, όχι μόνο καταψηφίσαμε την εισήγηση της διοίκησης, αλλά δεσμευτήκαμε να συνεχίσουμε να προωθούμε με κάθε μέσο μια νέα, κοινωνικά και περιβαλλοντικά δίκαιη πολιτική για τα δημοτικά τέλη.
Η Πόλη Ανάποδα
