- Εισαγωγή
Τα ζητήματα της πόλης και της τοπικής αυτοδιοίκησης δεν μπορούν να προσεγγιστούν χωρισμένα αυστηρά σε θεματικές ενότητες (πχ. το ζήτημα στέγασης είναι τόσο ζήτημα χώρου όσο και κοινωνικής πολιτικής, οι δημόσιες βρύσες έχουν να κάνουν με τους δημόσιους χώρους αλλά το νερό είναι ταυτόχρονα βασικό κοινό αγαθό, η συντήρηση και φροντίδα των σχολικών μονάδων εγείρουν θέματα κατασκευαστικά, θέματα προσβασιμότητας, κοινωνικής ένταξης και υγείας των παιδιών και των μαθητών κοκ). Μάλιστα, ο κατακερματισμός της πολιτικής σε επίπεδο δημοτικής αρχής (αντιδημαρχίες, τμήματα κλπ) δεν ικανοποιεί τις δικές μας ανάγκες. Όπως φαίνεται και από το περιεχόμενο του προγράμματος, προτείνεται αντίθετα μια ολιστική, διαθεματική προσέγγιση που θα διαπερνάται ταυτόχρονα από μία ταξική, έμφυλη και οικολογική σκοπιά.
Με αυτό τον περιορισμό κατά νου, παρουσιάζουμε στη συνέχεια την υφιστάμενη κατάσταση, την κριτική και τις προτάσεις μας, όσον αφορά τα ζητήματα κοινωνικής πολιτικής, με έμφαση στις πλευρές που αφορούν άμεσα την πολιτική και τις αρμοδιότητες του Δήμου.
Κεντρικό ζήτημα για εμάς είναι η καθολική προβασικότητα όλων των προσφερόμενων (ή των ζητούμενων) υπηρεσιών από όλους και όλες τους κατοίκους της πόλης, χωρίς καμία διάκριση με βάση τη φυλή, την διοικητική κατάσταση (πχ χαρτιά), το φύλο, την ηλικία, την ικανότητα μετακίνησης. Μια κοινωνική υπηρεσία που αποκλείει ένα τμήμα των κατοίκων αναιρεί το ρόλο της, μετατρέποντας τα παρεχόμενα αγαθά σε προνόμιο – και άρα αναπαράγοντας του όρους αποκλεισμού. Ο αποκλεισμός αυτός μπορεί να είναι απόλυτος και διοικητικός (πχ. να αποκλείονται οι μετανάστες/τριες χωρίς χαρτιά), μπορεί να είναι γραφειοκρατικός (να απαιτούνται έγγραφα και διαδικασίες που στην πράξη αποκλείουν όσους/ες δεν έχουν τις γνώσεις, τον χρόνο ή την εξοικείωση με αυτές), μπορεί όμως να είναι έμπρακτος, όταν π.χ. τα ωράρια εξυπηρέτησης ή η δυνατότητα πρόσβασης στα κτίρια αποτρέπει συγκεκριμένες ομάδες από τους/ις δικαιούχους/ες – ειδικά η τελευταία μορφή αποκλεισμού έχει συχνά έμφυλη διάσταση.
Από αυτή τη σκοπιά, ορίζουμε ως αποδέκτη των υπηρεσιών τον κάτοικο (κι όχι τον δημότη, ή την πολίτη), δίνοντας έμφαση στις πιο αόρατες, πιο αποκλεισμένες κοινωνικές ομάδες. Οι ομάδες αυτές άλλωστε είναι και αυτές που πλήττονται περισσότερο από όλες από τη διαρκή υποβάθμιση ή/και καταστροφή του κράτους πρόνοιας και οι πρώτες που αποκλείονται, ενώ ο αποκλεισμός τους λειτουργεί πιλοτικά, ανοίγοντας το δρόμο για τον σταδιακό αποκλεισμό και των υπολοίπων.
Δεύτερο ζήτημα, η κεντρική σημασία των κοινωνικών υπηρεσιών σε μια εποχή παρατεταμένης κρίσης, φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού. Με την αναγκαία διευκρίνιση ότι όταν λέμε κοινωνικές υπηρεσίες, κοινωνική πολιτική και κοινωνικό κράτος, εννοούμε την υποχρέωση του κράτους να εξασφαλίζει τους όρους αξιοπρεπούς διαβίωσης για το σύνολο των κατοίκων μιας χώρας, ή στην περίπτωσή μας μιας πόλης, συμπεριλαμβανομένης της πρόσβασης στη δημόσια υγεία, εκπαίδευση, στέγη και τα κοινά αγαθά. Μια αντίληψη στον αντίποδα της νεοφιλελεύθερης πρακτικής, όπου οι κοινωνικές υπηρεσίες, κατακερματισμένες και σε μεγάλο βαθμό ιδιωτικοποιημένες, αναλαμβάνουν απλά να περιθάλψουν για λίγο τα θύματα της κρίσης – σαν το κάρο που μαζεύει τους νεκρούς της χολέρας από τους δρόμους της πόλης, στις μεσαιωνικές απεικονίσεις – και όχι να υποστηρίξουν την ενδυνάμωση και την ευημερία τους.
Από αυτή τη σκοπιά, στοχεύουμε σε μια δημοτική κοινωνική πολιτική που θα καλύπτεται με ασφάλεια και συνέχεια χρηματοδότησης από τον τακτικό προϋπολογισμό του Δήμου, θα εξασφαλίζει μόνιμες δομές και σταθερές, αξιοπρεπείς σχέσεις εργασίας με τους εργαζόμενους και τις εργαζόμενες των δομών. Η εξάρτηση της κοινωνικής πολιτικής από προγράμματα και ευρωπαϊκά κονδύλια, ή η ανάθεσή της σε ιδιωτικές δομές (ΜΚΟ) συχνά διαλύει τις εργασιακές σχέσεις, αποσταθεροποιεί τις δομές, στρέφει διαρκώς την κοινωνική πολιτική σε κατευθύνσεις που δεν προκύπτουν από τις ανάγκες αλλά από τις δυνατότητες χρηματοδότησης και οδηγεί σε όλο και στενότερη ερμηνεία των ανθρώπων που χρειάζουν υλικής και άυλης υποστήριξης. Αυτή η πραγματική αντίφαση δεν σημαίνει ωστόσο ότι σε μια περίοδο τεράστιας κοινωνικής ανάγκης και μειωμένης κρατικής χρηματοδότησης ο Δήμος δεν οφείλει να αξιοποιήσει κριτικά χρηματοδοτικές πηγές που μπορούν να ανακουφίσουν, περιστασιακά έστω, τους κατοίκους της πόλης.
Σε κάθε περίπτωση, αυτή τη στιγμή και μετά από μια δεκαπενταετία συνεχούς λιτότητας, μείωσης των κρατικών επιδοτήσεων και του προσωπικού, οι κοινωνικές υπηρεσίες του Δήμου είναι βαθιά υποστελεχωμένες και με ανεπαρκείς πόρους. Οι εργαζόμενοι και κυρίως οι εργαζόμενες, έχουν να διαχειριστούν ένα δυσβάσταχτο φορτίο, ενώ επιπλέον, αποτελώντας την πρώτη γραμμή του μετώπου σε μια πραγματικά πολεμική συνθήκη κοινωνικής κρίσης, εισπράττουν όλη τη δίκαιη απογοήτευση, ενίοτε κι οργή των εξυπηρετούμενων κατοίκων. Πρώτο και βασικό μέλημα μιας δημοτικής αρχής στην κατεύθυνση της ενίσχυσης της κοινωνικής πολιτικής θα έπρεπε να ήταν η στελέχωση αυτών των υπηρεσιών με μόνιμες, σταθερές κι αξιοπρεπείς σχέσεις εργασίας – όσο κι αν αυτό αντιβαίνει στους δημοσιονομικούς κανόνες και τις επιταγές του κεντρικού κράτους.
Τέλος, κάθε σχέδιο προγράμματος για την κοινωνική πολιτική ενός Δήμου, έρχεται αντιμέτωπο με τα ασαφή όρια μεταξύ κρατικών και δημοτικών αρμοδιοτήτων. Η απάντηση σε αυτό το δίλημμα δεν είναι εύκολη: από τη μία πλευρά, από θέση αρχής αλλά και αποτελεσματικότητας, επιμένουμε ότι η κοινωνική πολιτική και ειδικά οι σκληροί τομείς της, όπως η δημόσια υγεία, πρέπει να παραμείνουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα του κράτους. Ανεξάρτητα από το τί συμβαίνει αυτή τη στιγμή, μόνο μια ενιαία και σταθερή κρατική χρηματοδότηση μπορεί να καλύψει μακροπρόθεσμα αυτές τις ανάγκες και ταυτόχρονα να διανέμει το οικονομικό τους κόστος μέσω της ενιαίας φορολογίας με αναδιανεμητικά κριτήρια -στον αντίποδα, ας αναλογιστούμε στην περίπτωση που περνούσαν όλες αυτές οι αρμοδιότητες στους Δήμους, πόσο διαφορετικές υπηρεσίες θα απολάμβαναν οι κάτοικοι της Φιλοθέης και οι κάτοικοι του Κορδελιού. Από αυτή τη σκοπιά, στεκόμαστε κριτικά απέναντι σε κάθε προσπάθεια υποκατάστασης του κράτους από την τοπική αυτοδιοίκηση, καθώς φοβόμαστε ότι μακροπρόθεσμα αυτή θα καταλήξει σε όξυνση των ανισοτήτων και μεγαλύτερη υποβάθμιση των υπηρεσιών.
Από την άλλη, ειδικά σε μία εποχή κρίσης, ο Δήμος δεν μπορεί να μένει αμέτοχος θεατής στις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι κάτοικοι μιας πόλης, δυσκολίες που φτάνουν στα όρια της επιβίωσης. Από αυτή τη σκοπιά, οφείλει πρώτα από όλα να αναλαμβάνει και να εκτελεί με το καλύτερο δυνατό τρόπο τις ουκ ολίγες ευθύνες του κοινωνικού κράτους που ήδη βρίσκονται στη δική του ευθύνη (βλ. παρακάτω), απαιτώντας επαρκή κρατική χρηματοδότηση και στελέχωση για αυτές. Πέρα από αυτό όμως, οφείλει να έχει παρέμβαση και στους τομείς που δεν αφορούν στενά τη δική του αρμοδιότητα, όπως η δημόσια υγεία, διεκδικώντας, μαζί με τους κατοίκους, την ανασυγκρότηση του κοινωνικού κράτους ή ακόμα και παρεμβαίνοντας σημειακά με τις δικές τους δυνάμεις σε τομείς που καταρρέουν και χρειάζονται άμεσα υποστήριξη, για το καλό πάντα της τοπικής κοινωνίας και αναγνωρίζοντας τις ευθύνες του κεντρικού κράτους και τα όρια που έχει κάθε επιλογή υποκατάστασης.
Αρμοδιότητες του Δήμου Θεσσαλονίκης
Στο πλαίσιο άσκησης των αρμοδιοτήτων τους, βάσει του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων (N. 3463/2006 – ΦΕΚ Α 114/30.6.2006), οι Δήμοι είναι αρμόδιοι για δραστηριότητες που άπτονται του τομέα «Κοινωνικής Προστασίας και Αλληλεγγύης”, όπως:
«1. Η εφαρμογή πολιτικών ή η συμμετοχή σε δράσεις που αποσκοπούν στην υποστήριξη και κοινωνική φροντίδα της βρεφικής και παιδικής ηλικίας και της τρίτης ηλικίας, με την ίδρυση και λειτουργία νομικών προσώπων και ιδρυμάτων όπως παιδικών και βρεφονηπιακών σταθμών, βρεφοκομείων, ορφανοτροφείων, κέντρων ανοικτής περίθαλψης και ημερήσιας φροντίδας, ψυχαγωγίας και αναψυχής ηλικιωμένων, γηροκομείων κ.λπ. και τη μελέτη και εφαρμογή σχετικών κοινωνικών προγραμμάτων.
2. Η εφαρμογή πολιτικών ή η συμμετοχή σε δράσεις και προγράμματα, που στοχεύουν στη μέριμνα, υποστήριξη και φροντίδα ευπαθών κοινωνικών ομάδων με την παροχή υπηρεσιών υγείας και την προαγωγή ψυχικής υγείας, όπως δημιουργία δημοτικών και κοινοτικών ιατρείων, κέντρων αγωγής υγείας, υποστήριξης και αποκατάστασης ατόμων με αναπηρία, κέντρων ψυχικής υγείας, συμβουλευτικής στήριξης των θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας και βίας κατά συνοικούντων προσώπων και κέντρων πρόληψης κατά εξαρτησιογόνων ουσιών.
3. Η μέριμνα για τη στήριξη αστέγων και οικονομικά αδύνατων δημοτών, με την παραχώρηση δημοτικών και κοινοτικών οικοπέδων σε αυτούς ή με την παροχή χρηματικών βοηθημάτων, ειδών διαβίωσης και περίθαλψης σε κατοίκους που αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα διαβίωσης κατά τις προβλέψεις αυτού του Κώδικα.
4. Η σχεδίαση, η οργάνωση, ο συντονισμός και η εφαρμογή προγραμμάτων και πρωτοβουλιών για την πρόληψη της παραβατικότητας στην περιφέρειά τους, με τη δημιουργία Τοπικών Συμβουλίων Πρόληψης Παραβατικότητας.
5. Ο σχεδιασμός και εφαρμογή προγραμμάτων ή συμμετοχή σε προγράμματα και δράσεις για την ένταξη αθίγγανων, παλιννοστούντων ομογενών, μεταναστών και προσφύγων στην κοινωνική, οικονομική και πολιτιστική ζωή της τοπικής κοινωνίας.
6. Η προώθηση και ανάπτυξη του εθελοντισμού και της κοινωνικής αλληλεγγύης με τη δημιουργία τοπικών δικτύων κοινωνικής αλληλεγγύης, εθελοντικών οργανώσεων και ομάδων εθελοντών που θα δραστηριοποιούνται για την επίτευξη των στόχων και την υποβοήθηση του έργου της κοινωνικής προστασίας και αλληλεγγύης του Δήμου και της Κοινότητας» (Άρθρο 75)
Όσον αφορά τη διοικητική διάρθρωση της Διεύθυνσης Κοινωνικής Προστασίας & Δημόσιας Υγείας του Δήμου Θεσσαλονίκης, αυτή απαρτίζεται από τα εξής 4 Τμήματα (πλην του Τμήματος Διοικητικής Υποστήριξης):
- Κοινωνικής Πολιτικής και Ισότητας των Φύλων
Μέριμνα για την υλοποίηση και λειτουργία κοινωνικών δομών που αφορούν άστεγους (Κέντρο Ημερήσιας Φροντίδας & Υπνωτήριο), άπορους (Κοινωνικό Παντοπωλείο & Φαρμακείο, Κοινωνικό Πνευματικό Κέντρο), άτομα με αναπηρία (Πρόγραμμα Μεταφοράς Α.μεΑ., Κατασκηνωτικό Πρόγραμμα, Ειδικό Ψυχαγωγικό Κέντρο), γυναίκες θύματα βίας (Ξενώνας Φιλοξενίας), διοργάνωση σχετικών εκδηλώσεων, διοικητική υποστήριξη της Επιτροπής Κοινωνικής Πολιτικής, χορήγηση αδειών διενέργειας λαχειοφόρων αγορών, εράνων και φιλανθρωπικών αγορών, διεκπεραίωση αιτημάτων για οικονομικές ενισχύσεις άπορων κατοίκων του Δήμου, διεξαγωγή κοινωνικών ερευνών, ατομική ψυχολογική υποστήριξη, οργάνωση και λειτουργία του προγράμματος Σχολές Γονέων.
- Κοινωνικής Αρωγής και Προνοιακών Επιδομάτων (στην παρούσα φάση έχουν χωριστεί σε δύο Τμήματα: Κοινωνικής Αρωγής & Προνοιακών Επιδομάτων)
Διοικητική υποστήριξη 12 Δήμων του Νομού Θεσσαλονίκης στη χορήγηση των προνοιακών επιδομάτων (περίπου 16.000 δικαιούχοι), έκδοση αποφάσεων προνοιακών επιδομάτων, εκτέλεση ελέγχων, προληπτικών–κατασταλτικών και υποχρεωτικών, παρακολούθηση επιστροφών αχρεωστήτως ληφθέντων ποσών και βεβαίωση-εισήγηση-αποστολή καταλογιστικών πράξεων.
- Προστασίας και Προαγωγής της Δημόσιας Υγείας
Σχεδιασμός, προγραμματισμός και μέριμνα για την εφαρμογή μέτρων για την προστασία και προαγωγή της δημόσιας υγείας, λειτουργία δύο Δημοτικών Ιατρείων (εξυπηρέτηση περί των 5.500 πολιτών), έκδοση πιστοποιητικών υγείας, εκδηλώσεις και δράσεις για την υποστήριξη και φροντίδα της υγείας των δημοτών.
- Υποστήριξης και Ένταξης Μεταναστών και Προσφύγων
Εποπτεία της λειτουργίας του Κέντρου Ένταξης Μεταναστών, ανάπτυξη προγραμμάτων – δράσεων που αφορούν Μετανάστες και Πρόσφυγες, μέριμνα για τις διαδικασίες συγκρότησης του Συμβουλίου Ένταξης Μεταναστών (ΣΕΜ), οργάνωση των συνεδριάσεων αυτού του και προώθηση των αποφάσεων, συστάσεων, εκθέσεων, ψηφισμάτων κ.λπ. που εκδίδει το ΣΕΜ προς τους κατά περίπτωση αποδέκτες τους, μέριμνα για την υλοποίηση των αποφάσεων του. Επίβλεψη της εφαρμογής του Τοπικού Σχεδίου Ένταξης Μεταναστών και Προσφύγων του Δήμου Θεσσαλονίκης και μέριμνα για την ορθή υλοποίησή του.
Ο παραπάνω διαχωρισμός που γίνεται σε νομικό επίπεδο ανταποκρίνεται δυστυχώς μόνο μερικώς στα κοινωνικά ζητήματα και τις πολλαπλές ανισότητες που δρουν συνδυαστικά σε μια σύγχρονη καπιταλιστική πόλη, όπως αυτή της Θεσσαλονίκης. Έτσι, τα ζητήματα έλλειψης υγιεινής, για παράδειγμα, σε χώρους συνωστισμού, έρχονται να γινουν και ζήτημα παιδικής προστασίας όταν αφορούν στις σχολικές μονάδες εν καιρώ πανδημίας (και όχι μόνο). Ή αντίστοιχα το ζήτημα της στέγασης ανήλικων αιτούντων άσυλο και προσφύγων, είναι ταυτόχρονα ζήτημα εκπλήρωσης του βασικού δικαιώματος στη στέγαση μιας «ευπαθούς” για τη αστική ιδεολογία κοινωνικής ομάδας (μιας αποκλεισμένης και άκρως περιθωριοποιημένης κατ’ εμάς ομάδας) και ζήτημα παιδικής προστασίας αλλά και ενταξιακής πολιτικής.
Η περίπλοκη πραγματικότητα απαιτεί λοιπόν ένα πιο ολιστικό τρόπο αντιμετώπισης αυτού που ονομάζεται «κοινωνική πολιτική” σε ένα Δήμο. Μια προσέγγιση η οποία θα βάζει στο επίκεντρο τους παράγοντες που προκαλούν σήμερα ανισότητες και οξύνουν τις αδικίες και που απαιτούν παρεμβάσεις σε δημοτικό επίπεδο για την άμβλυνση και την -έστω και μερική- αποκατάσταση τους. Όλα αυτά προφανώς μέσα στο περιορισμένο πλαίσιο αρμοδιοτήτων της τοπικής αυτοδιοίκησης, της οποίας, παρόλα αυτά, τα τελευταία χρόνια έχει αυξηθεί ο αρμοδιότητες στο επίπεδο άσκησης κοινωνικής πολιτικής στα πλαίσια αποκέντρωσης των ψηγμάτων κρατικής πρόνοιας και μέριμνας που έχουν απομείνει μετά από δέκα χρόνια κρίσης, μνημονιακής επιτήρησης και επέλασης νεοφιλελεύθερων πολιτικών στην Ελλάδα.
Ενόψει της σύνταξης του προγράμματος, απευθυνθήκαμε πρόσφατα στην αρμόδια αντιδημαρχία Κοινωνικής Πολιτικής, ζητώντας στοιχεία από τις δομές του Δήμου. Τα διαθέσιμα στοιχεία αναφέρονται παρακάτω, ανά θεματική. Συνοπτικά, να σημειώσουμε εδώ ότι ο Δήμος, σύμφωνα με τις αρμοδιότητές του, πράγματι υλοποιεί διάφορες δράσεις στα πεδία της υγείας, της ισότητας φύλου, της ένταξης προσφύγων και μεταναστών, της αντιμετώπισης της φτώχειας και της αστεγίας, της φροντίδας των παιδιών και των ηλικιωμένων. Ωστόσο οι αριθμοί των ωφελούμενων στις περισσότερες από αυτές κινούνται στα όρια του συμβολικού – ή, για να είμαστε ακριβείς, στην τυπική τέλεση μιας αρμοδιότητας σε ένα βαθμό ωστόσο που δεν επηρεάζει πραγματικά την κοινωνική κατάσταση. Έτσι, στους περισσότερους τομείς, τα συνολικά αποτελέσματα είναι απολύτως αναντίστοιχα με τις κοινωνικές ανάγκες.
- Δημόσια υγεία και πόλη
Όπως αναφέρεται στην εισαγωγή, η δημόσια υγεία αποτελεί για εμάς κορυφαίο κι αδιαπραγμάτευτο πεδίο ευθύνης του κεντρικού κράτους. Ωστόσο, ειδικά σε μια περίοδο κρίσης, αν όχι κατάρρευσης, του δημόσιου συστήματος υγείας, οι ευθύνες κι οι αρμοδιότητες του Δήμου, είναι πολύ σημαντικές και μπορούν να παίξουν κρίσιμο ρόλο στην ανακούφιση, ή στην επιδείνωση της συνολικής κατάστασης.
Ποιότητα ζωής και δημόσια υγεία
Σήμερα η πρόληψη θεωρείται ατομική υπόθεση και ευθύνη (τακτικό τσεκ απ, υγιεινός τρόπος ζωής κοκ). Απωθούνται έτσι όλοι οι παράγοντες που επηρεάζουν και ίσως καθορίζουν την ατομική αλλά και συλλογική υγεία. Η φτώχεια, η ανεργία, η σκληρή και επισφαλής εργασία η οποία έχει συνέπειες στις οικογενειακές και κοινωνικές σχέσεις αποδεδειγμένα επηρεάζουν τους δείκτες υγείας της κοινωνίας (αύξηση αυτοκτονιών, καταθλίψεων, καρδιαγγειακών και μεταβολικών νοσημάτων, αλκοολισμός, χρήση ψυχοτρόπων φαρμάκων) καθώς και η κακής ποιότητας τροφής, η ρύπανση του νερού, του αέρα και του εδάφους συνδέονται με αυξημένα ποσοστά καρκίνων, διαβήτη, παχυσαρκία και διάφορες ανισορροπίες στον ανθρώπινο οργανισμό.
Έτσι, το πλέον καθοριστικό ζήτημα όσο αφορά τη δημόσια υγεία και την πόλη, είναι και το πιο βουβό: είναι η ποιότητα ζωής στην πόλη, η οποία επηρεάζει καθοριστικά τη σωματική και την ψυχική υγεία, τη νοσηρότητα και τη θνησιμότητα.
Στις υπόλοιπες θεματικές του προγράμματος, αναφέρονται αναλυτικά τα σχετικά παραδείγματα, καθώς και οι προτάσεις μας. Ενδεικτικά:
- Η ατμοσφαιρική ρύπανση, η οποία στη Θεσσαλονίκη συνδέεται πρώτα και κύρια με το κυκλοφοριακό, την κυριαρχία του ΙΧ και τη συνειδητή υποβάθμιση των δημόσιων μεταφορών, ευθύνεται για εκατοντάδες θανάτους ανά έτος και για ένα απροσδιόριστο ποσοστό αύξησης της νοσηρότητας.
- Οι ίδιες συνθήκες κυκλοφορίας επίσης ευθύνονται για τα εξαιρετικά υψηλά ποσοστά τροχαίων εγκλημάτων στους δρόμους της πόλης, για τους τόσο συχνούς τραυματισμούς και θανάτους πεζών και ποδηλατών/ισσών.
- Η συντριπτική έλλειψη ελεύθερων χώρων, χώρων αθλητισμού και αστικού πρασίνου επιβαρύνει σημαντικά τη σωματική υγεία, μειώνει τις δυνατότητες άσκησης αλλά επηρεάζει αρνητικά και την ψυχική υγεία.
- Η ανεπαρκής διαχείριση των απορριμμάτων, ειδικά σε φτωχότερες γειτονιές, υποβαθμίζει ακόμα περισσότερο τη δημόσια υγιεινή, αν δεν φτάνει να αποτελέσει καθαυτή αιτία διάδοσης ασθενειών.
Μια διοίκηση που θα λάμβανε ριζοσπαστικές πρωτοβουλίες για να αντιμετωπίσει τα παραπάνω προβλήματα, όπως αυτές που περιγράφονται στις αντίστοιχες θεματικές, θα είχε κάνει ήδη τεράστια βήματα για τη βελτίωση της δημόσιας υγείας, προτού καν οι κάτοικοι φτάσουν στο κατώφλι του συστήματος υγείας.
Η διάλυση του ΕΣΥ
Καμία πρόταση για τη δημόσια υγεία στην πόλη δεν μπορεί να διατυπωθεί, αν δεν ξεκινήσει με τη διάγνωση, την παραδοχή της ακραίας υποβάθμισης, στα όρια της διάλυσης, που έχει υποστεί το Εθνικό Σύστημα Υγείας της χώρας -και ειδικά της πόλης- τις δύο τελευταίες δεκαετίες. Μια υποβάθμιση που εκδηλώθηκε με τον πιο ακραίο τρόπο τον καιρό της πανδημίας, κι ιδιαίτερα το μαύρο φθινόπωρο του 2021, όταν η Θεσσαλονίκη βρέθηκε στην χειρότερη πανελλαδικά θέση, μετρώντας δεκάδες νεκρούς καθημερινά.
Στην Ελλάδα το Εθνικό Σύστημα Υγείας θεσμοθετήθηκε το 1983. Οργανώθηκε σε πρωτοβάθμια, δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια περίθαλψη και φροντίδα υγείας, συμπεριλαμβάνοντας γενικά και ειδικά νοσοκομεία και νέες δομές, κυρίως κέντρα υγείας στην επαρχία. Στον τομέα της ψυχικής υγείας ιδρύονται Κέντρα Ψυχικής Υγείας και επιχειρείται η Ψυχιατρική μεταρρύθμιση με ίδρυση Τμημάτων Οξέων περιστατικών στα Γενικά Νοσοκομεία καθώς και Ξενώνων, Οικοτροφείων και Προστατευμένων διαμερισμάτων.
Η τομή αυτή ήταν πραγματικά ριζοσπαστική σε σχέση με την προηγούμενη κατάσταση. Στην πράξη όμως, η Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας δεν αναπτύσσεται ποτέ και δεν οργανώνονται προληπτικά προγράμματα (εμβόλια παιδιών, πρόληψη για τη γυναίκα) ή προγράμματα αποκατάστασης. Το ΕΣΥ παραμένει νοσοκομειοκεντρικό. Η οδοντιατρική φροντίδα παραμένει αποκλειστικά ιδιωτική αφού οι δημόσιες δομές βάση του νόμου δικαιούνταν να παρέχουν μόνο ανακούφιση στους ενήλικες.
Λίγα χρόνια αργότερα, αλλά κυρίως από τη δεκαετία του 2000 και μετά, αρχίζουν να κυριαρχούν τα μόνιμα προβλήματα, με βασικότερα τη σοβαρή υποχρηματοδότηση, την έλλειψη προσωπικού και εξοπλισμού και τις τάσεις ιδιωτικοποίησης με την εκχώρηση πλευρών του στην αγορά, με προνομιακές αμοιβές. Η δημόσια δαπάνη για την υγεία από 7% του προϋπολογισμού (πάγιο αίτημα του κινήματος για την υγεία ήταν το 10%), πέφτει σταδιακά σήμερα κάτω από το 4,8% σύμφωνα με την τελευταία έκθεση του ΟΟΣΑ. Οι οργανικές θέσεις ιατρικού προσωπικού μειώνονται από 52.000 το 2009 (όπου ήταν ήδη πολύ κάτω από τις ανάγκες) σε 18.000 το 2018, ενώ ο μέσος όρος ηλικίας των μόνιμα υπηρετούντων φτάνει τα 59 έτη. Κατά συνέπεια, η πρόσβαση του πολίτη στο ΕΣΥ περιορίζεται και οι παρεχόμενες υπηρεσίες, παρά τις προσπάθειες του εναπομείναντος προσωπικού, υποβαθμίζονται σε τέτοιο βαθμό, που οι πολίτες ωθούνται στον ιδιωτικό τομέα, ακόμα και για επείγουσες ανάγκες.
Τέλος, ο μεγαλύτερος κίνδυνος που θα έχουμε να αντιμετωπίσουμε τα επόμενα χρόνια είναι η περαιτέρω ιδιωτικοποίηση του ίδιου του ΕΣΥ, η οποία είναι στον πυρήνα του προγράμματος της νέας δεξιάς κυβέρνησης, μέσω ΣΔΙΤ, απασχόλησης ιδιωτών, απογευματινών ιατρείων και γενικότερα στενή πρόσδεση της δημόσιας υγείας στο σύστημα του ιδιωτικού τομέα.
Η πρωτοβάθμια υγεία
Κεντρική θέση στην αντίληψή μας για τη δημόσια υγεία έχει η προτεραιότητα της κοινωνικής, πρωτοβάθμιας υγείας. Η αντίληψη δηλαδή της δημόσιας υγείας ως ένα κοινό, δημόσιο αγαθό και κατ’ επέκταση η εστίαση όχι στην αντιμετώπιση της ασθένειας ως μια ατομική κατάσταση, αλλά στην πρόληψη, την αντιμετώπιση των αιτιών της νοσηρότητας, την εξασφάλιση των κοινωνικών όρων της δημόσιας υγείας. Όπως υποστηρίζει το μάχιμο κίνημα της υγείας, η Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας – στον αντίποδα του νοσοκομειοκεντρικού συστήματος – είναι αυτή που μπορεί να προσφέρει την καλύτερη ποιότητα ζωής στον πληθυσμό και ειδικά στα φτωχότερα στρώματα, αυτά που αποκλείονται από την δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια περίθαλψη. Ταυτόχρονα, μόνο μια τέτοια προσέγγιση μπορεί να ανακουφίσει τα νοσοκομεία, τα οποία αυτή τη στιγμή δέχονται αφόρητες πιέσεις όχι μόνο εξαιτίας της δικής τους υποστελέχωσης, αλλά κυρίως εξαιτίας της παντελούς έλλειψης πρωτοβάθμιας υγείας, η οποία οδηγεί όλους τους ασθενείς κατευθείαν στο νοσοκομείο.
Η προσέγγιση της πρωτοβάθμιας υγείας έχει ιδιαίτερη σημασία για την παιδιατρική περίθαλψη και πρόληψη. Μόνο η ομοιόμορφα κατανεμημένη σε όλες τις γειτονιές ανάπτυξη δημοσίων πρωτοβάθμιων δομών για τα παιδιά, με παιδίατρους του ΕΣΥ πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης, επισκέπτες υγείας, ψυχολόγους, κοινωνικούς λειτουργούς κλπ. μπορεί να εξασφαλίσει την σωστή καταγραφή, ανάδειξη, πρόληψη και αντιμετώπιση, όχι μόνο των κλασικών παιδιατρικών προβλημάτων, αλλά και της νέας νοσηρότητας του καιρού μας, όπως το μπούλινγκ, η κατάχρηση ουσιών, ο εθισμός στο διαδίκτυο, η ομαδική και ενδοοικογενειακή βία κλπ. Αυτή τη στιγμή, ολόκληρη η περιοχή ανατολικά του κέντρου της Θεσσαλονίκης διαθέτει εδώ και τουλάχιστον 15 χρόνια μόνο 1 δημόσιο παιδίατρο στο ΚΥ Μηχανιώνας και 2 στο ΚΥ Θέρμης, ενώ ελάχιστοι υπηρετούν και στις όποιες ΤΟΜΥ αναπτύχθηκαν από το 2017 και μετά.
Παρόλα αυτά, η πρωτοβάθμια υγεία στη χώρα μας έχει υποτιμηθεί διαχρονικά, εξαιτίας όχι μόνο της έλλειψης πόρων, αλλά και της κυρίαρχης αντίληψης για τη δημόσια υγεία. Τα ΤΟΜΥ που ίδρυσε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ δεν κατάφεραν ποτέ να συναντήσουν τις ανάγκες του πληθυσμού, ενώ ο θεσμός του «Προσωπικού Γιατρού” που υιοθέτησε η κυβέρνηση της ΝΔ (2022) δεν έχει καμία σχέση με την προσέγγιση της πρωτοβάθμιας υγείας, αφού χρησιμοποιείται μόνο ως ένας «κόφτης” πρόσβασης στις υπόλοιπες υπηρεσίες.
Η προσέγγιση της κοινωνικής, πρωτοβάθμιας υγείας έχει ακόμα μεγαλύτερη σημασία για ένα πρόγραμμα που αφορά τον Δήμο, αφού το πεδίο εφαρμογής της είναι εξ ορισμού αυτό της κοινότητας. Από αυτή τη σκοπιά, υιοθετούμε το όραμα του κινήματος υγείας για ένα δίκτυο πρωτοβάθμιων κέντρο υγείας, απλωμένα σε όλο τον ιστό της πόλης και κατανεμημένα με βάση πληθυσμιακά και χωροταξικά κριτήρια, σε κάθε γειτονιά, για να το πούμε απλά, τα οποία θα παρακολουθούν σε μόνιμη βάση τη δημόσια υγεία του πληθυσμού πηγαίνοντας πόρτα – πόρτα, θα χτίζουν σχέσεις εμπιστοσύνης, θα καταγράφουν και θα προλαμβάνουν τις αιτίες της νοσηρότητας, θα οργανώνουν δράσεις και καμπάνες πρόληψης και θα δίνουν λύσεις όχι μόνο αντιμετώπισης της ασθένειας, αλλά ουσιαστικής βελτίωσης της σωματικής και ψυχικής υγείας, ειδικά για τα φτωχότερα στρώματα.
Αναγνωρίζοντας πόσο μακριά είναι μια τέτοια προσέγγιση από τις κυρίαρχες κατευθύνσεις, και πόσο αντίθετη από τις επιθέσεις που δέχθηκε και θα δεχθεί η δημόσια υγεία το επόμενο διάστημα, δεν μπορούμε παρά να την υιοθετούμε ως οδικό χάρτη και ως κριτήριο των επιμέρους αιτημάτων και παρεμβάσεών μας.
Έχοντας τα παραπάνω ως βάση συζήτησης, το πρόγραμμά μας για την υγεία και το Δήμο Θεσσαλονίκης δεν προτείνει την υποκατάσταση του κράτους και των υποχρεώσεών του από την τοπική αυτοδιοίκηση, ούτε διεκδικεί το ρόλο του μπαλωματή σε ένα Εθνικό Σύστημα Υγείας που συνεχώς διαλύεται. Προτείνει, ωστόσο, την διακριτή συνεισφορά του Δήμου στην πρωτοβάθμια υγεία, την ενίσχυση του ρόλου του Δήμου στην πρόληψη, την υποστήριξη των κατοίκων – και ιδιαίτερα όσων αποκλείονται, αλλά και την ενεργή του διεκδίκηση προς το κράτος για περισσότερες και ποιοτικότερες δομές και υπηρεσίες υγείας.
Δήμος και πρωτοβάθμια υγεία
Αυτή τη στιγμή, ο Δήμος Θεσσαλονίκης λειτουργεί δύο Δημοτικά Ιατρεία (Καραϊσκάκη 4 στην Τριανδρία και Μοναστηρίου 53-55 στο κέντρο). Οι υπηρεσίες των Δημοτικών Ιατρείων παρέχονται σε ανασφάλιστους και δικαιούχους ΚΕΑ. Είναι σημαντικό να θυμίσουμε ότι ειδικά το Δημοτικό Ιατρείο της Τριανδρίας έχει μια εμβληματική ιστορία, αφού προέρχεται από παλαιοτερη πρωτοβουλία μιας προοδευτικής δημοτικής αρχής, με έναν κομμουνιστή δήμαρχο, στην κατεύθυνση της πρωτοβάθμιας, κοινωνικής υγείας. Σήμερα, σύμφωνα με τους εργαζόμενους στο δημοτικό ιατρείο, ο αριθμός των συνανθρώπων μας που προσέφυγε στη δομή της Τριανδρίας για την παροχή δωρεάν ιατρικών υπηρεσιών, παρουσιάζει κάθε χρόνο αυξητική τάση. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2012 η προσέλευση των ωφελούμενων ήταν 1.350 και το 2022 ο αριθμός έφτασε τους 12.563. Χωρίς συνεπώς την αυταπάτη της υποκατάστασης, είναι σημαντικό να ζητήσουμε την διατήρηση και την ενίσχυση των υπαρχόντων Δημοτικών Ιατρείων.
Καθοριστικός είναι ο ρόλος που θα πρέπει να έχει ο Δήμος στο επίπεδο της ενημέρωσης και της πρόληψης – κάτι που δεν κάνει σήμερα παρά μόνο σε ελάχιστο, συμβολικό βαθμό. Είναι ευθύνη του Δήμου η διεξαγωγή τακτικών εκστρατειών ενημέρωσης σε γειτονιές και σχολεία για ζητήματα σεξουαλικής υγείας, κακοποίησης και βίας, ψυχικής υγείας και στίγματος, αναπηρίας και προσβασιμότητας, σωματικής και στοματικής υγιεινής.
Ο Δήμος επίσης μπορεί κι οφείλει να αναλάβει την υποστήριξη κατοίκων και νοικοκυριών, που για διάφορους οικονομικούς, οικογενειακούς ή άλλους λόγους, δεν διαθέτουν το κατάλληλο υποστηρικτικό πλαίσιο για περιπτώσεις που χρήζουν κατ’ οίκον αποκαταστατικής φροντίδας (μετεγχειρητικά, επίκτητες αναπηρίες, εξαγωγές από νοσοκομεία, άτομα με χρόνια νοσήματα), καθώς και τη μέριμνα για τη φροντίδα των εξαρτώμενων μελών σε περίπτωση που ο κηδεμόνας αντιμετωπίζει σοβαρό πρόβλημα (πχ μονογονεϊκές οικογένειες, φροντιστές ΑμεΑ και ηλικιωμένων).
Ενδεικτικά, αναφέρουμε εδώ ότι στην περίοδο της πανδημίας κι ενώ το σύστημα υγείας είχε ήδη ξεπεράσει κατά πολύ τις αντοχές του (και οι εργαζόμενοι/ες σε αυτό τις σωματικές και ψυχικές τους αντοχές), ήταν υποχρεωμένο να φιλοξενεί για μεγάλα χρονικά διαστήματα τους φορείς, για λόγους περιορισμού της μετάδοσης. Όταν δεν υπήρχε πρακτικά αυτή η δυνατότητα, οι φορείς αναγκάζονταν να επιστρέψουν στα σπίτια τους, ανοίγοντας ένα φαύλο κύκλο μετάδοσης και νοσηλείας. Την περίοδο αυτή, και κατόπιν σχετικών προτάσεων από τους μάχιμους υγειονομικούς, η Πόλη Ανάποδα κατέθεσε ψήφισμα στο Δημοτικό Συμβούλιο, ζητώντας από το Δήμο να αναλάβει τη φιλοξενία των αποθεραπευόμενων ασθενών στα ξενοδοχεία της πόλης, πρόταση που απορρίφθηκε από την πλειοψηφία.
Όσον αφορά την ψυχική υγεία ιδιαίτερα: σε συνθήκες κρίσης και της ψυχικής υγείας, αποτελεί για εμάς προτεραιότητα η ενίσχυση των Δημοτικών δομών. Η επαρκής στελέχωση συμβουλευτικών υπηρεσιών στα Κέντρα Κοινότητας καθώς και στους Σταθμούς Συμβουλευτικής (π.χ Ξενώνες κακοποιημένων γυναικών) είναι αναγκαία. Σε αυτό το κομμάτι μπορούν να συνδράμουν τα Κέντρα Ψυχικής Υγείας, τα οποία όμως στην παρούσα φάση είναι υπερφορτωμένα απο περιστατικά και σημαντικά υποστελεχωμένα με την αναμονή να διαρκεί έως και 6 μήνες.
Αυτή τη στιγμή, στις διάφορες δομές της Διεύθυνσης Κοινωνικής Προστασίας και Δημόσιας Υγείας απασχολούνται 7 ψυχολόγοι. Οι υπηρεσίες ψυχολογικής υποστήριξης παρέχονται με βραχείες παρεμβάσεις του τύπου 6 με 8 συνεδρίες, με πολλούς ωφελούμενους να επιστρέφουν με διαφορετικό αίτημα. Αν σε αυτή τη συνθήκη προσθέσουμε τις συμβάσεις ορισμένου χρόνου εργασίας (συνήθως 6 με 8 μήνες μέσω προγραμμάτων οαεδ, με μια σποραδικότητα και όχι σταθερή ανανέωση μέσα στον χρόνο), δημιουργείται ένα κλίμα ασφυκτικό για τους/ις ωφελούμενους/ες, που στην πραγματικότητα μπορεί να λειτουργήσει μόνο ως μια πρόσκαιρη ανακούφιση του όποιου δυσφορικού συμπτώματος.
Τα νοσοκομεία της πόλης
Περνώντας από την πρωτοβάθμια στη δευτεροβάθμια και την τριτοβάθμια φροντίδα υγείας, καταγράφουμε ξανά την ακραία υποβάθμιση που έχει υποστεί η πόλη μας τα τελευταία 10 χρόνια. Είναι χαρακτηριστικό ότι μέσα σε μια συνθήκη όξυνσης και τεράστιων αναγκών, η πόλη έχασε δύο νοσοκομεία, το Λοιμωδών και το «Παναγία», ενώ τα υποτιθέμενα νέα νοσοκομεία, το Παιδιατρικό και το Ογκολογικό, παραμένουν στα σχέδια.
Ο αγώνας για το Λοιμωδών
Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αποτελεί το νοσοκομείο Λοιμωδών. Το κτήριο παραχωρήθηκε από το Ιταλικό κράτος στο ελληνικό δημόσιο έναντι συμβολικού μισθώματος 74 ευρώ με τον όρο να λειτουργεί αποκλειστικά ως υγειονομική δομή. Από το 1945 λειτουργούσε αδιαλείπτως, απασχολώντας 200 εργαζόμενους-ες, με δυνατότητα για 100 κλίνες, αποκτώντας σταδιακά μιας πολύτιμη εμπειρία και εξειδίκευση στον τομέα των λοιμωδών νοσημάτων και καλύπτοντας τις ανάγκες δεκάδων χιλιάδων ασθενών ετησίως από όλη την Βόρεια Ελλάδα.
Παρόλα αυτά, η κυβέρνηση της ΝΔ όμως το 2013, επί υπουργίας Άδωνι Γεωργιάδη, αποφάσισε να το κλείσει, στο πλαίσιο μνημονιακών περικοπών. Η μεταφορά των υπηρεσιών και των εργαζόμενων σε άλλα νοσοκομεία καθόλου δεν αποκατέστησε τη ζημιά, αφού το Λοιμωδών βρισκόταν μέσα σε πυκνοκατοικημένες συνοικίες και άρα σε ένα στρατηγικό σημείο για την παροχή φροντίδας στον πληθυσμό και ειδικότερα στα χαμηλότερα στρώματα και όσους/ες έχουν προβλήματα πρόσβασης στα απομακρυσμένα νοσοκομεία. Πέρα από τη δυσκολία στην πρόσβαση, το κλείσιμο του νοσοκομείου υποτίμησε την εργασιακή κι επιστημονική ικανότητα του προσωπικού του, το οποίο διαμοιράστηκε σε άλλες δομές, και σκόρπισε την κερδισμένη εξειδίκευση. Έκτοτε, καμία από τις κυβερνήσεις που ακολούθησαν δεν το άνοιξε, παρά τα σχέδια που υπήρχαν κατά καιρούς, εγκαταλείποντας ακόμα και τα απαραίτητα έργα συντήρησης και αφήνοντας επιπλέον ένα κτίριο πραγματικό στολίδι να ρημάζει.
Η αναγκαιότητα της ύπαρξης ενός νοσοκομείου στο κέντρο της πόλης αφιερωμένο στα λοιμώδη νοσήματα υπογραμμίστηκε ακόμα περισσότερο από την πανδημία και τις τραγικές της επιπτώσεις ειδικά στη Θεσσαλονίκη. Έτσι, από το 2021, μετά από πρωτοβουλία του Κοινωνικού Ιατρείου Αλληλεγγύης Θεσσαλονίκης και με τη συμμετοχή της Πόλη Ανάποδα, οργανώθηκε μία νέα εκστρατεία με αίτημα να “Να ανοίξει τώρα το νοσοκομείο «Λοιμωδών», στελεχωμένο και εξοπλισμένο”. Σε αυτό το πλαίσιο, τον Φεβρουάριο του 2022, καταθέσαμε ψήφισμα στο Δημοτικό Συμβούλιο Θεσσαλονίκης, το οποίο υιοθετήθηκε ομόφωνα, διεκδικώντας από την κυβέρνηση την επαναλειτουργία του νοσοκομείου. Παρόλα αυτά, και πέρα από κάποιες αποπροσανατολιστικές φήμες και διαρροές που προήλθαν τόσο από την κυβέρνηση, όσο και από την δημαρχία Ζέρβα, κανένα βήμα δεν έγινε προς αυτή την κατεύθυνση. Είναι σαφές, ότι η διοίκηση Ζέρβα για πολιτικούς λόγους αρνείται, ακόμα και για ένα τόσο αυτονόητο αίτημα να διεκδικήσει οτιδήποτε από την κυβέρνηση.
Εμείς, για τους λόγους που αναφέρθηκαν παραπάνω, επιμένουμε στην επαναλειτουργία του Λοιμωδών στη θέση του, επαρκώς στελεχωμένο και εξοπλισμένο κι ενταγμένο στο ενιαίο ΕΣΥ, ως ένα πρώτο και αναγκαίο βήμα για την αναβάθμιση της νοσοκομειακής περίθαλψης στην πόλη.
Για τα νέα σχεδιαζόμενα νοσοκομεία
Το νέο Παιδιατρικό Νοσοκομείο στο Φίλυρο υπήρξε η βασικότερη υπόσχεση του κράτους προς την πόλη, όσον αφορά τη δημόσια υγεία. Βέβαια, η κατασκευή του σχεδιαζόταν ήδη από το 2018 να γίνει με δωρεά του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος. Πρόσφατα, το 2023, το Ίδρυμα ανακοίνωσε ότι ακυρώνει τον διαγωνισμό, παραπέμποντας την κατασκευή του νοσοκομείου σε έναν απροσδιόριστο μελλοντικό ορίζοντα.
Σύμφωνα με την επίσημη ανακοίνωση του Ιδρύματος, ο λόγος της ακύρωσης ήταν ότι οι προσφορές όλων των κατασκευαστικών εταιρειών ήταν υπερτιμολογημένες, περίπου στο διπλάσιο της πραγματικού κόστους. Όπως διαφαίνεται οι εν λόγω εταιρείες συνέστησαν τραστ, τουλάχιστον με την ανοχή, αν όχι την προτροπή, της κυβέρνησης. Να θυμηθούμε εδώ πως λίγες μέρες πριν την ακύρωση, ο Υπουργός Υγείας ανακοίνωσε την λειτουργία με ΣΔΙΤ του υπαρκτού παιδοογκολογικού τμήματος σε νοσοκομείο της Αθήνας. Είναι πιθανό λοιπόν ότι η ίδια η κυβέρνηση οδήγησε τον διαγωνισμό σε ναυάγιο, είτε γιατί δεν θέλει την λειτουργία ενός νέου δημοσίου νοσοκομείου, είτε για να επιβάλλει νέα σύμβαση, στην οποία η λειτουργία του νέου Νοσοκομείου θα γίνει με καθεστώς ΣΔΙΤ, δηλαδή τη διοίκηση του νέου Νοσοκομείου θα την έχουν (μερικώς ή πλήρως) ιδιώτες επιχειρηματίες και θα το λειτουργούν με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια και ως κερδοφόρα επιχείρηση. Άλλωστε, η κυβέρνηση Μητσοτάκη είχε προχωρήσει προ μηνών σε νομοθετική πρωτοβουλία για την τροποποίηση της αρχικής σύμβασης με το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, προβλέποντας ότι το εν λόγω Παιδιατρικό Νοσοκομείο θα λειτουργεί ως ΝΠΙΔ, στο πνεύμα του πρόσφατου νόμου Πλεύρη.
Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι η Θεσσαλονίκη έχει ήδη εμπειρία από μια παρόμοια απόπειρα στις αρχές της δεκαετίας του 1990, όταν η τότε κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη επιχείρησε να συγκροτήσει το νέο νοσοκομείο Παπαγεωργίου ως ΝΠΙΔ, όπου ουσιαστικά -όπως σε κάθε ΣΔΙΤ- τα χρήματα μπήκαν από το κράτος και το κέρδος από τη λειτουργία προοριζόταν για τους ιδιώτες επενδυτές. Η απόπειρα αυτή οδήγησε σε χρόνια προβλήματα λειτουργίας, καθυστερήσεων, υποχρηματοδότησης και εργασιακών αυθαιρεσιών, ώσπου τελικά το νοσοκομείο εντάχθηκε στο ΕΣΥ. Έκτοτε, αποτέλεσε σημαντικό πόλο τόσο στο σύστημα εφημεριών της πόλης όσο και σε επίπεδο τακτικών εξωτερικών ιατρείων και προγραμματισμένων νοσηλειών, καθώς χτίστηκε με νέες προδιαγραφές και αποτελεί σήμερα το πιο σύγχρονο νοσοκομείο της πόλης .
Όσον αφορά τώρα τις πραγματικές ανάγκες της πόλης και του ευρύτερου πολεοδομικού συγκροτήματος, δηλαδή του υγειονομικού χάρτη της πολης, το παιδιατρικό νοσοκομείο δεν υπήρξε ποτέ η πρώτη αντικειμενική προτεραιότητα από την σκοπιά της δημόσιας δωρεάν υγείας, αλλά ούτε και υποκειμενική, καθώς δεν υπήρξε σαφές αίτημα κάποιας κοινωνικής ή συνδικαλιστικής συλλογικότητας τα τελευταία 30 χρόνια. Όπως σημειώθηκε παραπάνω, η πρώτη και σημαντικότερη προτεραιότητα ειδικά για την παιδιατρική είναι η ανάπτυξη της πρωτοβάθμιας υγείας. Σημειώνεται ωστόσο ότι η παιδιατρική κλινική του Λοιμωδών και του Παναγία έκλεισαν μαζί με την κατάργηση των Νοσοκομείων αυτών το 2013 και αυτή τη στιγμή παιδιατρικές κλινικές διαθέτουν μόνο τα μεγάλα τριτοβάθμια Νοσοκομεία (Παπαγεωργίου, ΑΧΕΠΑ, Ιπποκράτειο), καθώς και το «Γεννηματάς».
Από αυτή σκοπιά, κι εφόσον ο χωροταξικός σχεδιασμός είχε ολοκληρωθεί και το οικόπεδο στο Φίλυρο είναι παραχωρημένο και δεσμευμένο για αυτήν την χρήση, η κατασκευή του Παιδιατρικού Νοσοκομείου πρέπει να προχωρήσει άμεσα με κρατική χρηματοδότηση, ως ΝΠΔΔ, και το Νοσοκομείο να στελεχωθεί πλήρως με νέες πραγματικές προσλήψεις μονίμων υγειονομικών. Αν το ίδρυμα Σ.Ν. επιθυμεί να συνεισφέρει με τη δωρεά στην ανέγερση, δικό μας καθήκον είναι η υπεράσπιση της δημόσιας λειτουργίας και η μη ανάμιξη του ιδιώτη σε αυτή, όπως όριζε άλλωστε η αρχική σύμβαση.
Η σημαντικότερη όμως νοσοκομειακή ανάγκη αυτή τη στιγμή στην πόλη, όπως αναδεικνύεται και από τα αιτήματα των υγειονομικών, είναι ένα νέο ογκολογικό νοσοκομείο, καθώς το Θεαγένειο είναι παλιό και υπεκορεσμένο, ενώ εδώ και πολλά χρόνια σηκώνει το βάρος όλων των ογκολογικών περιστατικών της Βόρειας Ελλάδας. Επιτακτική είναι επίσης η ανάγκη για δημόσια κέντρα αποκατάστασης: είναι χαρακτηριστικό ότι στο Νομό Θεσσαλονίκης αυτή τη στιγμή υπάρχουν 7 ιδιωτικά και κανένα (!) κρατικό κέντρο αποκατάστασης.
Τέλος, άμεση ανακούφιση στις νοσοκομειακές ανάγκες της πόλης μπορεί να δώσει το Στρατιωτικό Νοσοκομείο 424, μία σύγχρονη δομή και με τεράστιες δυνατότητες αν αναπτυχθεί πλήρως. Αποτελεί λοιπόν επείγον αίτημα – πρόταση η πλήρης ένταξή του στο ΕΣΥ και στο σύστημα εφημεριών της πόλης για όλους και όλες – και όχι μόνο για τους στρατιωτικούς, τους αστυνομικούς και τις οικογένειές τους, όπως ισχύει σήμερα.
- Κοινωνική πρόνοια & αλληλεγγύη
Για εμάς, η φτώχεια δεν είναι και δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται σαν μια αντικειμενική πραγματικότητα, σαν μια φυσική καταστροφή. Αντίθετα, είναι αναπόφευκτο απότοκο, αλλά και προϋπόθεση, της ταξικής εκμετάλλευσης και του κοινωνικού αποκλεισμού. Η υποτίμηση της εργασίας, μέσω των εξαιρετικά χαμηλών μισθών και της απομείωσης του κοινωνικού μισθού (βλ. υγεία, εκπαίδευση, πρόνοια κα), οι επισφαλείς συνθήκες εργασίας, η ανεργία, η ακρίβεια, η κλοπή του εργατικού εισοδήματος μέσω της άδικης έμμεσης φορολογίας, της ακρίβειας αλλά και της κερδοσκοπίας πάνω σε στοιχειώδη αγαθά, όπως η στέγη κι η ενέργεια, αποτελούν πάγιες και αναπόσπαστες πλευρές του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, σε κάθε κοινωνία. Οι συνθήκες αυτές επιπλέον επιδεινώθηκαν ραγδαία την 15ετία της κρίσης, μέσα από συνειδητές κρατικές και δημοτικές πολιτικές, που επιδίωξαν την ανάταξη της καπιταλιστικής κερδοφορίας.
Οι ταξικές αιτίες της φτώχειας και της ανεργίας έρχονται να συνδυαστούν με τις πολιτικές περιθωριοποίησης και αποκλεισμού όλο και περισσότερων κοινωνικών ομάδων. Κορυφαίο παράδειγμα, η συνειδητή διατήρηση επί τουλάχιστον δύο δεκαετίες των μεταναστών/τριων σε μια γκρίζα ζώνη ημι-νομιμότητας και παρανομίας, η ομηρία των αδειών παραμονής και εργασίας, η άρνηση της πολιτογράφησης και των κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων που εκπορεύονται από αυτή, ο πόλεμος ενάντια στους πρόσφυγες και η ουσιαστική κατάργηση του δικαιώματος στο άσυλο, χρησιμοποιήθηκαν από το κράτος για να διατηρήσουν σε ακόμα δυσμενέστερη θέση ένα κρίσιμο τμήμα της εγχώριας εργατικής τάξης, ώστε να το αναγκάσουν να προσφέρει ακόμα πιο υποτιμημένα την εργασία του. Με αυτό τον τρόπο, παρασύρουν προς τα κάτω το σύνολο των αμοιβών: όπως υποστηρίζει ορθά ένα παλιό σύνθημα, ο ρατσισμός ρίχνει τα μεροκάματα.
Εξίσου κρίσιμη εξάλλου είναι η έμφυλη διάσταση της φτώχειας. Παρά την τυπική εξίσωση, οι γυναίκες συνεχίζουν να λαμβάνουν άνιση αμοιβή για την ίδια εργασία, ενώ παραμένουν οι πιο ευάλωτες στη λεγόμενη αγορά εργασίας, έχοντας συστηματικά μεγαλύτερα ποσοστά ανεργίας από τους άντρες. Παράλληλα, συνεχίζουν να φορτώνονται την αθέατη, «οικιακή» εργασία της κοινωνικής αναπαραγωγής, την οποία μάλιστα αυξάνεται δυσβάσταχτα από τη διάλυση του κοινωνικού κράτους και ιδιαίτερα της υγείας και της εκπαίδευσης.
Ιδιαίτερα στην πόλη μας, η απαξίωση της εργασίας και κατ’ επέκταση η φτωχοποίηση της κοινωνίας, πήρε μια ακόμα πιο άγρια μορφή, εξαιτίας της συστηματικής διάλυσης της παραγωγικής βάσης. Η αποδιάρθρωση παραδοσιακών παραγωγικών τομέων, όπως ο ιματισμός και η μεταφορά δραστηριοτήτων σε χώρες με ακόμα πιο υποτιμημένη εργασία κατά τη δεκαετία του ‘90, άφησε την κοινωνία της πόλης ακόμα πιο ευάλωτη στην οικονομική κρίση, καθιστώντας την πόλη και την περιφέρεια για χρόνια πρωταθλήτρια της ανεργίας. Στη συνέχεια, η μονοκαλλιέργεια του τουρισμού, χωρίς να αυξήσει ουσιαστικά και οριζόντια τα εισοδήματα, υποβάθμισε ακόμα περισσότερο τις σχέσεις εργασίας, ωθώντας τους νέους και τις νέες της πόλης σε κακοπληρωμένες δουλειές με κακές συνθήκες, ενώ αύξησε δυσανάλογα το κόστος ζωής, κυρίως μέσω της αύξησης των ενοικίων.
Είναι λοιπόν σαφές ότι σε αυτές τις γενικές συνθήκες, κάθε πολιτική αντιμετώπισης της φτώχειας θα είναι ανεπαρκής, αν όχι υποκριτική, στο βαθμό που δεν συνδυάζεται με την καταπολέμηση των αιτιών της. Και σε αυτό το πεδίο λοιπόν για εμάς, οι προγραμματικές προτάσεις συνδυάζονται αναγκαία με ένα ριζοσπαστικό, ουσιωδώς αντικαπιταλιστικό, αριστερό υπόβαθρο.
Παρόλα αυτά, ή ορθότερα εξαιτίας όλης αυτής της υποτίμησης της εργασίας, η υπεράσπιση της στοιχειώδους αξιοπρέπειας, ή ακόμα και της επιβίωσης, των φτωχότερων συμπολιτών δεν μπορεί να αφήνει αδιάφορη μια δημοτική αρχή – ή ένα δημοτικό σχήμα, ειδικά αν το τελευταίο επιδιώκει να εκφράζει τις ανάγκες της κοινωνικής πλειοψηφίας και των φτωχότερων στρωμάτων. Από τη σκοπιά αυτή διαμορφώνουμε τη στάση μας στα ζητήματα της κοινωνικής πρόνοιας, αναγνωρίζοντας τον αντιφατικό χαρακτήρα της κάθε θέσης και της κάθε παρέμβασης.
Αναγνωρίζουμε λοιπόν ότι μια πολιτική ανακούφισης, μέσω επιδομάτων, ή, ακόμα εντονότερα, μέσω αποσπασματικών παροχών σε είδος και υπηρεσίες, σε τελευταία ανάλυση αναπαράγει το όλο σκηνικό της φτώχειας και του αποκλεισμού. Είναι μια πολιτική από τα πάνω προς τα κάτω, η οποία καθηλώνει τους φτωχούς και τις φτωχές στο ρόλο του «εξυπηρετούμενου» ή του «ωφελούμενου», δημιουργεί σχέσεις εξάρτησης, ακόμα και πελατειακής πολιτικής εκμετάλλευσης. Την ίδια στιγμή, δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε ότι ακόμα και αυτές οι παροχές είναι κρίσιμες για την επιβίωση κάποιων από εμάς. Καθήκον μας συνεπώς είναι να παρεμβαίνουμε ώστε αφενός οι παροχές αυτές να γίνουν περισσότερο, πιο ουσιαστικές και πιο ποιοτικές, να δίνονται χωρίς αποκλεισμούς (τυπικούς, γραφειοκρατικούς, χωροταξικούς κοκ) και ταυτόχρονα με όρους που θα διασφαλίζουν τον σεβασμό και την αξιοπρέπεια αυτών που τις δικαιούνται.
Τελευταίο και σημαντικότερο: στον αντίποδα της κρατικής φιλανθρωπίας, αναπτύσσονται τα εγχειρήματα έμπρακτης κοινωνικής αλληλεγγύης. Η κοινωνική αλληλεγγύη για εμάς δεν πάει από τα πάνω προς τα κάτω, αλλά απευθύνεται στον δίπλα. Για να το καταφέρει αυτό, ο όρος είναι να συνδυάζει τη βοήθεια με την αντίσταση, την ανακούφιση με τη διεκδίκηση, την προσφορά με την αυτοοργάνωση. Τα εγχειρήματα κοινωνικής αλληλεγγύης οφείλουν να τείνουν διαρκώς προς την κατάργηση της διάκρισης μεταξύ «αλληλέγγυου» και «ωφελούμενου», ακόμα κι αν γνωρίζουμε ότι αυτός είναι στόχος κι όχι προϋπόθεση, δίνοντας τον λόγο και τη δύναμη στους ίδιους τους ανθρώπους της ανάγκης.
Στα χρόνια της κρίσης, στην πόλη μας αναπτύχθηκαν πολλές κι ενδιαφέρουσες δομές κοινωνικής αλληλεγγύης: σχολεία ελληνικών κι ενισχυτικής διδασκαλίας, κουζίνες αλληλεγγύης, παροχή νομικών συμβουλών κα. Η υποχώρηση των κοινωνικών κινημάτων μετά το 2015 παρέσυρε και αυτές τις πρωτοβουλίες. Ωστόσο ακόμα και τώρα κάποιες συλλογικότητες συνεχίζουν, ή αντίστοιχες νέες σχηματίζονται. Ως Πόλη Ανάποδα κάναμε λιγότερα από όσα θα θέλαμε στον τομέα αυτό, αναπτύσσοντας λίγες, συμβολικές δράσεις (τα «Κουτιά αλληλεγγύης» κατά τη διάρκεια της πανδημίας, η συλλογή αγαθών σε περιπτώσεις ανάγκης κ.ά.).
Η κοινοτική προσέγγιση
Αυτή τη στιγμή, σύμφωνα με τα στοιχεία του Δήμου, οι προνοιακές του πολιτικές αφορούν τους εξής:
- Σε σχέση με τα χρηματικά βοηθήματα για την αντιμετώπιση έκτακτων αναγκών, ενδεικτικά, για το έτος 2022 ενισχύθηκαν οικονομικά 76 πολίτες με συνολικό ποσό δαπάνης 70.800 €.
- Η βοήθεια σε είδος (χρηματοδοτούμενη από το Ταμείο Ευρωπαϊκής Βοήθειας προς τους Απόρους – ΤΕΒΑ) δίνεται συμπληρωματικά, με όρο τη μη σε άλλες δράσεις (κοινωνικό παντοπωλείο και συσσίτιο) που χρηματοδοτούνται από ευρωπαϊκά κονδύλια για δημοσιονομικούς λόγους
- Οι δικαιούχοι του επιδόματος στέγασης είναι περίπου 5.000 ανά έτος, ενώ επίδομα γέννησης έλαβαν 76 άτομα το 2022. Τα επιδόματα αυτά, όπως και το ΚΕΑ, είναι κρατικά και ο ρόλος του Δήμου είναι να διεκπεραιώνει τα αιτήματα.
- Παραπλεύρως, και χωρίς ιδιαίτερα στοιχεία για την αποτελεσματικότητά τους, γνωρίζουμε ότι λειτουργεί το Κοινωνικό Παντοπωλείο, το Κοινωνικό Πλυντήριο (δωρεά γνωστής πολυεθνικής) και το Κοινωνικό Οδοντιατρείο σε συνεργασία με την ΜΚΟ Άρσις.
Είναι σαφές ότι οι αριθμοί αυτοί δεν αποτυπώνουν σε τίποτα τις πραγματικές ανάγκες και άρα οι δομές και οι παροχές απολύτως ανεπαρκείς. Δεν μπορούμε όμως να μείνουμε στα αιτήματα για αύξηση των δικαιούχων ή για τακτικότερη παροχή του ΤΕΒΑ, με περισσότερα αγαθά – πράγματα αυτονόητα και αναγκαία.
Για εμάς, η καλύτερη προσέγγιση για μια δημοτική πολιτική κοινωνικής πρόνοιας που διασφαλίζει τους παραπάνω όρους αποτελεσματικότητας, συμπεριληπτικότητας και αξιοπρέπειας, αλλά και που μπορεί να συνδυαστεί με την κοινωνική αλληλεγγύη, είναι αυτή της κοινότητας και των κοινοτικών κέντρων.
Οι ανάγκες πρέπει να αντιμετωπίζονται εκεί που εμφανίζονται και εκδηλώνονται, δηλαδή στις γειτονιές των ανθρώπων. Η κοινωνική πρόνοια οφείλει να πηγαίνει αυτή στους ανθρώπους που την χρειάζονται, κι όχι να καλεί τους «ωφελούμενους» να λάβουν την όποια βοήθεια πηγαίνοντας σε σημεία ξένα και ανοίκεια και ακολουθώντας γραφειοκρατικές διαδικασίες που στην πράξη τους αποκλείουν. Ακόμα και μία τέτοια χωρική μετατόπιση, αλλάζει άρδην τους όρους αξιοπρέπειας όποιας παροχής.
Ακόμα σημαντικότερο όμως είναι ότι τα κέντρα κοινότητας, σε αντιστοιχία με όσα ειπώθηκαν παραπάνω για την πρωτοβάθμια υγεία, κατάλληλα εξαπλωμένα στον αστικό ιστό, μπορούν να αναγνωρίζουν και να προλαμβάνουν τις συγκεκριμένες ανάγκες κάθε γειτονιάς. Μπορούν να διευκολύνουν την πρόσβαση στις υπηρεσίες, να συνδυάσουν διαφορετικές παροχές και υπηρεσίες και να εξασφαλίσουν καλύτερο αποτέλεσμα με τους ίδιους πόρους – στο βαθμό βέβαια που οι τελευταίοι δεν είναι ανεπαρκείς. Τέλος, τα κέντρα κοινότητας μπορούν να αξιοποιήσουν καλύτερα την ίδια την κοινωνική προσφορά και συνεργασία και σταδιακά να μεταβληθούν σε χώρους αυτοοργάνωσης, έκφρασης, πολιτισμού των ίδιων των κατοίκων που τα χρειάζονται, ζωντανεύοντας τις γειτονιές και τον δημόσιο χώρο και σπάζοντας στην πράξη τον καθηλωτικό ρόλο του «ωφελούμενου».
Παιδική Προστασία
Είναι σημαντικό να δοθεί έμφαση στην πρόληψη και όχι στην ενεργοποίηση του συστήματος προστασίας του παιδιού μετά την έκβαση αρνητικών γεγονότων. Το ζήτημα αφορά κυρίως στον κεντρικό κράτος όπου υπάρχουν σοβαρές ελλείψεις. Η δημοτική υπηρεσία προστασίας ανηλίκων (ΟΠΑ) θα έπρεπε να έχει ως στόχο την πρόληψη και την καταγραφή των αναγκών των παιδιών στο κάθε δημοτικό διαμέρισμα, ένα εργαλείο θα μπορούσε να είναι η κοινωνική εργασία στο δρόμο (outreach, detached or street work) με έμφαση τη διερεύνηση της κοινότητας για τον εντοπισμό και την παρέμβαση σε περιπτώσεις προστασίας ανηλίκων (πχ. παιδιά που εκμεταλλεύονται μέσω της εργασίας στο δρόμο, της μαύρης εργασίας σε επιχειρήσεις, της παραβατικότητας, της σεξουαλικής εκμετάλλευσης, μη παρακολούθησης σχολείου, κλπ.).
Ωστόσο, η υποστελέχωση της υπηρεσίας, σε συνδυασμό με το μεγάλο φόρτο των υποθέσεων, έχουν ως αποτέλεσμα την καθυστερημένη ανταπόκριση της υπηρεσίας σε υποθέσεις ανηλίκων σε κάθε μορφή κινδύνου. Έτσι σήμερα ο Δήμος στην πράξη δεν επεμβαίνει όταν βλέπει να επαιτούν ανήλικα στο δρόμο, ούτε ερευνά την ευθύνη των γονέων τους για την απομάκρυνση των παιδιών από το σχολικό περιβάλλον.
Η ποιότητα των ερευνών που πραγματοποιούνται από τις κοινωνικές υπηρεσίες των δήμων με σκοπό τη διερεύνηση των συνθηκών διαβίωσης και της καταλληλότητας ή μη του περιβάλλοντος του παιδιού παραμένει σοβαρό ζήτημα. Υπάρχουν σοβαρές ελλείψεις στην κατάρτιση των εργαζομένων στον εντοπισμό της εμπορίας, σεξουαλικής κακοποίησης ή εκμετάλλευσης, έμφυλης βίας, χρήση ουσιών, κάθε μορφή καταπάτησης δικαιωμάτων των ανηλίκων.
Ανήλικα θύματα ενδοοικογενειακής βίας με κοινωνικές εκθέσεις υπέρ της απομάκρυνσης από το οικογενειακό περιβάλλον δεν υλοποιούνται λόγω έλλειψης δομών προστασίας. Οι διαδικασίες των αστυνομικών επιχειρήσεων δεν είναι σε καμία περίπτωση φιλικές προς το παιδί. Οι εμπλεκόμενοι αστυνομικοί δεν είναι εκπαιδευμένοι κατάλληλα και συχνά οι ανήλικοι που καταγγέλλουν εκτίθενται σε άμεσο κίνδυνο.
Ιδιαιτέρως προβληματικό κι ελλιπές είναι επίσης το πλαίσιο προστασίας παιδιών που κάνουν περιστασιακή χρήση ουσιών ή είναι ουσιοεξαρτημένα. Υπάρχει απόλυτη απουσία πλαισίου υποδοχής, υποστήριξης και ένταξης. Εγκαταλείπονται σε νοσοκομεία χωρίς ειδικότερη υποστήριξη ενώ αργότερα επιστρέφουν στο ίδιο οικογενειακό περιβάλλον. Στη χώρα μας σήμερα δεν υπάρχει ούτε ένας χώρος φιλοξενίας των παιδιών αυτών. Ως εκ τούτου, οι λοιποί χώροι φιλοξενίας κρίνονται ακατάλληλοι για τη φιλοξενία, θεραπεία και προστασία των παιδιών.
Οι χώροι φιλοξενίας ανηλίκων που βρίσκονται σε κίνδυνο ή οποιοδήποτε καθεστώς ευαλωτότητας, όχι μόνο δεν είναι επαρκείς σε αριθμό ή υπολειτουργούν, αλλά και κάποιοι από αυτούς, αδυνατώντας να ανταπεξέλθουν σε λειτουργικά έξοδα ή άλλες ανάγκες και λόγω έλλειψης κονδυλίων, αναστέλλουν τη λειτουργία τους ή κλείνουν οριστικά. Για παράδειγμα, η Μονάδα Εφήβων του ΑΧΕΠΑ.
Ειδικότερα για τα παιδιά με αναπηρία κι ακόμα περισσότερο αυτά που προέρχονται από τον προσφυγικό πληθυσμό ή άλλες ευάλωτες ομάδες:
- Σε σχέση με την ολιστική θεραπευτική και εκπαιδευτική παρέμβαση, δεν υπάρχει δυνατότητα δωρεάν πρόσβασης τους σε απαραίτητες θεραπείες – λογοθεραπεία, εργοθεραπεία, φυσιοθεραπεία, θεραπευτική γυμναστική, ειδική αγωγή, πρώιμη παρέμβαση – οι οποίες θα συντελούσαν στην ανάπτυξη βασικών δεξιοτήτων σε κάθε αναπτυξιακό τομέα π.χ. γνωστικό, κινητικό, κιναισθητικό, συναισθηματικό. Έτσι, τα παιδιά στερούνται όλων αυτών των θεραπειών κι εκπαιδευτικών διαδικασιών που θα προήγαγαν τη σωματική και ψυχική τους υγεία.
- Δεν υπάρχει πρόνοια για φαρμακευτική και υλική υποστήριξη, ώστε να διασφαλίζεται η σωματική/οργανική υγεία και η ποιοτική καθημερινότητα των παιδιών με αναπηρία. Π.χ. ειδικές φαρμακευτικές αγωγές που κοστίζουν πολύ, ειδική διατροφή και συμπληρώματα βιταμινών, υποστηρικτικά μέσα κινητικής αυτονόμησης (προσαρμοσμένα – στη σωματική διάπλαση του κάθε παιδιού- αμαξίδια, ορθοστάτες, προθετικές παρεμβάσεις/νάρθηκες).
- Δεν υπάρχει δυνατότητα οικονομικής υποστήριξης και κατάλληλης καθοδήγησης στις περιπτώσεις που είναι αναγκαίες χειρουργικές επεμβάσεις.
- Συμπληρωματικά, οι γονείς/κηδεμόνες τους δεν πλαισιώνονται επαρκώς (ή και καθόλου) από δίκτυο ειδικών για τη σωστή ενημέρωση, συμβουλευτική υποστήριξη, ψυχολογική υποστήριξη κι εκπαίδευση τους, ώστε να ανταπεξέλθουν στην καθημερινή φροντίδα των παιδιών τους.
Αντίστοιχα ανύπαρκτη είναι η υποστήριξη του Δήμου στους νέους και τις νέες (άνω των 16 ετών) καθώς και η ανάγνωση των αναγκών αυτής της ηλικιακής ομάδας και η οργανωμένη και ορθά σχεδιασμένη παροχή χώρων και δραστηριοτήτων για αυτούς.
Τρίτη Ηλικία
Η βασική δημοτική δομή που αφορά την τρίτη ηλικία είναι το ΚΑΠΗ. Η σημασία τους για την ιατρική, κοινωνική, ψυχολογική και ψυχαγωγική στήριξη των ανθρώπων ήταν κρίσιμη και η ίδρυσή τους αποτέλεσε τομή για το κοινωνικό κράτος. Τις τελευταίες δεκαετίες ωστόσο η πορεία των κέντρων είναι φθίνουσα, ενώ η έλλειψη πόρων και προσωπικού τους απαγορεύει να αναλάβουν τις πρωτοβουλίες που πρέπει, όπως για παράδειγμα η υποστήριξη του ψηφιακού εγγραματισμού. Λόγω κτιριακών ζητημάτων και ελλιπούς λειτουργίας, τίθεται και θέμα προσβασιμότητας. Παράλληλα, υπάρχει επίσης το Κέντρο Ημερήσιας Φροντίδας Ηλικιωμένων, το οποίο εξυπηρετεί τις καθημερινές ως και 17 άτομα, με 4 εργαζόμενους/ες. Οι αριθμοί είναι ενδεικτική της εμβέλειας του.
Το Βοήθεια στο Σπίτι, το οποίο αποτελεί αρμοδιότητα του Δήμου και υλοποιείται από το ΚΑΠΗ, θα μπορούσε να είναι ένα πρότυπο πρόγραμμα πρωτοβάθμιας φροντίδας, τόσο σε επιπεδο ψυχοκοινωνικών παρεμβάσεων όσο και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης. Ωστόσο, το πρόγραμμα πάσχει αυτή τη στιγμή λόγω της μόνιμης υποστελέχωσης και των άθλιων, επισφαλών σχέσεων εργασίας. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Δήμου, στο πρόγραμμα σήμερα απασχολούνται 17 άτομα, εκ των οποίων 8 οικογενειακοί βοηθοί, για 250 περίπου ωφελούμενους/ες. Οι αριθμοί είναι ενδεικτικοί της αναντιστοιχίας με τις πραγματικές ανάγκες μιας πόλης με 325.000 μόνιμο πληθυσμό. Εξάλλου, παραμένει ασύνδετο με τις -ανεπαρκείς- δομές της πρωτοβάθμιας υγείας. Έτσι, το πρόγραμμα αυτή τη στιγμή περιορίζεται σε απολύτως στοιχειώδη νοσοκομειακές ή βοηθητικές υπηρεσίες.
Για να επιτελέσει τον ρόλο του, το πρόγραμμα θα πρέπει μακροπρόθεσμα να συνδεθεί με την πρωτοβάθμια υγεία, αποτελώντας μέρος της προσέγγισης και της φροντίδας του πληθυσμού στην κοινότητα. Όσο η κατάσταση της πρωτοβάθμιας υγείας δεν επιτρέπει μια τέτοια ριζική ανασυγκρότηση, το πρόγραμμα πρέπει να επεκταθεί, να απλωθεί σε όλο το εύρος του Δήμου, να καλύψει πολύ μεγαλύτερο αριθμό ωφελούμενων και φυσικά για να το κάνει αυτό, πρέπει να στελεχωθεί άμεσα με εξειδικευμένο προσωπικό (ψυχολόγους, κοινωνικούς λειτουργούς, νοσηλευτές, οικιακούς βοηθούς), το οποία και σαφώς πρέπει να προσληφθεί με μόνιμες εργασιακές σχέσεις, σε συνθήκες εργασιακής αξιοπρέπειας.
Στήριξη Οικογενειακής ζωής
Στον Δήμο Θεσσαλονίκης λειτουργούν αυτή τη στιγμή:
- 5 βρεφονηπιακοί και 10 παιδικοί σταθμοί αρμοδιότητας της Διεύθυνσης Παιδικών Σταθμών,
- 4 βρεφονηπιακοί και 4 παιδικοί σταθμοί αρμοδιότητας του Ν.Π.Δ.Δ. ΟΒΡΕΠΟΜ
- 1 βρεφονηπιακός σταθμός αρμοδιότητας του Ιδρύματος Δημοτικό βρεφοκομείο Ν.Π.Δ.Δ. «Άγιος Στυλιανός».
Η επιλογή γίνεται με μοριοδότηση κοινωνικών και εισοδηματικών κριτηρίων. Η συνολική τους δυναμικότητα έχει πέσει από τα 909 βρέφη και νήπια το 2019, σε 684 το 2023. Είναι σαφές ότι αυτή η δυναμική δεν καλύπτει τις αυξημένες λόγω κρίσης ανάγκες των οικογενειών της πόλης. Κεντρικό ζητούμενο είναι λοιπόν η αύξηση της συνολικής δυναμικής και κυρίως των θέσεων για νήπια, ακόμα και μετατροπή των θέσεων για βρέφη.
Στο Δήμο Θεσσαλονίκης λειτουργούν σήμερα 5 Κέντρα Δημιουργικής Απασχόλησης Παιδιών (ΚΔΑΠ), εκ των οποίων 4 βρίσκονται ανατολικά της πόλης και 1 στην Τριανδρία, και 1 ΚΔΑΠ για παιδιά με αναπηρία, υπό την ΚΕΔΗΘ (Κοινωφελή Επιχείρηση του Δήμου Θεσσαλονίκης). Σημαντικό για την βελτίωση των παρεχόμενων υπηρεσιών είναι η σταθεροποίηση των σχέσεων εργασίας των εργαζομένων, η επέκταση των δομών και σε άλλα δημοτικά διαμερίσματα καθώς και η ανάπτυξη υπηρεσιών που ουσιαστικά θα στηρίζουν την οικογένεια και θα εναρμονίζουν την οικογενειακή και επαγγελματική ζωή, βασικός στόχος του προγράμματος. Η στήριξη των οικογενειών σε αυτό το ρευστό περιβάλλον είναι καθοριστικής σημασίας και δεν αφορά μόνο στην απασχόληση των παιδιών αλλά και στην ουσιαστική υποστήριξη όλων των μορφών οικογένειας.
Ειδικά ως προς το ΚΔΑΠ για παιδιά με αναπηρία, πρόσφατα έφτασαν ως το Δημοτικό Συμβούλιο οι διαμαρτυρίες των γονέων και των εργαζομένων για την ακαταλληλότητα του κτιρίου. Είναι επιτακτική ανάγκη λοιπόν να βρεθεί ισόγειο κτήριο σε κατάλληλη τοποθεσία στο κέντρο της πόλης, ώστε να μεταστεγαστεί άμεσα το ΚΔΑΠ.
- Φύλο και κοινωνική πολιτική
Εργαζόμενες κόρες και μητέρες
Στις σημερινές κοινωνίες, οι γυναίκες συνήθως αναλαμβάνουν, πέρα από την εργασία τους, το μεγαλύτερο (αν όχι ολόκληρο) το βάρος της κοινωνικής αναπαραγωγής, φροντίζοντας τα παιδιά και τους γονείς τους (ή τα παιδιά και τους γονείς συγγενών και τρίτων, ως επί των πλείστων με χαμηλές αμοιβές και κακές εργασιακές σχέσεις). Επιπλέον, οι γυναίκες αμείβονται χαμηλότερα από τους άνδρες συναδέλφους τους για την ίδια δουλειά. Οι μητέρες χωρίς υποστηρικτικό δίκτυο στον τόπο διαμονής τους είναι ακόμα πιο ευάλωτες και δέσμαιες των καταπιεστών και των κακοποιητών τους, καθώς σε περίπτωση αποχώρησης από την οικογενειακή κατοικία συνήθως αναλαμβάνουν εξ ολοκλήρου το βάρος ανατροφής των παιδιών τους. Ο Δήμος Θεσσαλονίκης οφείλει να στηρίζει έμπρακτα τις εργαζόμενες μητέρες και να αμβλύνει τις ανισότητες που η σύγχρονη πατριαρχική καπιταλιστική κοινωνία τους επιβάλλει. Σε αυτό το πλαίσιο διεκδικούμε:
- Περισσότερους, ποιοτικότερους και με διευρυμένο ωράριο λειτουργίας βρεφονηπιακούς σταθμούς.
- Κέντρα δημιουργικής απασχόλησης παιδιών με ειδική πρόβλεψη για την κάλυψη αναγκών των μονογονεϊκών οικογενειών με εργαζόμενους σε νυχτερινές βάρδιες.
- Ολοκληρωμένη σίτιση των παιδιών στις παραπάνω δραστηριότητες.
- Ειδική μέριμνα για πρόσβαση στο σύνολο των λοιπών υπηρεσιών του Δήμου κατά τις απογευματινές ώρες ή απομακρυσμένα.
- Ενίσχυση των υπηρεσιών φροντίδας ηλικιωμένων και ΑμεΑ (βλ. παραπάνω).
Εκπροσώπηση
Όπως αναφέρεται και προηγουμένως, για να καταφέρουμε να κάνουμε μια πόλη πιο φεμινιστική είναι κρίσιμο γυναίκες και ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα να συμμετέχουν στο σχεδιασμό της και να έχουν λόγο στη λήψη αποφάσεων που γίνονται σχετικά με αυτήν. Αυτό δεν μπορεί να συμβεί χωρίς επαρκή εκπροσώπηση στην αυτοδιοίκηση. Η χρήση των ποσοστώσεων, ως θετικές διακρίσεις, στα όργανα αυτοδιοίκησης μπορεί να βοηθήσει ώστε οι φωνές των γυναικών και ΛΟΑΤΚΙ+ υποκειμένων να ακούγονται περισσότερο. Φυσικά, αυτό δεν είναι σε καμία περίπτωση αρκετό, ούτε σημαίνει ότι θα λυθούν άμεσα όλα τα ζητήματα, όμως είναι ένα σημαντικό βήμα εκπροσώπησης όσων υποεκπροσωπούνται σταθερά εδώ και δεκαετίες σε όλους τους τομείς της πολιτικής ζωής.
Αντιμετώπιση έμφυλης βίας – Αποτύπωση υφιστάμενης κατάστασης
Ο Ξενώνας φιλοξενίας γυναικών θυμάτων βίας έχει δυναμικότητα 20 άτομα, ενώ τον τελευταίο χρόνο έχει φιλοξενήσει συνολικά 24 άτομα (11 γυναίκες και 13 παιδιά), διαφόρων εθνικοτήτων, χωρίς να έχει ξεπεράσει τη δυναμικότητά του. Στον Ξενώνα απασχολούνται εννιά (9) στελέχη σε θέσεις εργασίας, τα οποία έχουν προσληφθεί από το Δήμο με διαδικασίες ΑΣΕΠ, με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, ανανεούμενη κατά έτος.
Καθώς οι Ξενώνες αυτοί λειτουργούν με αυξημένη εχεμύθεια για την υποστήριξη των θυμάτων, δεν μπορούμε να κρίνουμε εύκολα τη λειτουργική επάρκειά τους σε σχέση με τις τοπικές ανάγκες της κοινωνίας της Θεσσαλονίκης. Η διαδικασία όμως που προβλέπεται για την «εισαγωγή» στον Ξενώνα -όπως και στην περίπτωση χρήσης του Υπνωτηρίου Αστέγων – περιλαμβάνει μια χρονοβόρα διαδικασία λήψης πιστοποιητικών υγείας (σωματικής και ψυχικής), η οποία την καθιστά απωθητική για τα θύματα και αναποτελεσματική όσον αφορά το στόχο: την προστασία και μείωση της βλάβης από τον κίνδυνο αστεγίας ή την ίδια την αστεγία. Εάν λοιπόν ενδιαφέρει η πραγματική αντιμετώπιση της έμφυλης βίας, κρίνεται αναγκαίο να προστεθεί στις ήδη υπάρχουσες τυπικές διαδικασίες λειτουργίας και εισαγωγής στους ξενώνες η άμεση παροχή στέγης σε θύματα έμφυλης βίας από την επόμενη κιόλας στιγμή της καταγγελίας. Επιπλέον, λύση θα πρέπει να προβλεφθεί για τη φιλοξενία παιδιών αρσενικού βιολογικού φύλου άνω των 12 ετών, τα οποία μέχρι στιγμής δεν επιτρέπεται να φιλοξενούνται σε δομές κακοποιημένων γυναικών καθιστώντας μη προσβάσιμη ουσιαστικά αυτή την τόσο σημαντική παροχή για μια κατηγορία κακοποιημένων γυναικών με αγόρια μεγαλύτερων ηλικιών.
Για τα θέματα Ισότητας των Φύλων έχει συσταθεί με Απόφαση Δημοτικού Συμβουλίου (ΑΔΣ 203/2016 & 173/2022 τελευταία επικαιροποίηση), Δημοτική Επιτροπή Ισότητας των Φύλων, σύμφωνα με τους όρους του Ν. 4604/2019 (άρθρο 70 Α) ως προς τη σύνθεση και τις αρμοδιότητές της κι έχει συνταχθεί σχέδιο δράσης για την ισότητα των Φύλων. Μέχρι τώρα, το έργο συνίσταται σε δράσεις ενημέρωσης-ευαισθητοποίησης από το επιστημονικό προσωπικό του Ξενώνα σε σχολεία-βιβλιοθήκες με αφορμή και τις Παγκόσμιες Ημέρες «Βίας κατά των Γυναικών» και «Γυναίκας». Και εδώ, η όποια ενημέρωση για τους μηχανισμούς και τα εργαλεία που έχει μια γυναίκα στα χέρια της ώστε να μπορέσει να προστατευτεί από την έμφυλη βία ή να αποκαταστήσει τις βλάβες που της έχουν δημιουργηθει, είναι περισσότερο εθιμοτυπική παρά αποτελεί ένα μακροχρόνιο σχεδιασμό έτσι ώστε να φτάσει η πληροφορία και σε κάθε κάτοικο της πόλης και οι γυναίκες να ενδυναμωθούν και να βρουν το κουράγιο να αφήσουν και να καταγγείλουν τους κακοποιητές τους. Η βασική μας πρόταση συνεπώς εδώ τη διαρκή πραγματοποίηση εκστρατειών στις γειτονιές ενάντια στην έμφυλη βία και ενημέρωσης των γυναικών για το πού μπορούν να απευθυνθούν σε μια τέτοια περίπτωση.
- Ένταξη Προσφύγων/ισσων & Μεταναστών/τριων
Ένταξη Προσφύγων & Μεταναστών
Το Συμβούλιο Ένταξης Μεταναστών και Προσφύγων (ΣΕΜΠ) είναι συμβουλευτικό όργανο του Δήμου για την ενίσχυση της ένταξης των μεταναστών και των προσφύγων στην τοπική κοινωνία. Παρόλα αυτά, αυτή τη στιγμή ο ρόλος του είναι μάλλον διακοσμητικός κι η αποτελεσματικότητά του μηδαμινή.
Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2023 έγιναν δύο απόπειρες συνεδρίασης του Συμβουλίου (τις δύο προηγούμενες χρονιές η λειτουργία ήταν ακόμα πιο υποτυπώδης), οι οποίες απέτυχαν λόγω έλλειψης απαρτίας. Ενδεικτικά, στην τελευταία (22/6/2023) απόπειρα συμμετείχαν μόνο 3 μέλη, από τους/τις έξι δημοτικούς συμβούλους της σύνθεσης, μόνο η πρόεδρος του ΣΕΜΠ και αντιδήμαρχος Κοινωνικής Πολιτικής κα. Κοσμοπούλου, και δύο από τις/τους εκπροσώπους των πέντε μεταναστευτικών οργανώσεων της σύνθεσης.
Η συστηματική μη συμμετοχή από την πλευρά της διοίκησης και των άλλων παρατάξεων που έχουν ορίσει τα μέλη αντανακλά την εγνωσμένη αδιαφορία τους για τα ζητήματα των μεταναστ(ρι)ών. Το σημαντικό όμως είναι η απουσία και των μεταναστευτικών κοινοτήτων. Οι αιτίες είναι πολλές: πολλές παλαιότερες κοινότητες έχουν διαλυθεί τα τελευταία χρόνια λόγω αποχώρησης των μελών προς άλλες χώρες, ενώ η γραφειοκρατική δομή και οι διαδικασίες που ακολουθεί το ΣΕΜΠ καθιστά δύσκολη την αντικατάσταση. Το σημαντικό όμως είναι ότι αυτή η έλλειψη ενδιαφέροντος αντανακλά την απουσία προσδοκίας εκ μέρους των μεταναστευτικών κοινοτήτων σε σχέση με τη συμμετοχή τους στο ΣΕΜΠ, καθώς κρίνουν ότι η θεματολογία που επιλέγει και η αποτελεσματικότητα στη λειτουργία του δεν έχουν να προσφέρουν πολλά στην υπόθεσή τους.
Για εμάς, η λειτουργία του Συμβουλίου θα πρέπει:
- Να επιτρέπει τη συμμετοχή όλων των συγκροτημένων μεταναστευτικών κοινοτήτων στην πόλη και να ασκεί πραγματική προσπάθεια ώστε να τους αναζητά και τους προσκαλεί. Σε αυτή την κατεύθυνση μπορούν να συμβάλλουν σημαντικά οι παλαιότεροι σύλλογοι που συμμετέχουν. Σε κάθε περίπτωση, οι μετανάστες/τριες μέλη του ΣΕΜ θα πρέπει να εκλέγονται από τις κοινότητες τους. Τα δε εκλεγμένα μέλη εκλέγουν τον Πρόεδρο. Οι επιλογή των μεταναστών και προσφύγων μελών από το Δημοτικό Συμβούλιο καθιστά τη λειτουργία του ΣΕΜ ασφυκτικά ελεγχόμενο κι ετεροπροσδιοριζόμενο.
- Να εμπλέκει ενεργά τις κοινότητες στη διαμόρφωση της ατζέντας και των προτάσεων.
- Να εξασφαλίσει την προώθηση των γνωμοδοτικού χαρακτήρα αποφάσεων του Συμβουλίου προς το Δημοτικό Συμβούλιου και τη διοίκηση και να πιέζει για την αποδοχή.
- Να ενισχυθεί με ουσιαστική εξουσία και να υπερβεί τον συμβουλευτικό ρόλο, πχ. να αναβαθμιστεί με ρόλο Συντονιστή στα θέματα μεταναστευτικής πολιτικής του δήμου. Ως Συντονιστής θα έχει τη δυνατότητα συντονισμού της διαχείρισης ευρωπαικών, εθνικών ή κι άλλων χρηματοδοτικών προγραμμάτων για θέματα μεταναστών και προσφύγων.
- Να εξασφαλίζει τη σταθερή συμμετοχή των συμβούλων – μελών και τη συμμετοχή των αρμόδιων αντιδημάρχων και του δημάρχου στις συνεδριάσεις του.
- Να διαθέτει επαρκή γραμματειακή, τεχνική και επιστημονική υποστήριξη από προσωπικό του Δήμου.
Το Κέντρο Ένταξης Μεταναστών (ΚΕΜ) ως τοπικό σημείο αναφοράς για υποδοχή, παροχή ποιοτικών ευρέως φάσματος υπηρεσιών και διασύνδεση μεταναστών με υπηρεσίες και προγράμματα περιορίζεται κυρίως στη διεκπεραίωση αιτημάτων για επιδοματικές παροχές, στη λήψη και παραπομπή αιτημάτων σε άλλες υπηρεσίες, στην καταγραφή των μεταναστών, καθώς και στη διαμεσολάβηση/διερμηνεία, τη συμβουλευτική και την ψυχοκοινωνική στήριξη.
Για την υλοποίηση των δράσεων του ΚΕΜ – όπως μαθήματα, διαπολιτισμικές δράσεις κλπ – δεν υπάρχει τακτικό προσωπικό (Συμβάσεις Ορισμένου Χρόνου). Ακόμα και το τακτικό προσωπικό πραγματοποιεί τις αρμοδιότητες με Συμβάσεις μερικής απασχόλησης.
Βάσει αρμοδιοτήτων, ο Νομικός παρέχει συμβουλευτικές υπηρεσίες σε περιπτώσεις παραβίασης των ανθρωπίνων και οικονομικών – κοινωνικών δικαιωμάτων των ομάδων στόχου και διακρίσεων, ξενοφοβίας ή ρατσισμού και για εργασιακά θέματα. Φροντίζει για προώθηση περιστατικών στο Συνήγορο του Πολίτη/Παιδιού, και στις αρμόδιες υπηρεσίες και φορείς για την παιδική προστασία, την προστασία θυμάτων εμπορίας ανθρώπων, ενδοοικογενειακής και ρατσιστικής βίας. Αυτή τη στιγμή, δεν διαθέτουμε δεδομένα για την αποτελεσματικότητα αυτού του έργου.
Σημαντική αρμοδιότητά του είναι επίσης η υποστήριξη και συμβουλευτική για τη σύνταξη καταστατικών για συλλόγους, οργανώσεις μεταναστών / προσφύγων, κάτι που δεν φαίνεται να έχει συμβεί συστηματικά, όπως αντανακλάται και στη σύνθεση του ΣΕΜΠ (βλ. παραπάνω).
Αντίστοιχα, ο Ψυχολόγος διενεργεί ψυχολογικές αξιολογήσεις και παρέχει ψυχολογική στήριξη σε ατομικό και οικογενειακό επίπεδο, ανιχνεύει τραύματα που σχετίζονται με την αναγκαστική εκτόπιση, την εμπορία και εκμετάλλευση ατόμων κυρίως γυναικών και ανηλίκων, εμπειρίες κακοποίησης, βασανιστηρίων, αναπηριών, φυλακίσεων, κοινωνικής απομόνωσης και συναισθηματικών διαταραχών και παρέχει σχετική στήριξη σε συνεργασία με κοινωνικές υπηρεσίες. Ούτε εδώ υπάρχουν στοιχεία το πόσες περιπτώσεις έχουν υποστηριχθεί μέχρι τώρα από το Ψυχολόγο του ΚΕΜ και ποια ήταν τα αποτελέσματα.
Η γενική εικόνα λοιπόν που προκύπτει από το ΚΕΜ και το ΣΕΜΠ, είναι αντίστοιχη με αυτή από τις άλλες κοινωνικές υπηρεσίες: τυπικά, υπάρχουν διάφορες δομές οι οποίες προσφέρουν θεωρητικά ένα πλήθος υπηρεσιών, υλοποιούν προγράμματα κοκ, αλλά στην πράξη οι ενδιαφερόμενοι κάτοικοι είτε αγνοούν, αφού δεν υπάρχει σχετική ενημέρωση, είτε αποκλείονται από τις παρεχόμενες υπηρεσίες. Τα αποτελέσματα λοιπόν είναι είτε άγνωστα, είτε πενιχρά ως ανύπαρκτα.
Νομιμοποίηση και δικαίωμα ψήφου
Το σημαντικότερο ωστόσο ζητούμενο όσο αφορά την ένταξη προσφύγων/ισσων και μεταναστών/τριων είναι ο αποκλεισμός τους από τα πολιτικά δικαιώματα. Άλλωστε, οι διαδικασίες νομιμοποίησης ή παροχής ασύλου αποκλείουν τη μεγάλη πλειοψηφία, όπως και η διαδικασία πολιτογράφησης, με τις γνωστές εξετάσεις ελληνομάθειας. Έτσι, ελάχιστοι κι ελάχιστες μετανάστες/τριες ή πρόσφυγες/ισσες έχουν δικαίωμα ψήφου. Κεντρικά αίτηματα για εμάς λοιπόν είναι:
- Η νομιμοποίηση, χωρίς όρους και προϋποθέσεις (αριθμός ενσήμων κ.ο.κ.) που αποκλείουν τη μεγάλη πλειοψηφία, όλων των μεταναστών/τριων που ζουν κι εργάζονται στη χώρα.
- Η παροχή ασύλου στους πρόσφυγες και τις προσφύγισσες που επιλέγουν να μείνουν εδώ.
- Η παροχή δικαιώματος ψήφου, πρώτα από όλα στις αυτοδιοικητικές εκλογές, στους/ις μετανάστες/τριες και πρόσφυγες/ισσες.
- Η ριζική αλλαγή της διαδικασίας πολιτογράφησης για τους επί μακρόν διαμένοντες, ώστε να αποκτήσουν τα πλήρη δικαιώματα του πολίτη.
- Η άμεση απόδοση ιθαγένειας (πολιτειότητας) σε όλα τα παιδιά μεταναστευτικής καταγωγής που γεννιούνται ή μεγαλώνουν στη χώρα.
- Για το δικαίωμα στη στέγη
Βασική προϋπόθεση της προσέγγισης μας στο ζήτημα της κατοικίας, είναι ότι η στέγη είναι θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα, το οποίο δεν συμψηφίζεται με οικονομικούς όρους. Και με το όρο «στέγη» δεν εννοούμε μόνο το σπίτι: εννοούμε την πρόσβαση στο ρεύμα και το νερό, τη θέρμανση, την ποιότητα ζωής στη γειτονιά του σπιτιού μας, τους ελεύθερους χώρους, ακόμα και τα μέσα μεταφοράς που συνδέουν την κατοικία με την εργασία.
Μέχρι και την πρόσφατη κρίση, η ελληνική κοινωνία απολάμβανε ιστορικά σχετικά μεγάλα ποσοστά ιδιοκατοίκησης. Σήμερα, λόγω της φτώχειας, της ανεργίας, της ακρίβειας, των κατασχέσεων και κυρίως λόγω της κερδοσκοπίας σε μια όλο και πιο συγκεντρωτική αγορά ακινήτων, ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας στερείται από αυτό το θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα. Ειδικά οι νέοι και νέες, άνεργοι/ες, επισφαλώς εργαζόμενοι ή φοιτήτριες δυσκολεύονται να βρουν σπίτι ή αναγκάζονται να παραμένουν στο σπίτι των γονιών τους. Όταν μάλιστα συνυπάρχουν ζητήματα έμφυλης κακοποίησης (ενδοικογενειακή βία, απόρριψη από το οικογενειακό περιβάλλον λόγω σεξουαλικού προσδιορισμού ή ταυτότητας φύλου κ.α.), τότε, η οικονομική αδυναμία ή η στενότητα χώρου καθιστούν τα θύματα ακόμα πιο ευάλωτα, φυλακίζοντάς τα σε ένα κακοποιητικό περιβάλλον ή οδηγώντας τα στην αστεγία.
Το στεγαστικό λοιπόν δεν είναι για εμάς γενικά ένα πρόβλημα της κοινωνίας: από τη μία, είναι ένα πρόβλημα των φτωχών, των μισθωτών και ιδίως των νεότερων, και από την άλλη είναι μια ευκαιρία κερδοσκοπίας για το κεφάλαιο και τους ιδιοκτήτες. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο, παρά τις σχετικές διακηρύξεις, ούτε ο Δήμος -και αυτό ισχύει για όλες τις προηγούμενες διοικήσεις-, ούτε το κράτος -κι αυτό ισχύει για όλες τις προηγούμενες κυβερνήσεις- δεν έχουν πάρει, τουλάχιστον από την εποχή της κρίσης και μετά, κανένα ουσιαστικό μέτρο για την προστασία των ενοικιαστών και την πραγματική εξασφάλιση του δικαιώματος στην κατοικία.
Υφιστάμενη κατάσταση
Υποχώρηση ιδιοκατοίκησης
Η κρίση έριξε το ποσοστό ιδιοκατοίκησης, καθώς όλο και λιγότεροι άνθρωποι, ιδίως νέοι/ες, κατορθώνουν να αποκτήσουν το δικό τους σπίτι. Με βάση τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, η Ελλάδα έχει ένα από τα μεγαλύτερα ποσοστά ανθρώπων ηλικίας 18-34 που αναγκάζονται να μένουν μαζί με τους γονείς τους. Ακόμα και στις ηλικίες 25-34, το ποσοστό αυτό υπερβαίνει το 50%, ενώ μόνο το 12% έχει δικό του σπίτι.
Ο βασικός λόγος είναι φυσικά η υποχώρηση του εισοδήματος των εργαζομένων (38% στην περίοδο 2010-2016). Άλλη αιτία είναι η υπερφορολόγηση των ακινήτων, η οποία μέσα στην κρίση κορυφώθηκε με τον ΕΝΦΙΑ, για να φτάσει πια το 8,3% των συνολικών φόρων. Ο φόρος στην κατοικία όντας έμμεσος φόρος είναι κοινωνικά άδικος και πλήττει αναλογικά περισσότερο τα χαμηλά εισοδήματα: ενδεικτικά, για εισοδήματα έως 5.000 ευρώ, απορροφά 15,5% του εισοδήματος.
Μέσα στην κρίση εξάλλου καταργήθηκε και ο Οργανισμός Εργατικής Κατοικίας, ο οποίος τις περασμένες δεκαετίες προσέφερε εργατική και κοινωνική κατοικία σε δικαιούχους εργαζόμενους. Η Ελλάδα αυτή τη στιγμή είναι η μόνη χώρα στην Ευρώπη χωρίς πρακτικά καμία πολιτική για παροχή κοινωνικής κατοικίας.
Τέλος, το τελικό πλήγμα στην ιδιωτική κατοικία δίνουν οι τράπεζες. Την περίοδο της υψηλότερης αξίας τους (2018-αρχές 2019) τα κόκκινα στεγαστικά άγγιξαν το 44-45%, ενώ το συνολικό κόκκινο χρέος άγγιξε το 49-50%. Σήμερα, το ποσοστό αυτό έχει μειωθεί σημαντικά σήμερα, αλλά ο λόγος είναι ότι τα δάνεια πωλήθηκαν, ξεφορτώθηκαν δηλαδή από τις τράπεζες σε funds, σε τιμές εξευτελιστικές. Εντωμεταξύ, υπολογίζεται ότι έχουν γίνει σχεδόν 15.000 πλειστηριασμοί κατοικίας (14.783) από την έναρξη διεξαγωγής ηλεκτρονικών πλειστηριασμών μέχρι και τον Μάιο 2021. Μέχρι σήμερα ο αριθμός αυτός έχει σίγουρα αυξηθεί, ενώ οι πλειστηριασμοί αναμένεται να ενταθούν τα επόμενα χρόνια.
Ποιοι/ες ζουν στο νοίκι;
Όσο η ιδιοκατοίκηση περιορίζεται, τόσο αυξάνεται το ποσοστό των ανθρώπων που νοικιάζουν. Το 29% των κατοίκων του Δήμου, δηλαδή πάνω από 100.000 άνθρωποι, ζουν στο νοίκι. Βέβαια, σημαντικό ποσοστό αυτών ψηφίζουν αλλού, σε αντίθεση με τους ιδιοκτήτες, κάτι που ενισχύει την τάση των διοικήσεων του Δήμου να παίρνουν το μέρος των δεύτερων εις βάρος των πρώτων.
Σημαντικό ποσοστό των μισθωτών στην πόλη είναι οι φοιτητές/τριες. Εξαιτίας της ακρίβειας, τα τελευταία χρόνια έχει πολλαπλασιαστεί το ποσοστό των φοιτητών που αδυνατούν να μείνουν στην πόλη για να παρακολουθήσουν τις σπουδές τους, με ό,τι συνέπειες αυτό συνεπάγεται τόσο για την ποιότητα του πανεπιστημίου, όσο και για τη ζωή στην πόλη.
Πόσο ξοδεύουμε για νοίκι;
Εξαιτίας αυτής της ζήτησης, και παρά τη γενική ύφεση και φτώχεια, τα ενοίκια στο Δήμο Θεσσαλονίκης παρουσιάζουν ραγδαία αύξηση: το 2020 ξεπερνούσαν τα προ κρίσης επίπεδα κατά 38%. Μόνο το 2021, αυξήθηκαν επιπλέον κατά 9,4%. Σύμφωνα με πιο πρόσφατη (2022) πανελλαδική έρευνα της RE/MAX, τα μισθώματα στη Θεσσαλονίκη σημειώνουν αύξηση 15,1%, ενώ στο ιστορικό κέντρο και σε περιοχές που βρίσκονται κοντά στα Πανεπιστήμια, περιζήτητες είναι οι γκαρσονιέρες και τα διαμερίσματα επιφάνειας 51-80 τ.μ., με σημερινή μέση τιμή ενοικίου 540 ευρώ. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat (2022), το κόστος στέγασης στην Ελλάδα αγγίζει το 60%-70% ενός μέσου μηνιαίου μισθού· αν πρόκειται δε για κατοικία κατάλληλη για οικογένεια, το σύνολο ενός «καλού» μισθού -ακόμη και χωρίς το συνυπολογισμό των συναφών δαπανών διαβίωσης (ρεύμα, θέρμανση, σύνδεση τηλεφώνου/Internet)- ενώ περίπου το 48% των ενοικιαστών δυσκολεύεται ή αδυνατεί να πληρώσει το ενοίκιο (Έρευνα Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ, 2022).
Έτσι, σήμερα, η Ελλάδα έχει τον υψηλότερο δείκτη επιβάρυνσης στεγαστικού κόστους (housing cost overburden rate) σε όλη την Ευρώπη, με τους ενοικιαστές να αποτελούν την πιο επιβαρυμένη ομάδα. Το 40% των νοικοκυριών και το 90% των φτωχών νοικοκυριών ξοδεύει περισσότερο από το 40% του εισοδήματος του για να καλύψει το κόστος στέγασης του. 34,4% των ενοικιαστών δυσκολεύεται να ανταποκριθούν στο ενοίκιο ή στη δόση του δανείου, 29% ζει σε στενότητα χώρου, 26% δεν μπορεί να ζεσταθεί –κι εννοείται ότι όλα αυτά τα ποσοστά είναι πολύ μεγαλύτερα, διπλάσια, για τα φτωχά νοικοκυριά.
Τα σπίτια στην πόλη
Παρά τις τεράστιες ανάγκες για κατοικία, σύμφωνα με την απογραφή του 2011, το 28,3%, ή 60.000 περίπου κατοικίες, παραμένουν κενές. Η κατάσταση αυτή προφανώς επιδεινώνεται με την οικονομική κρίση, για παράδειγμα λόγω αδυναμίας των ιδιοκτητών να ανακαινίσουν κατοικίες ή λόγω κατασχέσεων, αποτελεί όμως δομικό χαρακτηριστικό του ιδιοκτησιακού καθεστώτος. Το αποτέλεσμα αυτής της τεχνητής έλλειψης είναι η αύξηση του μέσου ενοικίου στην αγορά. Ακόμα και αν αυτό δεν επιτυγχάνεται με ένα σχεδιασμένο, συνειδητό τρόπο, πάντα λειτουργεί προς όφελος των ιδιοκτητών.
Συγκέντρωση κατοικίας
Η πρόσφατη ανάκαμψη στην αγορά των ακινήτων αφορά κυρίως ξένους επενδυτές. 75% των νέων συναλλαγών στην αγορά κατοικίας της Ελλάδας γίνονται πλέον από ξένους αγοραστές. Σε ένα διεθνοποιημένο ανταγωνιστικό περιβάλλον, χωρίς καμία πολιτική κοινωνικής ή εργατικής κατοικίας, σαφώς το προβάδισμα για την απόκτηση κατοικίας (αν όχι την αποκλειστικότητα, βάση των δεδομένων οικονομικών ανισοτήτων) έχουν οι εγχώριες και διεθνείς ελίτ. Καθόλου τυχαία μέσα στα χρόνια των μνημονίων έχει αρθεί μια σειρά διαδικασιών ελέγχου για την απόκτηση κατοικίας στην Ελλάδα από πολίτες ξένης χώρας και επιπρόσθετα δόθηκαν κίνητρα για την προσέλκυση κεφαλαίων όπως την εξαγορά «χρυσής βίζας», δηλ. μόνιμης άδειας παραμονής, ως «δώρο» για την αγορά ακινήτων μεγάλης αξίας. Κτηματομεσιτικές εταιρείες επίσης συγκεντρώνουν και μισθώνουν σε αναντίστοιχα μεγάλες τιμές μικρές φοιτητικές κατοικίες, υποκαθιστώντας το αντίστοιχο κενό στην κοινωνική πολιτική.
Βραχυχρόνια μίσθωση & τουριστικοποίηση
Η βραχυχρόνια μίσθωση κατοικιών, κυρίως σε τουρίστες, μέσω πλατφόρμων όπως το AirBnB, έχει αναδειχθεί διεθνώς ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες που αυξάνουν τα ενοίκια κι εξωθούν τους κατοίκους από τα κέντρα των μεγάλων πόλεων. Αντίστοιχες τάσεις αναπτύσσονται εδώ και χρόνια στη Θεσσαλονίκη.
Σήμερα (Ιούνιος 2023) υφίστανται 3.344 ενεργές καταχωρίσεις καταλυμάτων στο πολεοδομικό συγκρότημα της Θεσσαλονίκης (στοιχεία από 7 Δήμους), εκ των οποίων το 88,3% (2.954 καταλύματα) βρίσκονται στον Δήμο Θεσσαλονίκης και κυρίως στο κέντρο.
Η συντριπτική πλειοψηφία αυτών (97,3% / 2.874 καταλύματα), αφορούν ολόκληρες κατοικίες – διαμερίσματα, στέγη την οποία αποστερείται κατ’ αυτόν τον τρόπο ο κόσμος της πόλης, ενώ η λειτουργία των χώρων αυτών με όρους «ξενοδοχείου», μέσα σε πολυκατοικίες με άλλα διαμερίσματα ή γραφεία, διαταράσσει την προσωπική και κοινωνική ζωή και καθημερινότητα των γειτόνων – μόνιμων κατοίκων.
Τα 2/3 (66,8%) των «οικοδεσποτών» του AirBnB στον Δήμο Θεσσαλονίκης διαθέτουν δύο ή περισσότερα καταχωρισμένα σπίτια, ενώ 969 καταχωρισμένα διαμερίσματα-κατοικίες ανήκουν σε «οικοδεσπότες» -πολλοί εκ των οποίων αποτελούν επιχειρήσεις/νομικά πρόσωπα (μεσιτικά γραφεία, τουριστικές επιχειρήσεις, κ.ά.) – οι οποίοι διαθέτουν συνολικά 10 ή περισσότερες καταχωρίσεις στο όνομά τους. Οι τρεις hosts με τις περισσότερες καταχωρίσεις διαθέτουν προς βραχυχρόνια μίσθωση 198, 111 και 69 ολόκληρα σπίτια/διαμερίσματα αντίστοιχα.
Εάν από τα παραπάνω περίπου 3.000 σπίτια/καταλύματα εξετάσουμε απομονωμένα μόνο όσα έχουν μισθωθεί/αξιολογηθεί πρόσφατα (μέσα στους τελευταίους 6 μήνες) ή νοικιάζονται συχνά, διαπιστώνουμε ότι η μέση διάρκεια κράτησης είναι 160 (!) ημέρες, με μέση χρέωση 54 ευρώ/διανυκτέρευση, και κάθε καταχωρισμένο σπίτι αποφέρει στον ιδιοκτήτη-host εισόδημα ύψους 8.447 ευρώ ετησίως κατά μέσο όρο. Η συχνότητα και η μέση διάρκεια ενοικίασης, σε συνδυασμό με τα υψηλά κέρδη που αποφέρει η βραχυχρόνια μίσθωση μέσω AirBnB, καταδεικνύουν ότι η τρέχουσα κατάσταση δημιουργεί στους ιδιοκτήτες ακίνητης περιουσίας πολύ μεγαλύτερο κίνητρο για βραχυχρόνιες μισθώσεις για τουριστικούς λόγους από ό,τι για μακροχρόνιες μισθώσεις των σπιτιών ως κατοικίες που εξυπηρετούν τις ανάγκες των μόνιμων κατοίκων, συμπεριλαμβανομένου του φοιτητικού πληθυσμού της πόλης, ο οποίος εκτοπίζεται έτσι σε παρακείμενους Δήμους, απομακρυσμένους από τη δουλειά ή τους χώρους φοίτησης, φτάνοντας σε κάποιες περιπτώσεις ακόμη και σε αποχώρηση από την ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης.
Είναι προφανές ότι όσο η κατάσταση με τις βραχυχρόνιες-τουριστικές μισθώσεις κατοικιών παραμένει ανεξέλεγκτη, όλο και μεγαλύτερο θα είναι το πλήγμα στο δικαίωμά μας ως πολιτών και πολιτισσών στη βιώσιμη και αξιοπρεπή στέγη, η οποία αποτελεί θεμέλιο λίθο της προσωπικής, κοινωνικής και επαγγελματικής μας ζωής στη Θεσσαλονίκη.
Αντί της άνευ περιορισμών και ελέγχων ανάλωσης ολόκληρων σπιτιών στον βωμό της ακραίας τουριστικοποίησης, προκρίνουμε ως θετική εναλλακτική -στο πνεύμα μιας πιο υγιούς «οικονομίας διαμοιρασμού» με όρους άμβλυνσης, και όχι όξυνσης, των κοινωνικοοικονομικών ανισοτήτων- τη δυνατότητα διάθεσης προς βραχυχρόνια/τουριστική μίσθωση ιδιωτικών ή κοινών δωματίων, από σπίτια τα οποία ήδη καταλαμβάνονται από (μόνιμους/-ες) κατοίκους, όπως, άλλωστε, ξεκίνησε και η ίδια η AirBnB το 2008, όταν δύο σχεδιαστές με επιπλέον χώρο στο σπίτι τους αποφάσισαν να φιλοξενήσουν τρεις ταξιδιώτες που έψαχναν για χώρο διαμονής.
Οι δράσεις του Δήμου Θεσσαλονίκης για την στέγαση
Η μέχρι τώρα παρέμβαση του Δήμου στο ζήτημα της στέγης έχει δύο σκέλη.
Το πρώτο σκέλος αφορά την άμεση διαχείριση της αστεγίας. Για το σκοπό αυτό ο Δήμος διαθέτει το Υπνωτήριο, το Κέντρο Ημέρας και τα Κέντρα Κοινότητας. Το Υπνωτήριο Αστέγων στεγάζεται σε κτίριο το οποίο παραχωρήθηκε από τη Φιλόπτωχο Αδελφότητα Αντρών, το οποίο λειτουργεί σε 14ωρη βάση (19.00-9.00). Η δυναμικότητά του συχνά ξεπερνιέται από τις ανάγκες. Παράλληλα τρέχει το street work που αποτελεί παρέμβαση καταγραφής, ενημέρωσης και άμεσης βοήθειας (πχ με φαγητό) σε κόσμο που μένει κυριολεκτικά στο δρόμο. Το τέλος των σχετικών χρηματοδοτικών προγραμμάτων έχει αφήσει χωρίς εξειδικευμένο προσωπικό το street work, αφού η εργασία που γινόταν από ψυχολόγους, κοινωνικούς λειτουργούς κτλ μέσω συνεργαζόμενων ΜΚΟ, έχει περάσει στη Δημοτική Αστυνομία, η οποία δεν διαθέτει ούτε σχετική εκπαίδευση ούτε αντίστοιχο τμήμα.
Μέσω των δομών στήριξης (όπως π.χ. το Κοινωνικό Παντοπωλείο και το Κοινωνικό Πλυντήριο), κάποιοι εξυπηρετούμενοι περνούν στο πρόγραμμα «Στέγαση Κι Επανένταξη», το οποίο μέχρι τώρα έχει εξασφαλίσει βοήθημα στέγασης και οικονομική στήριξη για την έναρξη επαγγέλματος σε 2 φάσεις, με καθεμιά να αφορά 60 άτομα. Στην επόμενη φάση του «Στέγαση Κι Επανένταξη», που αναμένεται εντός του 2022, προβλέπονται 90 επιπλέον σπίτια, εκ των οποίων τα 3 θα έχουν πιλοτικό χαρακτήρα, αφού η προσέγγιση για την αντιστοίχιση σε ωφελούμενους θα είναι η «housing first», η στέγαση δηλαδή χωρίς να έχει γίνει όλο το πέρασμα από τις δομές αστεγίας και θα περιλαμβάνει κατά βάση ανθρώπους με πολλαπλές ευαλωτότητες (ψυχολογικά, εξαρτήσεις, αναπηρίες κ.α.).
Τέλος, ειδικά για την φιλοξενία προσφύγων, ο Δήμος Θεσσαλονίκης σε συνεργασία με την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες υλοποίησε το πρόγραμμα παροχής στέγασης «ESTIA» στον αστικό ιστό της πόλης από το 30-5-2016 ως και 31 -12 -2020. Το πρόγραμμα συνεχίστηκε από 1-1-2021 και μέχρι την ολοκλήρωσή του, μέσω χρηματοδότησής από το Υπουργείο Μετανάστευσης και Ασύλου. Το Φιλοξενείο Προσφύγων στην Τούμπα παραμένει κλειστό και ο μελλοντικός σχεδιασμός είναι να στεγαστεί σε νέο κτίριο που θα χτιστεί στο σημείο.
Το δεύτερο σκέλος αφορά το πρόγραμμα για την Οικονομικά Προσιτή Κατοικία. Η προσιτή κατοικία δε θα αφορά μόνο αστέγους, αλλά ανθρώπους που βρίσκεται στο ευρύτερο φάσμα της στεγαστικής επισφάλειας. Μέχρι στιγμής έχει εκπονηθεί μια μελέτη για την κατάσταση της κατοικίας στην πόλη και τα μοντέλα κοινωνικής κατοικίας που θα μπορούσαν να εφαρμοστούν εδώ. Είναι υπό κατασκευή η κεντρική πλατφόρμα του προγράμματος, στην οποία θα κατατίθενται ακίνητα για συμμετοχή στο πρόγραμμα και θα αντιστοιχίζονται με τους/τις ωφελούμενους/ες.
Μέσω του προγράμματος, οι Δήμοι του πολεοδομικού συγκροτήματος θα αναλαμβάνουν την ανακαίνιση κι ενεργειακή αναβάθμιση ιδιωτικών κατοικιών, δεσμεύοντας τους ιδιοκτήτες για εκμίσθωσή του σε προσιτές τιμές για ένα μεγάλο διάστημα (8-10 χρόνια). Στην πιλοτική του εκδοχή θα ενταχθούν 30 κατοικίες, για τις οποίες υπάρχει χρηματοδότηση 1εκ. από το ταμείο ανάκαμψης για 16 μήνες. Μέσω της πλατφόρμας προβλέπεται να γίνει και η χαρτογράφηση του κτιριακού αποθέματος, με δηλώσεις από ιδιοκτήτες, αλλά ακόμα και γείτονες κάποιου άδειου χώρου. Η κατεύθυνση είναι να ενταχθεί και το δημοτικό κτιριακό απόθεμα στο πρόγραμμα σε δεύτερο χρόνο.
Παρά τη θετική κατεύθυνση του παραπάνω προγράμματος, που αποτελεί πρωτοβουλία των αρμόδιων υπηρεσιών, πρέπει να σημειώσουμε ότι ακόμα δεν έχει υλοποιηθεί, εξαιτίας σαφώς της έλλειψης σχετικής βούλησης από πλευράς της διοίκησης. Εξάλλου, οι αριθμοί που αναμένεται να εξυπηρετήσει είναι ακόμα συμβολικοί.
Προτάσεις και διεκδικήσεις
Το δικαίωμα στην κατοικία δεν είναι απλώς ένα ουδέτερο ανθρώπινο δικαίωμα: είναι ένα επίδικο ανάμεσα σε ιδιοκτήτες, ενοικιαστές και κράτος. Η υποστήριξη αυτού του δικαιώματος σημαίνει να πάρεις σαφή θέση σε αυτές τις διαμάχες υπέρ των ενοικιαστών και της προστασίας τους από την κερδοσκοπία, υπέρ της προστασίας της πρώτης κατοικίας από τους πλειστηριασμούς ή την υπερφορολόγηση, υπέρ της παροχής κοινωνικής και εργατικής κατοικίας. Τα ζητήματα αυτά ρυθμίζονται πολιτικά και νομικά σε κεντρικό επίπεδο. Κάθε Δήμος όμως μπορεί να πιέσει, αλλά και να υλοποιήσει πολιτικές υπεράσπισης του δικαιώματος στην κατοικία.
Απέναντι στο κράτος διεκδικούμε:
– Προσφορά εργατικής και κοινωνικής κατοικίας. Για περιβαλλοντικούς, κοινωνικούς και ιστορικούς λόγους, οι νέες κατοικίες να προέλθουν από επαναξιοποίηση του αργούντος κτιριακού αποθέματος και μόνο μετά την εξάντλησή του ή, στις περιοχές που αυτό δεν υπάρχει, από ανοικοδόμηση νέων κατοικιών, με όρους κοινωνικής ωφέλειας και όχι κερδοσκοπίας. Επαναλειτουργία του Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας, λειτουργία κάτω από συνθήκες διαφάνειας με συμμετοχή επιστημονικών και κοινωνικών φορέων, ενώσεων ενοικιαστών, κτλ. Σε νέες οικοδομές, κάτω από συγκεκριμένες προϋποθέσεις, να υπάρχει ρητή πρόβλεψη για συγκεκριμένο ποσοστό κοινωνικής κατοικίας με πολύ χαμηλό ενοίκιο.
– Επίταξη, μέσω των δήμων, των κενών και εγκαταλελειμμένων κατοικιών, ανακαίνιση και ενοικίασή τους με ελεγχόμενες τιμές. Επιστροφή στους ιδιοκτήτες μετά την απόσβεση του κόστους ανακαίνισης με υποχρέωση διατήρησης του ενοικίου.
– Έλεγχος των ενοικίων με ενιαίο τρόπο (βάσει τιμής ζώνης, παλαιότητας κλπ) και σύνδεση τους με τον βιοτικό επίπεδο των ενοικιαστών. Καμία αύξηση των ενοικίων όσων παραμένει στάσιμος ο βασικός μισθός.
– Απόλυτη προστασία της πρώτης κατοικίας από τους πλειστηριασμούς, κατάργηση των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών, άρση των διώξεων όσων κατηγορούνται για παρεμπόδιση πλειστηριασμών. Ανάκληση της άδειας λειτουργίας των κερδοσκοπικών funds που διαχειρίζονται αυτή τη στιγμή δεκάδες χιλιάδες δάνεια.
– Περιορισμός της συγκέντρωσης της κατοικίας σε εταιρείες. Άμεση επίταξη όσων κατοικιών ανήκουν σε μεγάλες εταιρείες και παραμένουν αναξιοποίητες για μεγάλο χρονικό διάστημα προκαλώντας τεχνητές αυξήσεις στα ενοίκια.
– Δραστική μείωση της φορολογίας στην πρώτη κατοικία με μηδενισμό σε χαμηλά εισοδήματα και μη πολυτελείς κατοικίες. Κατάργηση του ΕΝΦΙΑ. Φορολογία στη μεγάλη ακίνητη περιουσία με σκοπό την δημόσια επένδυση στην κοινωνική κατοικία.
– Δημόσιο ρεύμα και μείωση του κόστους για τη χαμηλή και μέση οικιακή κατανάλωση. Μακρόχρονη ρύθμιση χρεών και αναστολή όλων των διακοπών σε φτωχά νοικοκυριά. Η ΔΕΗ να περάσει και πάλι σε δημόσια ιδιοκτησία, με εργατικό και κοινωνικό έλεγχο.
– Δημόσιο, ποιοτικό νερό και αποχέτευση, με σεβασμό των περιβαλλοντικών όρων και σε χαμηλό κόστος. Να αποσυρθούν άμεσα τα σχέδια για ξεπούλημα της ΕΥΑΘ.
Όλα τα παραπάνω προϋποθέτουν προφανώς ευρείες νομοθετικές προβλέψεις και πολιτικές αλλαγές, τις οποίες θα μπορούσε ωστόσο ένας Δήμος να διεκδικήσει μαχητικά, αν ήθελε. Ακόμα όμως και με το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο, ο Δήμος Θεσσαλονίκης έχει και υποχρέωση και περιθώρια να υπερασπιστεί άμεσα το δικαίωμα στη στέγαση και να ανακουφίσει τους ενοικιαστές, με μέτρα σαν τα παρακάτω:
– Εξασφάλιση προσωρινής κατοικίας σε δημοτικές δομές για όλους τους άστεγους και τις άστεγες. Κανένας άστεγος ή άστεγη στην πόλη χωρίς υποστήριξη, ανεξάρτητα από νομικό καθεστώς ή καταγωγή.
– Διατήρηση και διεύρυνση της παροχής κοινωνικής κατοικίας σε πρόσφυγες/ισσες, άνεργους/ες και άλλους/ες δημότες/ισσες που αποδεδειγμένα δεν μπορούν να μισθώσουν σπίτι.
– Αναβάθμιση και αύξηση της χωρητικότητας των δομών φιλοξενίας, στήριξης και φροντίδας κακοποιημένων γυναικών και παιδιών. Δομές φιλοξενίας, στήριξης και φροντίδας κακοποιημένων ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων ή ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων που βιώνουν αστεγία λόγω διακρίσεων. Υλοποίηση προγραμμάτων εξάλλειψης της στεγαστικής επισφάλειας για τις παραπάνω ομάδες.
– Καταγραφή του αποθέματος κενών/εγκαταλελειμμένων κατοικιών.
– Δημιουργία Παρατηρητηρίου Τιμών και γραφείου καταγραφής αναγκών και βοήθειας ενοικιαστών. Ενδεικτικά, μπορεί να έχει τις παρακάτω λειτουργίες:
- Νομική συνδρομή σε ενοικιαστές και ενημέρωση για τα δικαιώματα τους, για την αποφυγή καταχρηστικών πρακτικών εκ μέρους των εκμισθωτών.
- Καταγραφή αριθμού εξώσεων λόγω καθυστέρησης ενοικίων ωστε να υπάρχει εικόνα του μεγέθους του προβλήματος.
- Υπηρεσία διαμεσολάβησης ανάμεσα σε μισθωτές και εκμισθωτές σε περίπτωση καθυστερημένων ενοικίων, για την πρόληψη των εξώσεων-express (διαταγή απόδοσης μισθίου με τον νόμο 4055/2012) κατά τα πρότυπα της αντίστοιχης υπηρεσίας του Δημου Βαρκελώνης (https://www.habitatge.barcelona/es/servicios-ayudas/perdida-vivienda)
- Καταγραφή και εκτίμηση των στεγαστικών αναγκών όσων τελικά υφίστανται έξωση, και αναζήτηση εναλλακτικών επιλογών στέγασης/ φιλοξενίας/ προνοιακής στήριξης, προκειμένου να να αποφευχθεί η αστεγία.
– Άμεση και μεγάλη διεύρυνση του προγράμματος ανακαίνισης και μίσθωσης ιδιωτικών κενών/εγκαταλελειμμένων κατοικιών, ώστε να προσφερθούν με ελεγχόμενο, προσιτό ενοίκιο (διεύρυνση δηλαδή του προαναφερόμενου προγράμματος Οικονομικά Προσιτής Κατοικίας, από το συμβολικό αριθμό των 30 κατοικιών σε έναν αριθμό που να επηρεάσει πραγματικά την αγορά ακινήτων).
– Προστασία των φτωχών νοικοκυριών από διακοπές ρεύματος ή νερού.
– Απαλλαγή των λογαριασμών ρεύματος από το Τέλος Ακίνητης Περιουσίας, ώστε αυτό να μην βαραίνει τον ενοικιαστή, αλλά τον ιδιοκτήτη.
– Αίτημα για ενεργοποίηση περιορισμών της βραχυχρόνιας μίσθωσης σύμφωνα με τον νόμο 4472/2017 (άρθρο 111, παρ. 8), ως εξής: (α) Να μην επιτρέπεται η βραχυχρόνια μίσθωση άνω των δύο (2) ακινήτων ανά Α.Φ.Μ. φυσικού προσώπου δικαιούχου εισοδήματος. (β) Η μίσθωση κάθε ακινήτου να μην υπερβαίνει τις ενενήντα (90) ημέρες ανά ημερολογιακό έτος. Ειδικά πρόσθετα μέτρα σε περιοχές που αντιμετωπίζουν το μεγαλύτερο πρόβλημα στα ενοίκια και τη μεγαλύτερη συγκέντρωση βραχυχρόνιας μίσθωσης, όπως π.χ. το κέντρο ή η Άνω Πόλη.
– Αναπροσδιορισμός των δημοτικών τελών με βάση την πραγματική παραγωγή απορριμμάτων, ώστε το βάρος να περάσει από τις κατοικίες στις επιχειρήσεις. Όποια επόμενη μείωση να αφορά αποκλειστικά τις κατοικίες.
– Απαλλαγή, ή έστω υπαγωγή στο καθεστώς 50% έκπτωσης, όλων των ανέργων από τα δημοτικά τέλη.
Αυτοοργάνωση ενοικιαστών/τριών & συνεταιριστική κατοικία
Γνωρίζουμε, βέβαια, ότι τίποτα από τα παραπάνω δεν θα προχωρήσει, χωρίς την οργάνωση και την κινητοποίηση της κοινωνίας και ιδιαίτερα των ενοικιαστών.
Η βασικότερή μας πρόταση είναι η δημιουργία ενός Συλλόγου Ενοικιαστών/τριών Θεσσαλονίκης, ο οποίος θα εκπροσωπεί τους/ις ενοικιαστές/τριες, θα υπερασπίζεται τα δικαιώματά τους και το δικαίωμα στη στέγη και θα προωθεί τα παραπάνω αιτήματα.
Ένας τέτοιος Σύλλογος μπορεί να συνδεθεί με το ζήτημα των υπερχρεωμένων νοικοκυριών, αφού με το νέο νόμο, τα σπίτια των πτωχευμένων ιδιοκτητών θα αγοράζονται από εταιρικό φορέα (που θα είναι επενδυτική εταιρεία ή επενδυτικό fund) ο οποίος θα τα εκμισθώνει στους προηγούμενους ιδιοκτήτες τους.
Τέλος, μια σημαντική διέξοδος στα ζητήματα της στέγης μπορεί να δοθεί μέσα από τα εγχειρήματα συνεταιριστικής στέγης, κάποια από τα οποία αρχίζουν να ξεδιπλώνονται σταδιακά και στη χώρα μας, ακόμα και στη Θεσσαλονίκη. Θεωρούμε πολύ ενδιαφέρουσα αυτή την κατεύθυνση κι αξιώνουμε από το Δήμο, χωρίς να αναιρεί την αυτονομία τους, να συνδράμει σε αυτή την κατεύθυνση ως εξής:
- Βραχυπρόθεσμα, μέσα από την παροχή διευκολύνσεων, νομικής συμβουλευτικής για τη συγκρότηση των κατάλληλων νομικών προσώπων κ.ο.κ.
- Σε δεύτερο χρόνο, με την παροχή δημοτικών κτιρίων από το απόθεμα των αδιάθετων, για μακρόχρονη ενοικίαση με χαμηλό μίσθωμα.