Δημόσιος Χώρος

Μια πιο σύντομη μορφή του παρακάτω κειμένου στην οποία περιλαμβάνονται κωδικοποιημένες και οι προτάσεις μας για τον δημόσιο χώρο θα βρείτε στο τέλος του κειμένου στην ενότητα «Περίληψη».

Μέρος Ι: Πόλη και δημόσιος χώρος

  1. Εισαγωγικά: ο δημόσιος χώρος ως πεδίο ανταγωνισμού

Ιστορικά, η πόλη γεννιέται από τη συνάντηση: τη συνάθροιση ανθρώπων, την ανταλλαγή αγαθών και ιδεών, τη συνάρθρωση παραγωγικών δραστηριοτήτων, τη συλλογική δράση, τον ανταγωνισμό ή ακόμα τον πόλεμο. Από αυτή τη σκοπιά, η πόλη είναι εξαρχής ένας δημόσιος χώρος. Μέσα στο σύμπλεγμα σχέσεων που συγκροτεί μια πόλη, κάθε διακριτό στοιχείο ορίζεται από αυτή τη συνθήκη, φέρει τη σφραγίδα του δημόσιου.

Ανάλογα με τις κοινωνικές και πολιτικές σχέσεις που επικρατούν, ένα μέρος του υλικού χώρου της πόλης ιδιωτικοποιείται, ως χώρος κατοικίας ή εργασίας αρχικά – και σταδιακά για άλλες χρήσεις. Ακόμα όμως και οι ιδιωτικοί χώροι εντός μιας πόλης αντλούν το νόημα, τη λειτουργία, την αξία χρήσης τους, αλλά και την ανταλλακτική τους αξία, από τη θέση τους μέσα σε αυτό το σύμπλεγμα. Η διάκριση δημόσιου και ιδιωτικού χώρου εντός της πόλης δεν είναι αντικειμενική, σαφής και οριστική, αλλά αποτελεί αντικείμενο ανταγωνισμού και ανατρέπεται διαρκώς μέσα στην ιστορία των πόλεων και την ιστορία της κάθε πόλης. Άλλωστε, όπως σωστά ανέδειξε η φεμινιστική κριτική, μία απόλυτη διχοτόμηση μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τείνει να υποτιμά τις δομικές λειτουργίες αναπαραγωγής που πραγματοποιούνται στη σφαίρα του ιδιωτικού και μαζί με αυτές το ρόλο των γυναικών που συνήθως τις επιτελούν.1

Σε όσα ακολουθούν ωστόσο, όταν αναφερόμαστε στον χώρο του ιδιωτικού, επικεντρώνουμε στη σφαίρα κυριαρχίας του κεφαλαίου και των παραγωγικών του διαδικασιών και όχι στην ιδιωτική κατοικία – η οποία άλλωστε συρρικνώνεται, καθώς αποτελεί κι αυτή πεδίο επέκτασης του κεφαλαίου. Μένοντας λοιπόν στις σύγχρονες αστικές κοινωνίες, η διαρκής τάση του κεφαλαίου να ιδιοποιείται και να εντάσσει στην αναπαραγωγή του νέους χώρους, πόρους και δημόσια αγαθά, μέσα από μία συνεχιζόμενη διαδικασία πρωταρχικής συσσώρευσης, δημιουργεί τη συνθήκη μιας διαρκούς σύγκρουσης γύρω από τα όρια δημόσιου και ιδιωτικού, ή -πιο συγκεκριμένα- γύρω από την ιδιοκτησία και τη χρήση του δημόσιου χώρου. Η τάση αυτή εντάθηκε τις τελευταίες δεκαετίες, στο πλαίσιο της γενικευμένης επιθετικότητας του κεφαλαίου και της υποχώρησης των δυνάμεων της εργασίας και των κοινωνικών κινημάτων.

Ειδικότερα τα χρόνια της κρίσης, από το 2008 ως σήμερα, η προσπάθεια ανάταξης της κερδοφορίας οδήγησε διεθνώς -κι ακόμα περισσότερο στις ελληνικές πόλεις- σε μια σειρά επιθετικών ενεργειών ιδιοποίησης δημόσιων χώρων, καθώς και στη συγκέντρωση ιδιωτικών χώρων (κατοικίες, καταστήματα, εγκαταλελειμμένοι βιοτεχνικοί χώροι κ.ά.) από την ατομική ή μικρή ιδιοκτησία σε μεγαλύτερης κλίμακας επιχειρήσεις. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσονται οι προσπάθειες πώλησης και οικοδόμησης δημόσιων εκτάσεων, όπως για παράδειγμα το Ελληνικό στην Αθήνα, ή εντατικότερης αξιοποίησης τους, όπως η ΔΕΘ και το παραλιακό μέτωπο στη Θεσσαλονίκη, η οικοπεδοποίηση μικρότερων εκτάσεων μέσα στις γειτονιές, οι επιχειρήσεις αστικού “εξευγενισμού” (gentrification), η αύξηση των ενοικίων και η εκδίωξη των κατοίκων με στόχο την τουριστική ανάπτυξη, η -νόμιμη ή παράνομη- κατάληψη δημόσιου χώρου για εμπορικές χρήσεις (για παράδειγμα η αλόγιστη ανάπτυξη των τραπεζοκαθισμάτων). Ακόμα και οι ατομικές πρακτικές ιδιοποίησης του δημόσιου χώρου, όπως λόγου χάρη η ανεξέλεγκτη παράνομη στάθμευση, πέρα από ηθικά κατακριτέα ατομική πράξη καθ’ αυτή, αποτελεί κρίκο στην αλυσίδα ένταξης του δημόσιου χώρου στις ανάγκες της καπιταλιστικής οικονομίας (εδώ, συγκεκριμένα στη βιομηχανία του ΙΧ). Δεν είναι τυχαία άλλωστε η ανεκτικότητα που δείχνουν οι αρχές σε τέτοια αδικήματα ατομικής ιδιοποίησης.

Στον αντίποδα, στις ίδιες συνθήκες κρίσης και έντασης του κοινωνικού ανταγωνισμού, είχαμε την ανάπτυξη μιας σειράς σημαντικών αγώνων γύρω από την υπεράσπιση του δημόσιου χώρου ως κοινού αγαθού. Στην πιο εξωστρεφή μορφή τους, οι αγώνες αυτοί αφορούν την ιδιοκτησία και την κύρια χρήση συγκεκριμένων δημόσιων χώρων (τέτοια παραδείγματα στη Θεσσαλονίκη είναι η ΔΕΘ, η Πλατεία Ελευθερίας, το Καραμπουρνάκι, τα παλιά στρατόπεδα, αλλά και μικρότεροι χώροι, όπως το ρέμα Πολυγνώτου στο Κρυονέρι, ο χώρος άθλησης στα Τροχιοδρομικά, το οικόπεδο δίπλα στην «Αλυσίδα» κ.ά.). Στο ίδιο πλαίσιο όμως μπορούμε να εντάξουμε και την πιο υπόγεια κοινωνική διαμαρτυρία ενάντια στον διωγμό των κατοίκων λόγω της αύξησης των ενοικίων, ή τις αντιδράσεις για αμφιλεγόμενες αναπλάσεις στον δημόσιο χώρο που στοχεύουν στον εξευγενισμό και την τουριστικοποίηση, ακόμα κι αν κάποιες από αυτές τις αναπλάσεις φέρουν συχνά “πράσινο” προσωπείο – τυπικό παράδειγμα εδώ ο Μεγάλος Περίπατος στην Αθήνα, ή η ανάπλαση της Πλατείας Αριστοτέλους στη Θεσσαλονίκη.

Στο πλαίσιο του ανταγωνισμού γύρω από το δημόσιο/ιδιωτικό μπορούμε να εντάξουμε και την τάση επανοικειοποίησης πλατειών, πάρκων, πεζόδρομων, ακόμα και μικροσκοπικών γωνιών της κάθε γειτονιάς, από τους κατοίκους της για συνάντηση κι αναψυχή, έξω από τα όρια των εμπορικών σχέσεων. Η τάση αυτή, η οποία ενισχύθηκε τόσο από τα μέτρα περιορισμού κατά τη διάρκεια της πανδημίας, όσο και από την οικονομική κρίση, έχει σαφές ταξικό πρόσημο, αφού αφορά κυρίως τα φτωχότερα στρώματα, τους μετανάστες και τις μετανάστριες – οι οποίοι/ες πάντα συγκροτούν τα δικά τους στέκια στις γειτονιές – και βέβαια κατ’ εξοχή τους νέους και τις νέες. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που συναντά συχνά την κρατική καταστολή (χωρίς βέβαια να παραγνωρίζουμε εδώ τα πραγματικά προβλήματα που προκαλούν τέτοιοι χώροι συνεύρεσης στις γειτονικές κατοικίες).

Λιγότερη ορατή, αλλά όχι λιγότερη σημαντική είναι η έμφυλη διάσταση του δημόσιου χώρου. Ο δημόσιος χώρος, με τη συμβολική ή υλική διάστασή του, έχει συνδεθεί ως ένα βαθμό με την ανδρική παρουσία και κυριαρχία, σε αντιδιαστολή με τον ιδιωτικό χώρο του σπιτιού, όπου καταχωρείται η γυναικεία παρουσία. Αυτή η ανισότητα λαμβάνει και υλική διάσταση, αφού το μεγαλύτερο μέρος των δημόσιων χώρων είναι σχεδιασμένο από και για ένα συγκεκριμένο πρότυπο άντρα, μεσήλικα, υγιή και αρτιμελή. Έχοντας επωμιστεί το μεγαλύτερο μέρος των αναπαραγωγικών εργασιών, όπως η φροντίδα των παιδιών, οι γυναίκες έχουν διαφορετικές ανάγκες από τον δημόσιο χώρο, οι οποίες σπάνια λαμβάνονται υπόψη κατά τον σχεδιασμό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η εικόνα μιας μητέρας με παιδί που προσπαθεί να διασχίσει την πόλη πεζή ή με τα δημόσια μέσα μεταφοράς – κάτι που άλλωστε κάνουν σε μεγαλύτερη συχνότητα από τους άντρες, οι οποίοι χρησιμοποιούν αναλογικά περισσότερο το ΙΧ.

Σαφείς έμφυλες διαστάσεις έχει το ζήτημα της ασφάλειας του δημόσιου χώρου. Όσο συνεχίζονται, αν δεν εντείνονται κιόλας, τα περιστατικά κακοποίησης και έμφυλης βίας στους δρόμους μιας πόλης, τόσο καταδεικνύεται η έμφυλη ανισότητα του δημόσιου χώρου. Ο δημόσιος χώρος για να είναι φιλόξενος για τις γυναίκες και τις θηλυκότητες, οφείλει να είναι και ασφαλής: ασφάλεια από βία, εμπόδια στην ελεύθερη κίνηση, παράνομους μηχανισμούς επιτήρησης, με ό,τι αυτό σημαίνει για την ορατότητα, τον φωτισμό, τον ανοιχτό χαρακτήρα, την παρουσία ανθρώπων κοκ. Αντίστοιχα ζητήματα τίθενται και για τα παιδιά ή άλλες ευάλωτες ομάδες.

Συνοψίζοντας ως εδώ: ο δημόσιος χώρος σε μια πόλη μπορεί να οριστεί πρώτα από όλα ως αντικείμενο αγώνα. Ο δημόσιος χώρος είναι το επίδικο ανάμεσα στις διαφορετικές χρήσεις και ανάγκες, από τη μία του κεφαλαίου και από την άλλη των δημοτών – και ιδιαίτερα των φτωχότερων, των πιο αποκλεισμένων, των νέων, όσων δηλαδή έχουν μεγαλύτερη ανάγκη να βρουν καταφύγιο στον δημόσιο χώρο καθώς αποστερούνται -ή απορρίπτουν- τα ιδιωτικά καταφύγια: το μεγάλο και άνετο σπίτι, τις συχνές αποδράσεις εκτός πόλης, τα εμπορικά καταστήματα.

Η ειρωνεία είναι εδώ ότι αυτοί κι αυτές που χρειάζονται περισσότερο τον δημόσιο χώρο, είναι αυτοί κι αυτές που έχουν και τη μικρότερη πρόσβαση σε αυτόν. Δεν είναι τυχαίο ότι οι φτωχότερες, λαϊκές συνοικίες έχουν σχεδόν πάντα τους λιγότερους ελεύθερους χώρους, το λιγότερο πράσινο, τη λιγότερη φροντίδα για καθαριότητα. Ούτε είναι τυχαίο ότι οι Δήμοι τείνουν να κατευθύνουν τους πόρους τους στο ιστορικό κέντρο και τις πιο εύπορες γειτονιές. Όσο “εξευγενίζονται” οι ελεύθεροι χώροι, τόσο εμπορευματοποιούνται, με συνέπεια να αποκλείουν ακόμα περισσότερο τους φτωχούς και τις φτωχές. Η διάρθρωση της πόλης αποτελεί όρο αναπαραγωγής όχι μόνο της ανισότητας και του αποκλεισμού, αλλά της ίδιας της ταξικής θέσης. Από αυτή τη σκοπιά, η υπεράσπιση του δημόσιου χώρου έχει ένα σαφές ταξικό πρόσημο: όχι μόνο γιατί εναντιώνεται σε κρίσιμες ανάγκες του κεφαλαίου, αλλά γιατί απαντά σε ζωτικές ανάγκες της κοινωνικής πλειοψηφίας. Για μας λοιπόν, δεν πρόκειται για μια δευτερεύουσα αντίθεση, μια middle class ανησυχία, αλλά μια αναπόσπαστη σκοπιά της ταξικής πάλης, ένα κομβικό ζήτημα περιβαλλοντικής δικαιοσύνης.

Εκτός όμως από επίδικο του κοινωνικού ανταγωνισμού, ο δημόσιος χώρος αποτελεί ο ίδιος και το πεδίο ανάπτυξής του. Σε όλη τη σύγχρονη ιστορία, οι δρόμοι κι οι πλατείες των πόλεων μας υπήρξαν πάντα τα κρισιμότερα πεδία των κινημάτων, των εξεγέρσεων, των επαναστάσεων – αξίζει εδώ να μνημονεύσουμε την Πλατεία Ελευθερίας, τον τόπο που ξεκίνησε η επανάσταση των Νεότουρκων και που σήμερα παραμένει θαμμένη κάτω από τα ΙΧ. Το παράδειγμα αυτό υποδεικνύει επίσης ότι ο αγώνας για την υπεράσπιση των δημόσιων χώρων είναι πάντα και αγώνας για τη διάσωση της συλλογικής μνήμης μιας πόλης. Αυτή η ιδιότητα του δημόσιου χώρου ως πεδίο πάλης, έχει επίσης πρόσημο: δεν είναι τυχαία η απαξίωση με την οποία το αστικό κατεστημένο μιλά για την “πολιτική του πεζοδρομίου”, ή η σταθερή πίστη των κινημάτων ότι “στο δρόμο γεννιούνται οι συνειδήσεις”, από την άλλη. Η ύπαρξη ανοικτών δημόσιων χώρων αποτελεί προϋπόθεση της ανάπτυξης των αγώνων κυρίως για την πλευρά των κυριαρχούμενων: η πλευρά των κυρίαρχων διαθέτει και προτιμά άλλους χώρους συνεύρεσης ή απεύθυνσης. Όσο η πρόσβαση στον δημόσιο χώρο στενεύει, είτε λόγω καταστολής, είτε λόγω εμπορευματοποίησης, τόσο τα κοινωνικά κινήματα χάνουν τον ζωτικό τους χώρο – τον χώρο δηλαδή που οι άνθρωποι μπορούν ενσώματα να συναντιούνται, να συναθροίζονται, να εκφράζονται συλλογικά.

Ο περιορισμός του δημόσιου χώρου διαλύει τα συλλογικά κινήματα, την αίσθηση της κοινότητας και αποδιοργανώνει συνολικά τον κοινωνικό ιστό της πόλης γενικά και της κάθε γειτονιάς ειδικότερα. Διαλύει τις κοινωνικές σχέσεις που αναπτύσσονται αυθόρμητα στη βάση των κοινών αναγκών κι επιθυμιών, αφήνοντας όλο τον χώρο ελεύθερο για την επέκταση των εμπορευματικών σχέσεων. Χωρίς επαρκείς, φιλόξενους, ελεύθερους χώρους δεν μπορεί να συγκροτηθεί η ταυτότητα μιας γειτονιάς και αυτή καταλήγει τελικά σε ένα άθροισμα απομονωμένων ιδιωτικών κατοικιών, χωρίς κοινό νόημα. Ακριβώς για τον ίδιο λόγο, έχουμε δει να συμβαίνει και το αντίθετο: η διεκδίκηση ενός ελεύθερου χώρου, ως αφορμή, να συμβάλλει καθοριστικά στην ανασυγκρότηση των κοινωνικών σχέσεων, στο δέσιμο των ανθρώπων, στην ανάδυση μιας κοινής ταυτότητας, τελικά στη δημιουργία μιας γειτονιάς.

Από τους συγκεκριμένους αγώνες στη συγκρότηση ενός οράματος

Η χρησιμότητα αυτής της μικρής εισαγωγής είναι για να δείξουμε ότι τα διάφορα ζητήματα του δημόσιου χώρου, από την αναπτυξιακή προοπτική μιας πόλης ως την οικοδόμηση μιας αλάνας, δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν πάρα μέσα από τη σκοπιά του κοινωνικού ανταγωνισμού. Η γνώση, η θεωρία, η διεθνής εμπειρία, η μελέτη των καλών πρακτικών, είναι χρήσιμοι οδηγοί και προσφέρουν αναγκαία τεκμηρίωση για αυτή ή την άλλη επιλογή. Όμως, για εμάς είναι σαφές, δεν υπάρχουν ουδέτερες, αντικειμενικές λύσεις στα προβλήματα. Δεν μπορεί μια τεχνοκρατική προσέγγιση να συνδυάσει τα αντίθετα συμφέροντα, τις διαφορετικές ανάγκες και επιθυμίες. Κάθε πρόταση για τον δημόσιο χώρο οφείλει να παίρνει θέση σε αυτό το πεδίο ανταγωνισμού, να διαλέγει πλευρά, ακόμα και να συγκρούεται. Η συνηθισμένη πρακτική των κυρίαρχων παρατάξεων είναι να διαλαλούν την πρόθεσή τους για μια πόλη πιο “πράσινη”, πιο “βιώσιμη”, ή -προσφάτως- πιο “ανθεκτική”, χωρίς όμως να επιδιώκουν τη σύγκρουση με τα συμφέροντα της γαιοκτησίας, της ιδιωτικής μετακίνησης, της εμπορευματοποίησης. Υποστηρίζουν ότι με την “κοινή λογική” μπορούν να βρεθούν λύσεις που να είναι συμφέρουσες για όλες τις πλευρές. Μια τέτοια απλοϊκή προσέγγιση, πέρα από ανεδαφική, στην πράξη καταλήγει στην αναπαραγωγή της υφιστάμενης κατάστασης. Τελικά, ακόμα κι αν το κρύβει, παίρνει θέση στον ανταγωνισμό – και παίρνει τη θέση της κυρίαρχης πλευράς.

Από αυτή την ανταγωνιστική σκοπιά αντιμετωπίζουμε εμείς τα ζητήματα του δημόσιου χώρου. Θέλουμε σε κάθε θέμα, σε κάθε αντίθεση, να γνωρίζουμε όσο το δυνατό καλύτερα τις συνθήκες, ώστε να επιλέγουμε αυτή τη θέση που ταιριάζει καλύτερα με τις ανάγκες και τις επιθυμίες της κοινωνικής πλειοψηφίας και των φτωχότερων στρωμάτων. Σε αυτόν τον διαρκή ανταγωνισμό, για εμάς δεν υπάρχουν θέσφατα: ακόμα και το δικαίωμα στην ατομική ιδιοκτησία, το οποίο άλλωστε -όπως περιγράφηκε από την αρχή- δεν είναι αιώνιο, αλλά προκύπτει μέσα από ιστορικούς όρους, μπορεί και πρέπει να αμφισβητηθεί, αν αυτό απαιτεί η κοινωνική ανάγκη. Για παράδειγμα, οι ιδιοκτήτες των ακινήτων δεν πρέπει να είναι ελεύθεροι να καθορίζουν τη χρήση και το ύψος των ενοικίων χωρίς κανένα έλεγχο, αφού η ίδια η αξία της ιδιοκτησίας τους προκύπτει από την ένταξή της μέσα στην πόλη, μέσα δηλαδή σε έναν δημόσιο χώρο. Ή, αν σε μία γειτονιά με απελπιστική έλλειψη ελεύθερων χώρων έχουν μείνει ελάχιστα αδόμητα ιδιωτικά οικόπεδα, το δικαίωμα οικοδόμησης θα πρέπει να περιοριστεί από τις ζωτικές ανάγκες των κατοίκων.

Το να διαλέγεις θέση δεν είναι πάντα εύκολο – δεν υπάρχουν πάντα δύο σαφείς, διακριτές πλευρές. Η πραγματική ζωή είναι γεμάτη αντιφάσεις, τις οποίες συναντάμε συνέχεια παρεμβαίνοντας στα δημοτικά δρώμενα. Για αυτό και δεν διεκδικούμε το αλάθητο – ούτε για τις θέσεις που ακολουθούν. Ίσα – ίσα, πιστεύουμε ότι αν θέλουμε να ακολουθούμε τις κοινωνικές αλλαγές, οι θέσεις μας οφείλουν να κρίνονται, να επανεξετάζονται και να εξελίσσονται διαρκώς. Μέσα από αυτή την κίνηση, μέσα από τις συγκεκριμένες θέσεις και διεκδικήσεις, σχηματίζεται σταδιακά το όραμά μας για την πόλη – κι όχι ανάποδα, από κάποια παγιωμένη ιδεολογική αντίληψη.

Διεκδικούμε λοιπόν το δικαίωμα στην πόλη. Σε μια πόλη που θα θέτει σε προτεραιότητα το δικαίωμα των κατοίκων της στην αξιοπρεπή, προσιτή κατοικία – ακόμα κι αν αυτό έρχεται σε σύγκρουση με τα συμφέροντα των ιδιοκτητών. Σε μία πόλη που θα αφιερώνει τον ζωτικό χώρο που χρειάζονται οι πεζοί, τα ποδήλατα, τα δημόσια μέσα μεταφοράς, τα άτομα με αναπηρία – ακόμα κι αν πρέπει να τον στερήσει από το ΙΧ. Μια πόλη που θα υποδέχεται κατοίκους κι επισκέπτες/τριες σε ανοιχτούς, πράσινους, ασφαλείς για όλους, όλες και όλα ελεύθερους χώρους. Μια πόλη που θα μειώνει τη δομημένη επιφάνεια και θα αυξάνει διαρκώς το πράσινο, για να προφυλάξει την υγεία των κατοίκων της, ανθρώπινων και μη, αλλά και να συνεισφέρει έμπρακτα στον παγκόσμιο αγώνα ενάντια στην κλιματική κρίση. Μια πόλη φροντιστική για τα πιο αδύναμα μέλη της, που δεν θα αφήνει κανέναν και καμία χωρίς κρεβάτι, φαγητό ή περίθαλψη, όταν την χρειαστούν. Μια πόλη ανοιχτή και φιλόξενη στους πρόσφυγες και τους/ις μετανάστες/τριες – και συνεπώς χωρίς καμία ανοχή σε όσους εχθρεύονται τον διπλανό μας. Οι θέσεις που ακολουθούν, σε όλες τις θεματικές του προγράμματός μας, προσφέρουν τις ψηφίδες που συγκροτούν ένα τέτοιο όραμα για την πόλη μας, ένα όραμα που αξίζει στη Θεσσαλονίκη και την ιστορία της.

  1. Οικολογικές λειτουργίες του δημόσιου χώρου

Ο ιδιωτικός χώρος εντός της πόλης -ακριβώς εξαιτίας της υπεραξίας που αποκτά εντός της- είναι κατά κανόνα δομημένος (με ελάχιστες, αλλά πολύτιμες εξαιρέσεις, όπως είναι οι μικρές αυλές που έχουν απομείνει στις λιγοστές μονοκατοικίες, τα πράσινα δώματα ή οι πρασιές). Έτσι, στον εναπομείναντα δημόσιο χώρο πέφτει το βάρος για τη διατήρηση κρίσιμων οικολογικών λειτουργιών στο αστικό περιβάλλον, με σημαντικότερες τη φιλοξενία της βλάστησης και τον κύκλο του νερού. Καθώς αυτές οι λειτουργίες επηρεάζουν άμεσα την ποιότητα ζωής και την υγεία των κατοίκων, συνδέονται άρρηκτα με τις κοινωνικές και ταξικές διαστάσεις που αναλύθηκαν στο πρώτο μέρος. Οι οικολογικές λειτουργίες των δημόσιων χώρων αποκτούν σταδιακά πολλαπλάσια σημασία στο πλαίσιο της μεγάλης μάχης της γενιάς μας: τη μάχη ενάντια στην κλιματική κρίση. Όπως θα αναλυθεί παρακάτω, οι δημόσιοι χώροι μπορούν να παίξουν σημαντικό ρόλο στον περιορισμό των αιτιών της κλιματικής αλλαγής, αλλά και στην άμβλυνση των επιπτώσεών της.

2.α. Ελεύθεροι χώροι και πράσινο

Βασική λειτουργία των ελεύθερων δημόσιων χώρων είναι να διατηρούν την ελάχιστη αναγκαία βλάστηση για την υγεία των πόλεων και των κατοίκων τους. Η κομβική σημασία του πράσινου για την ποιότητα της ζωής στις πόλεις έχει γίνει κατανοητή εδώ και αιώνες: η βλάστηση βελτιώνει το κλίμα και μειώνει τη θερμοκρασία στις μέρες καύσωνα, περιορίζει την ατμοσφαιρική ρύπανση και βελτιώνει την ποιότητα του αέρα, διατηρεί το έδαφος και την ικανότητα απορρόφησης νερού, αμβλύνει τις επιπτώσεις από πλημμύρες και δυνατούς ανέμους, προσφέρει καταφύγιο και τροφή στην άγρια ζωή. Κάποιες από αυτές τις λειτουργίες, όπως η βελτίωση του εδάφους και η συμμετοχή στον υδρολογικό κύκλο, αφορούν ακόμα και τη χαμηλή ή διάσπαρτη βλάστηση, ενώ άλλες λειτουργίες, όπως η μείωση της ρύπανσης, αποκτούν πολύ μεγαλύτερη σημασία όταν οι πόλεις διαθέτουν εκτενείς εκτάσεις με ψηλά δέντρα. Εκτιμάται ότι οι κατάλληλες ζώνες πρασίνου (που περιλαμβάνουν φυτοφράκτες τουλάχιστον σε τρία επίπεδα: θάμνοι, μεσαία και ψηλά δένδρα) κοντά σε πηγές ρύπανσης μπορούν να μειώσουν τις συγκεντρώσεις των ατμοσφαιρικών ρύπων από 30 μέχρι 60% 2.

Όλες αυτές οι οικολογικές λειτουργίες αποκτούν πολύ μεγαλύτερη σημασία στην εποχή της κλιματικής κρίσης, η οποία στην περιοχή μας αναμένεται να εκφραστεί κυρίως από πιο έντονα και παρατεταμένα κύματα καύσωνα. Η αύξηση κατά 30% του αριθμού δέντρων σε μια έκταση μειώνει τη θερμοκρασία περιβάλλοντος κατά μ.ο.0,4 βαθμούς Κελσίου.3 Αυτό σημαίνει ότι σε έναν στενό δρόμο, όπως λόγου χάρη η Τσιμισκή, ο οποίος λειτουργεί σαν “αστικό φαράγγι” περιτοιχισμένο από ψηλές πολυκατοικίες, χωρίς ανοίγματα και κουβαλώντας χιλιάδες αυτοκίνητα και μηχανήματα κλιματισμού, η παρουσία μιας συμπαγούς δενδροστοιχίας μπορεί να μειώσει τη θερμοκρασία κατά πολλούς βαθμούς Κελσίου, ειδικά σε μέρες καύσωνα. Σε αυτή τη μικροκλίμακα, η απουσία των δέντρων εντείνει έναν φαύλο κύκλο, όπου οι υψηλές θερμοκρασίες πιέζουν για ακόμα μεγαλύτερη χρήση κλιματιστικών (για όσους/ες έχουν αυτή την πολυτέλεια, δεδομένων των αυξημένων τιμών στο ρεύμα), τα οποία προσθέτουν στον δρόμο ακόμα περισσότερη θερμότητα.

Χάρη σε όλες αυτές τις λειτουργίες, το πράσινο αποτελεί μία κρίσιμη παράμετρο για την υγεία των κατοίκων, γεγονός που αποτυπώνεται άμεσα με μείωση τόσο της νοσηρότητας όσο και της θνησιμότητας. Το ⅓ των θανάτων που αποδίδονται στις υψηλότερες θερμοκρασίες, θα μπορούσε να έχει αποφευχθεί, αν οι πόλεις είχαν περισσότερο πράσινο.4 Για το πολεοδομικό συγκρότημα της Θεσσαλονίκης, υπολογίζεται ότι αν η ατμοσφαιρική ρύπανση (η υψηλότερη στην Ελλάδα και από τις μεγαλύτερες στην Ευρώπη) κατέβει στα αποδεκτά επίπεδα θα αποφευχθούν 719 θάνατοι κάθε χρόνο5. Σημειώνουμε ότι ο αέρας σε εσωτερικούς χώρους (σπίτια, χώροι εργασίας και αυτοκίνητα) είναι δύο και τρεις φορές περισσότερο ρυπασμένος σε σύγκριση με τον εξωτερικό αέρα, γεγονός εξαιρετικά σημαντικό αφού τις περισσότερες ώρες της ημέρας, βρισκόμαστε σε κλειστούς χώρους6. Τέλος, θα πρέπει να τονίσουμε ξανά την ταξική διάσταση αυτής της νοσηρότητας και θνησιμότητας από την ρύπανση και τη ζέστη, ειδικά σε συνδυασμό με τη διάλυση του δημόσιου συστήματος υγείας.

Η κυριότερη όμως επίδραση της βλάστησης στην υγεία των κατοίκων, είναι κάτι που δύσκολα αποτυπώνεται από δείκτες κι εκτιμήσεις: η τεράστια σημασία που έχει το πράσινο σε όλες τις μορφές του, από τα παρτέρια και τα δέντρα στους δρόμους ως τα μεγάλα πάρκα στην ψυχική κατάσταση, την ηρεμία (ή αντίστροφα, η απουσία τους στο άγχος και την κατάθλιψη), την ευεξία, την αισθητική, γενικά στην ψυχογεωγραφία της πόλης.

Τέλος, μια πιθανή λειτουργία των δημόσιων χώρων πρασίνου είναι οι αστικές καλλιέργειες. Οι αστικές καλλιέργειες ενδυναμώνουν τη σχέση μεταξύ των δημοτών και του δημόσιου χώρου, διατηρούν την ποιότητα του χώρου, ενώ, ειδικά σε συνθήκες οικονομικής κρίσης, μπορούν να αποτελέσουν ένα πολύτιμο βοήθημα για τα νοικοκυριά που έχουν μεγαλύτερη ανάγκη. Στη Θεσσαλονίκη υπάρχουν περιορισμένες, αλλά επαρκείς εκτάσεις που μπορεί να γίνει αυτό, όπως πιστοποιεί και πρόσφατη μελέτη.7 Μέχρι τώρα, είχαμε μάλιστα κάποια θετικά βήματα σε αυτή την κατεύθυνση, είτε με αυτοοργανωμένες πρωτοβουλίες πολιτών (π.χ. ΠΕΡΚΑ), είτε με πρωτοβουλία θεσμών, όπως το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο που παραχώρησε εκτάσεις στο Πανεπιστημιακό Αγρόκτημα. Ο ίδιος ο Δήμος επίσης διατηρεί τον Αστικό Αμπελώνα, μια θετική πρωτοβουλία.

Η κατάσταση στη Θεσσαλονίκη

Η τραγική έλλειψη πράσινου στη Θεσσαλονίκη αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα κοινωνικά προβλήματα. Το Πολεοδομικό Συγκρότημα Θεσσαλονίκης έχει έκταση περί τα 150 τ.χλμ. Σύμφωνα με παλαιότερη μελέτη, η Θεσσαλονίκη καλύπτεται κατά 77% από κτίρια, κατά 19% από ασφαλτοστρωµένους δρόµους και µόλις ένα 4% αποτελείται από πράσινο και ελεύθερους χώρους8. Έτσι, το πράσινο που αντιστοιχεί σε κάθε κάτοικο είναι λιγότερο από 2 τ.μ.9, με ελάχιστο αποδεκτό όριο τα 10 τ.μ., τον ευρωπαϊκό μέσο όρο να κυμαίνεται κοντά στα 7 τ.μ. και τις πόλεις της ανατολικής Ευρώπης να διαθέτουν ως και 20 τ.μ. Η αναλογία αυτή είναι ακόμη χειρότερη στις λαϊκές γειτονιές, όπως στην Τούμπα, όπου αντιστοιχεί 0,76 τ.μ. πρασίνου ανά κάτοικο.

Χαρακτηριστική αεροφωτογραφία από την ανατολική Θεσσαλονίκη: σε μία έκταση περίπου 2.500 στρεμμάτων, με πολλές χιλιάδες κατοίκους, δεν υπάρχει ούτε ένας αξιόλογος ελεύθερος χώρος πρασίνου. Μοναδική εξαίρεση τα απομεινάρια του ρέματος του Κυβερνείου, γεγονός που αποδεικνύει την κομβική σημασία των ρεμάτων στην πόλη.

Προβληματική είναι επίσης η κατάσταση όσων χώρων πρασίνου έχουν απομείνει, αλλά και η πρόσβαση των κατοίκων σε αυτούς. Σύμφωνα με τις διεθνείς προδιαγραφές, θεωρείται σκόπιμο κάθε κατοικία να έχει ένα χώρο πρασίνου στα 300 μ. απόσταση. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα πρόσφατης έρευνας, η μέση απόσταση που διανύει αντίστοιχα ένας κάτοικος της Θεσσαλονίκης, είναι 1,8 χλμ. Επίσης, το 90% των κατοίκων αξιολογεί τους χώρους αυτούς ως κάτω του μετρίου. Έτσι, περισσότεροι κάτοικοι αναζητούν καταφύγιο στη Νέα Παραλία ή το Σέιχ Σου, χρησιμοποιώντας όχημα κι επιβαρύνοντας ακόμα περισσότερο την πόλη.10

Η ποιότητα των χώρων πρασίνου εξαρτάται από πολλές παραμέτρους, όπως η υγεία των δέντρων, η καθαριότητα, ο φωτισμός και οι υποδομές, τομείς όπου η επίδοση του Δήμου είναι επίσης ανεπαρκής. Ειδικά για την υγεία των δέντρων, να σημειώσουμε εδώ την κακή πρακτική που από ό,τι φαίνεται υιοθετούν Δήμοι σε όλη τη χώρα, συμπεριλαμβανομένου της Θεσσαλονίκης, να κλαδεύουν τα δέντρα με βαθύ κλάδεμα, ως και καρατόμηση, συχνά μάλιστα εκτός εποχής, μειώνοντας τόσο τη ζωτικότητά τους, όσο και την ωφέλεια για την πόλη. Στον αρνητικό απολογισμό να προστεθεί κι η ύπαρξη χιλιάδων, 2.500 εκτιμήθηκαν πρόσφατα, άδειων δενδροδόχων. Τέλος, λίγα πράγματα έχουν γίνει στην πόλη από τον Δήμο για πιο καινοτόμες μορφές πρασίνου, όπως τα φυτεμένα δώματα, οι κάθετοι κήποι, η ενθάρρυνση του πράσινου στα μπαλκόνια κ.ά..

Παρά την κοινώς αποδεκτή σημασία του πράσινου και την εμφανή έλλειψή του από την πόλη, οι διαχρονικές τάσεις παραμένουν δυσοίωνες. Εδώ και τέσσερις τουλάχιστον δεκαετίες, υπό πολλές διαφορετικές διοικήσεις, το πράσινο και οι ελεύθεροι χώροι στην πόλη διαρκώς μειώνονται: είναι χαρακτηριστικό ότι το νέο Δημαρχείο της πόλης χτίστηκε σε έναν από τους τελευταίους ελεύθερους χώρους του κέντρου!11 Η τάση αυτή αναμένεται να συνεχιστεί και στα επόμενα χρόνια, αφού δεν υπάρχει κανένας σχεδιασμός για σημαντική αύξηση των ελεύθερων χώρων, αλλά αντίθετα μειώνονται και οι ελάχιστοι εναπομείναντες – χαρακτηριστικότερα παραδείγματα εδώ η ΔΕΘ και η Πλατεία Ελευθερίας. Εξάλλου, οι διοικήσεις του Δήμου διαχρονικά δεν μερίμνησαν για την απαλλοτρίωση αδόμητων οικοπέδων. Αντίθετα, όπως είδαμε στις περιπτώσεις του οικοπέδου δίπλα στην “Αλυσίδα” ή τα Τροχιοδρομικά, δεσμευμένα οικόπεδα θα επέστρεφαν στους ιδιοκτήτες για να οικοδομηθούν, αν δεν παρενέβαιναν δυναμικά οι κινήσεις πολιτών. Ακόμα και οικόπεδα δημόσιας ιδιοκτησίας συνεχίζουν να οικοδομούνται, όπως βλέπουμε πρόσφατα με τα 6 οικόπεδα της Εκκλησίας, ενώ η μη οριοθέτηση των ρεμάτων θέτει και αυτά σε κίνδυνο οικοδόμησης (βλ. Κρυονέρι).

2.β. Ατμόσφαιρα, νερό, έδαφος

Αερισμός της πόλης

Πέρα από την δεσπόζουσα οικολογική σημασία του πράσινου, οι ελεύθεροι, αδόμητοι χώροι διαθέτουν και αυτοτελείς οικολογικές λειτουργίες. Μία από αυτές, κρίσιμη στην περίπτωση της Θεσσαλονίκης, είναι ο ρόλος τους στον αερισμό της πόλης. Η Θεσσαλονίκη, από τη μία είναι γνωστή ιστορικά για την υγρασία της και τη «βαριά ατμόσφαιρα» -η οποία προφανώς στα πρόσφατα χρόνια επιβαρύνεται δυσβάσταχτα από την ατμοσφαιρική ρύπανση λόγω κυρίως του κυκλοφοριακού. Από την άλλη, έχει το μεγάλο προτέρημα να διαθέτει από τη μία ένα εκτενές παραλιακό μέτωπο και από την άλλη το περιαστικό δάσος του Σέιχ Σου. Έτσι, η δυνατότητα κυκλοφορίας του αέρα εγκάρσια στον άξονα της πόλης -μια κατεύθυνση που ευτυχώς συμπίπτει και με τους συνηθισμένους βόρειους ανέμους της περιοχής- είναι κομβική για τον καθαρισμό και τη βελτίωση της ατμόσφαιρας: “φύσηξε ο Βαρδάρης και καθάρισε”, όπως λένε οι κάτοικοι της πόλης.

Την κομβική αυτή δυνατότητα την είχε ήδη κατανοήσει ο Εμπράρ και τη συμπεριέλαβε στον ανασχεδιασμό της πόλης, προτείνοντας δύο μεγάλους κάθετους άξονες: έναν στην Πλατεία Αριστοτέλους και έναν στο ύψος της σημερινής ΔΕΘ. Δυστυχώς, ο σχεδιασμός αυτός δεν ακολουθήθηκε. Έτσι, οι δυνατότητες της θαλάσσιας αύρας για τον αερισμό και τη διασπορά των ρύπων στο πολεοδομικό συγκρότημα της Θεσσαλονίκης είναι σήμερα μικρότερες, και περιορίζονται κυρίως στη δίοδο της Πλατείας Αριστοτέλους, της περιοχής της ΧΑΝΘ – Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης και του πρώην Στρατοπέδου Κόδρα. Οι δυνατότητες της απόγειας αύρας είναι επίσης λίγες και περιορίζονται κυρίως στη δίοδο της οδού Λαγκαδά, της περιοχής του Πανεπιστημίου και της οδού που συνδέει τις περιοχές Πανοράματος – Πυλαίας – Χαριλάου12. Η διασφάλιση αυτών των διόδων χωρίς επιπλέον δόμηση, με αύξηση του πρασίνου, μείωση των υπαρχουσών εκπομπών ρύπων και κατάλληλες χρήσεις γης στην περιοχή τους, αποτελεί βασική προϋπόθεση για τη βελτίωση της ποιότητας του αέρα της πόλης. Εννοείται τέλος ότι αντίστοιχα προτερήματα τοπικής εμβέλειας, μπορούν να αποδώσουν στην πόλη και άλλοι ελεύθεροι χώροι μιας σχετικά μεγάλης κλίμακας, όπως τα πρώην στρατόπεδα.

Ρέματα και αντιπλημμυρική προστασία

Η αμφιθεατρικά χτισμένη Θεσσαλονίκη διαπερνάται από πολλά μικρά και μεγαλύτερα ρέματα που καταλήγουν στον Θερμαϊκό. Τα ρέματα αυτά έπαιξαν κρίσιμο ρόλο στη ζωή της πόλης, σε όλη την ιστορία της: είναι χαρακτηριστικό ότι στο κέντρο της πόλης, στο Καπάνι, λειτουργούσαν ακόμα και νερόμυλοι!13 Όλα αυτά ως και τον τελευταίο αιώνα, οπότε και το μεγαλύτερό μέρος τους καταστράφηκε. Τα νερά τους διοχετεύθηκαν σε υπόγειους αγωγούς και η επιφάνειά τους τσιμεντοποιήθηκε ή χτίστηκε. Κάποια άλλα ρέματα διευθετήθηκαν, ή διοχετεύθηκαν στην Περιφερειακή Τάφρο. Μικρά τμήματά τους διασώθηκαν, προσφέροντας ως σήμερα μερικούς πολύτιμους χώρους πρασίνου.

Χάρτης με τα ρέματα / χειμάρρους / ποτάμια στην ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης, όπως εμφανίζεται στο τεύχος με τους χάρτες της μελέτης «Επικαιροποίηση Master Plan Αντιπλημμυρικών Έργων περιοχών Ν. Θεσσαλονίκης».

Αν διατηρούσαν την ενότητά τους, τα ρέματα ως χώροι πρασίνου θα μπορούσαν να προσφέρουν μερικούς εξαιρετικά χρήσιμους πράσινους διαδρόμους, ξεκινώντας από το περιαστικό δάσος και φτάνοντας ως τη θάλασσα. Οι διάδρομοι αυτοί, καθώς απλώνονται σχετικά ισότιμα μέσα στο πολεοδομικό συγκρότημα, θα συντελούσαν καθοριστικά στη συνδεσιμότητα των χώρων πρασίνου, την πρόσβαση των κατοίκων προς αυτούς, την κινητικότητα και την επιβίωση της άγριας πανίδας, την κυκλοφορία του αέρα και βέβαια στην αισθητική και την ποιότητα ζωής. Ένα μέρος από αυτούς τους ρόλους επιτελούν και τα μικρά τμήματα που έχουν απομείνει.

Εκείνο όμως που δεν μπορούν να επιτελέσουν είναι τον βασικό, φυσικό ρόλο των ρεμάτων: να διοχετεύουν το νερό της βροχής προς τη θάλασσα. Η καταστροφή των ρεμάτων συνεπώς είναι ο κυριότερος λόγος που η Θεσσαλονίκη πλημμυρίζει τόσο εύκολα, ακόμα και από σχετικά αναμενόμενες βροχοπτώσεις. Δεν είναι τυχαίο ότι τα σημεία που υποφέρουν περισσότερο από τις πλημμύρες, όπως η ΔΕΘ ή η Εθνικής Αμύνης, καλύπτουν ουσιαστικά παλιές κοίτες ρεμάτων. Ακόμα κι εκεί που υπάρχουν υπόγειοι αγωγοί για να τα αντικαθιστούν τις κοίτες, η διατομή τους δύσκολα αρκεί για τα πλημμυρικά φορτία. Εννοείται ότι το πρόβλημα αυτό διογκώνεται από την κακή συντήρηση του αποχετευτικού δικτύου. Είναι όμως λάθος, στο όποιο εύκολα πέφτει η εκάστοτε αντιπολίτευση, να μένουμε σε αυτό και να απωθούμε την κύρια αιτία, που είναι το μπάζωμα των ρεμάτων.

Γνωρίζουμε ότι η συχνότητα των πλημμυρικών φαινομένων αναμένεται να αυξηθεί με την ένταση της κλιματικής κρίσης. Αυτός είναι ο κύριος λόγος που πολλές πόλεις έχουν μπει πια στην αντίστροφη διαδικασία, δηλαδή να αποκαθιστούν, να ανοίγουν ξανά τις κοίτες στο φως (daylighting).

Η Θεσσαλονίκη δυστυχώς είναι ακόμα πολύ μακριά από αυτή τη λογική. Στα εναπομείναντα ρέματα σχεδιάζονται ακόμα παρεμβάσεις εγκιβωτισμού, ενώ τα ίδια δεν έχουν ακόμα οριοθετηθεί και προστατευθεί. Το Υπουργείο Μεταφορών και Υποδομών έχει μόλις πρόσφατα εκπονήσει Master Plan Αντιπλημμυρικών Έργων περιοχών Θεσσαλονίκης, το οποίο έχει εγκριθεί. Αυτήν τη στιγμή, έχουν συμβασιοποιηθεί οι μελέτες για την οριοθέτηση και τα έργα διευθέτησης της περιφερειακής τάφρου και των συμβαλλόντων ρεμάτων από το Υπουργείο και συγκεκριμένα περιλαμβάνονται στο Πρόγραμμα «Θεσσαλονίκη 2030».

Τέλος, πέρα από τα ρέματα, κρίσιμο ρόλο στον υδρολογικό κύκλο έχουν όλοι οι ελεύθεροι, αδόμητοι χώροι μιας πόλης. Στο βαθμό που δεν έχουν τσιμεντοποιηθεί -και ακόμα περισσότερο όταν φέρουν πράσινο- συμβάλλουν καθοριστικά στην απορρόφηση των νερών της βροχής, αποφορτίζοντας το αποχετευτικό δίκτυο και προλαμβάνοντας τις πλημμύρες. Για το λόγο αυτό, ακόμα και χώροι που χρησιμοποιούνται για στάθμευση ενδείκνυται να διατηρούν φυσικές καλύψεις (χαλίκι ή χώμα), για να διατηρούν την απορροφητικότητά τους. Ο ρόλος των ρεμάτων και των αδόμητων εκτάσεων στην απορρόφηση και την απορροή των όμβριων υδάτων έχει ιδιαίτερη σημασία σε πόλεις όπως η Θεσσαλονίκη, που το αποχετευτικό σύστημα είναι πανδεκτικό, δέχεται δηλαδή αδιάκριτα τα αστικά λύματα και τα νερά της βροχής. Είναι φανερή η μείωση οικονομικού και περιβαλλοντικού κόστους που θα επιτυγχάνονταν αν μια σημαντική ποσότητα από τα νερά της βροχής δεν περνούσε από την ίδια επεξεργασία. Οι διοικήσεις του Δήμου ωστόσο αγνοούν διαχρονικά τα παραπάνω και συνεχίζουν να θεωρούν ως “έργο” την ασφαλτόστρωση νέων ακάλυπτων εκτάσεων, όπως έγινε πρόσφατα με τους χώρους στάθμευσης στην περιοχή του Ποσειδωνίου.

  1. Πολεοδομική ρύθμιση

Όπως και σε άλλα πεδία κοινωνικού ανταγωνισμού, η ρύθμιση των χρήσεων, των δικαιωμάτων, της ιδιοκτησίας, με δυο λέξεις η σχέση δημόσιου / ιδιωτικού, αποτέλεσε από νωρίς πεδίο κρατικής παρέμβασης. Όπως επίσης στα άλλα πεδία (πχ εργατική νομοθεσία, κοινωνικό κράτος, έμφυλες σχέσεις), η παρέμβαση αυτή έχει αντιφατικά χαρακτηριστικά: από τη μία πλευρά, το κράτος παρεμβαίνει για να οργανώσει και να κανονικοποιήσει την αξιοποίηση της πόλης από το κεφάλαιο. Από την άλλη, θέτει όρια στη διαρκή επέκταση και προστατεύει κοινωνικές ομάδες και ανάγκες για να αμβλύνει τις κοινωνικές εντάσεις, ή ακόμα τις συγκρούσεις μεταξύ διαφορετικών τμημάτων του κεφαλαίου. Το που θα γείρει η πλάστιγγα σε κάθε στιγμή, σε κάθε πόλη, ακόμα και σε κάθε σημείο ή γειτονιά, εξαρτάται -όπως πάντα- από τον συσχετισμό των δυνάμεων. Όπως είναι αναμενόμενο, στα χρόνια της απεριόριστης επέκτασης του κεφαλαίου, της απορρύθμισης των κρατικών ελέγχων, της διάλυσης του κοινωνικού κράτους, η ρύθμιση των χρήσεων και της δόμησης μέσα στις πόλεις υποχώρησε συστηματικά, αφήνοντας ακόμα πιο ευάλωτο τον δημόσιο χώρο.

3.α. Από το Ρυθμιστικό στα ειδικά χωροταξικά

Την πορεία αυτή ακολούθησε και η Θεσσαλονίκη. Η τάση για μια συνολικότερη ρύθμιση που θα εξετάζει το πολεοδομικό συγκρότημα στο σύνολό του και θα προσπαθήσει να συμβιβάσει διαφορετικές ανάγκες, ακόμα και αν διατηρούσε στον πυρήνα της την προτεραιότητα της καπιταλιστικής ανάπτυξης, εκφράστηκε στη Θεσσαλονίκη (όπως και στην Αθήνα), με τη θεσμοθέτηση του Ρυθμιστικού Σχεδίου Θεσσαλονίκης (ΡΣΘ) το 1985, δηλαδή σε μια ριζικά διαφορετική κοινωνική και πολιτική συγκυρία. Όπως αναφέρεται στο ίδιο, το Ρυθμιστικό Σχέδιο καθορίζει το σύνολο των στόχων, των κατευθύνσεων, των προγραμμάτων και των μέτρων που προβλέπονται ως αναγκαία για τη χωροταξική και πολεοδομική οργάνωση της Ευρύτερης Περιοχής Θεσσαλονίκης. Το πεδίο εφαρμογής δεν περιλαμβάνει μόνο το πολεοδομικό συγκρότημα στο σύνολό του, αλλά ολόκληρους τους Νομούς Θεσσαλονίκης, Χαλκιδικής και Κιλκίς, ως χωροταξικής υποενότητας της Κεντρικής Μακεδονίας.

Οι γενικότεροι στόχοι που καθορίζονταν τότε για την ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης ήταν: α) Η ανάδειξη της ιστορικής φυσιογνωμίας της Θεσσαλονίκης και η αναβάθμιση της κεντρικής περιοχής της. β) Η βελτίωση της ποιότητας ζωής για όλους τους κατοίκους της και η προστασία του φυσικού περιβάλλοντος. γ) η εξισορρόπηση των κοινωνικών ανισοτήτων από περιοχή σε περιοχή. δ) Η διεύρυνση των επιλογών κατοικίας και εργασίας, αναψυχής και ψυχαγωγίας σε κάθε περιοχή της Θεσσαλονίκης. ε) Η ποιοτική αναβάθμιση κάθε γειτονιάς και η προστασία των περιοχών κατοικίας από οχληρές λειτουργίες και χρήσεις.

Αργότερα, στη δεκαετία του 2000, έγινε προσπάθεια να επικαιροποιηθεί ο σχεδιασμός με ένα νέο Ρυθμιστικό Σχέδιο. Οι νέοι στόχοι που τέθηκαν μετατόπισαν το βάρος από την κοινωνική και περιβαλλοντική δικαιοσύνη στην οικονομική ανάπτυξη: (α) Διεθνοποίηση και οικονομική ανάπτυξη της Θεσσαλονίκης. (β) Ενδυνάμωση της χωρικής συνοχής της μητροπολιτικής περιοχής και ισόρροπη ανάπτυξη. (γ) Προώθηση ισότητας ευκαιριών, κοινωνικής συνοχής σε ολόκληρη την περιοχή εμβέλειας του ν.Ρ.Σ.Θ. (δ) Βελτίωση της ποιότητας ζωής των κατοίκων μέσα από αναπλάσεις, ανάσχεση του φαινομένου της αστικής επέκτασης και διάχυσης και ενίσχυση του μοντέλου της συμπαγούς πόλης. (ε) Διασφάλιση οικολογικής ισορροπίας, προστασία και ανάδειξη των φυσικών και πολιτιστικών πόρων της περιοχής.

Ο χάρτης του νέου Ρυθμιστικού Σχεδίου της Θεσσαλονίκης

Παρόλα αυτά, ακόμα και αυτός ο σχεδιασμός θεωρήθηκε εχθρικός για τις ανάγκες του κεφαλαίου σε περίοδο κρίσης. Έτσι, μετά από 5 χρόνια καθυστερήσεων, το 2014 το τελικό κείμενο αποσύρθηκε από την Βουλή, με πρωτοβουλία των τότε κυβερνητικών βουλευτών, για να μην επιστρέψει ποτέ ξανά.

Τη θέση του ενιαίου Ρυθμιστικού Σχεδίου πήραν τα επιμέρους Ειδικά Χωροταξικά Σχέδια, όπως αυτά για τη ΔΕΘ, το Παραλιακό Μέτωπο, την περιοχή Αλλατίνι κα. Τα Ειδικά Χωροταξικά, από τη φύση τους, δεν λαμβάνουν υπόψη ευρύτερες ανάγκες και συνθήκες της πόλης, αλλά εξετάζουν διακριτά κάθε έκταση, ως να ήταν απομονωμένη. Η προσέγγιση αυτή, αυτονόητα ακατάλληλη για μια πόλη, προκρίνεται γιατί επιτρέπει τη σαλαμοποίηση του αστικού περιβάλλοντος και ιδιαίτερα του δημόσιου χώρου, ανοίγοντας τον δρόμο στην εμπορική ή άλλη αξιοποίησή του. Σε πανελλαδικό επίπεδο άλλωστε, οι πρακτικές “κατ’ εξαίρεση” σχεδιασμού, χωρίς ολοκληρωμένο πλαίσιο14, έχουν γίνει ο κανόνας και σε συνδυασμό με άλλες πρακτικές κακής νομοθέτησης, όπως η συνεχιζόμενη θέσπιση παρεκκλίσεων, η προσθήκη ρυθμίσεων σε τελείως διαφορετικής θεματολογίας νομοσχέδια, η ελλιπέστατη τεκμηρίωση και αιτιολόγηση των προτεινόμενων διατάξεων, η εισαγωγή διατάξεων με πρόδηλο φωτογραφικό χαρακτήρα και η απουσία ουσιαστικής διαβούλευσης, αποτελούν το βασικό όχημα για τον κατακερματισμό και την υφαρπαγή του δημόσιου χώρου.

3.β. Η Μητροπολιτική Περιοχή Θεσσαλονίκης

Ποια είναι όμως η κατάλληλη κλίμακα για τη ρύθμιση μιας πόλης σαν τη Θεσσαλονίκη; Σύμφωνα με την επιστήμη και τη διεθνή πρακτική, μητροπολιτική χαρακτηρίζεται μια περιοχή που περιλαμβάνει αστικό οικισμό με μεγάλο πληθυσμό, με μεγάλο βαθμό λειτουργικής ολοκλήρωσης, που εκτείνεται σε μεγάλη γεωγραφική περιοχή πέρα από τα όρια δικαιοδοσίας ενός μόνο δήμου, με σύνθετη συνήθως οικονομική βάση και με οικονομικές και κοινωνικές δραστηριότητες, που υπερβαίνουν τα όρια των δήμων. Μια μητροπολιτική περιοχή περιλαμβάνει ολοκληρωμένες λειτουργικά ενότητες, που διαμορφώνονται συνήθως με κύριο κριτήριο την ημερήσια ζώνη διακίνησης ατόμων.

Η πρόσφατη μελέτη επικαιροποίησης του Ρυθμιστικού Σχεδίου Θεσσαλονίκης (ΡΣΘ), αλλά και άλλες επιστημονικές έρευνες και μελέτες, έδειξαν μεταξύ άλλων τα παρακάτω:

• Η ισχυρή βιομηχανική σύνδεση και αλληλεξάρτηση της Θεσσαλονίκης με τον Ν. Κιλκίς, η ισχυρή τουριστική σύνδεση και αλληλεξάρτηση της Θεσσαλονίκης με τον Ν. Χαλκιδικής και οι μεγάλες, μοναδικές και ανεκμετάλλευτες δυνατότητες οικοτουριστικής ανάπτυξης της επαρχίας Λαγκαδά (περιοχή διεθνώς προστατευόμενων λιμναίων οικοσυστημάτων Κορώνειας – Βόλβης) καθιστούν τον ενιαίο ρυθμιστικό σχεδιασμό της περιοχής αυτής, όρο επιβίωσης και βιωσιμότητας τόσο της Θεσσαλονίκης όσο και των περιοχών των Νομών Θεσσαλονίκης – Χαλκιδικής – Κιλκίς.

• Ο Νομός Κιλκίς αποτελεί αναγκαστικά τη συμπληρωματική περιοχή βιομηχανικής ανάπτυξης για το ΡΣΘ. Επίσης, στην περιοχή, που περιλαμβάνει τους Νομούς Κιλκίς – Θεσσαλονίκης – Χαλκιδικής, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα, το τεχνικά και οικονομικά εκμεταλλεύσιμο αιολικό και ηλιακό δυναμικό της – και μετά την αφαίρεση των περιοχών που δεν επιτρέπεται η εγκατάσταση αιολικών και ηλιακών συστημάτων – οδηγεί στη δυνατότητα κάλυψης του συνόλου των αναγκών της περιοχής αυτής σε ηλεκτρική ενέργεια μόνον από ΑΠΕ. Ο σχεδιασμός λοιπόν της χωροθέτησης μονάδων αιολικής όσο και ηλιακής ενέργειας (χωρίς κοινωνικές, οικονομικές και περιβαλλοντικές επιπτώσεις) στην προαναφερόμενη περιοχή οφείλει προφανώς να είναι ενιαίος και να είναι εντός των ορίων ΡΣΘ και Μητροπολιτικής Περιοχής Θεσσαλονίκης.

• Η αναγκαιότητα διατήρησης της γεωργικής δραστηριότητας στο πλαίσιο βιωσιμότητας της περιοχής Θεσσαλονίκης πρέπει να καλύπτεται με τα όρια ΡΣΘ και Μητροπολιτικής Περιοχής, έτσι ώστε να οδηγεί στην ανάσχεση της αστικοποίησης της αγροτικής γης με διατήρηση επαρκούς αποθέματος καλλιεργήσιμων εκτάσεων και θυλάκων αγροτικής γης στην περιοχή.

• Η ισχυρή σύνδεση και αλληλεξάρτηση της Θεσσαλονίκης στον τομέα της απασχόλησης με τους Νομούς Κιλκίς (βιομηχανία) – Χαλκιδικής (τουρισμός), αλλά και Ημαθίας – Πέλλας (μεταποίηση) πρέπει να αποτυπώνεται με τα όρια ΡΣΘ και Μητροπολιτικής Περιοχής.

• Ο σχεδιασμός για την αξιοποίηση των δυνατοτήτων οικοτουριστικής ανάπτυξης της επαρχίας Λαγκαδά (περιοχή διεθνώς προστατευόμενων λιμνών Κορώνειας – Βόλβης) και τη συνεπαγόμενη αύξηση της απασχόλησης πρέπει επίσης να αποτυπώνεται με τα όρια ΡΣΘ και Μητροπολιτικής Περιοχής.

• Το ΡΣΘ και η Μητροπολιτική Περιοχή πρέπει να περιλαμβάνουν: α) αδιάσπαστα τα οικοσυστήματα και τις προστατευόμενες περιοχές κάθε είδους, β) τις δραστηριότητες εκείνες που επηρεάζουν τα ευαίσθητα οικοσυστήματα και γενικότερα έχουν αρνητικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις στη μητροπολιτική περιοχή.

• Τα όρια ΡΣΘ και Μητροπολιτικής Περιοχής πρέπει να ανταποκρίνονται στις ανάγκες σχεδιασμού με στόχο την προστασία των διεθνώς προστατευόμενων οικοσυστημάτων του Δέλτα Αξιού-Λουδία-Αλιάκμονα και των λιμνών Κορώνειας-Βόλβης (Νομός Θεσσαλονίκης), των ορεινών όγκων και δασικών εκτάσεων των Νομών Θεσσαλονίκης – Χαλκιδικής – Κιλκίς και της σχεδιαστικής κάλυψης όλου του Θερμαϊκού Κόλπου (Νομοί Θεσσαλονίκης, Χαλκιδικής και Πιερίας) και ενδεχομένως του Στρυμωνικού Κόλπου (Νομοί Θεσσαλονίκης και Σερρών)

• Τέλος, τα όρια ΡΣΘ και Μητροπολιτικής Περιοχής πρέπει να διασφαλίζουν τον ενιαίο και αποτελεσματικό σχεδιασμό για την:

α) προστασία και διαφύλαξη του φυσικού περιβάλλοντος ως αναντικατάστατου οικολογικού – κοινωνικού – οικονομικού «αποθέματος» και ως αναπτυξιακού πλεονεκτήματος

β) προστασία και αποκατάσταση της δομής και λειτουργίας των φυσικών συστημάτων και ανάσχεση της απώλειας της βιοποικιλότητας

γ) προστασία, ανάδειξη και αειφορική διαχείριση της γεωργικής γης, των δασών, των ορεινών όγκων, των υγροτόπων, των ρεμάτων, των ακτών, των γεωμορφολογικών σχηματισμών και των άλλων στοιχείων του περιβάλλοντος ως πολύτιμων και αναντικατάστατων φυσικών πόρων.

Με βάση τα παραπάνω, τα γεωγραφικά όρια της Μητροπολιτικής Περιοχής Θεσσαλονίκης είναι οπωσδήποτε ολόκληροι οι Νομοί Θεσσαλονίκης – Χαλκιδικής – Κιλκίς, ως κύριος κορμός και τουλάχιστον οι όμοροι δήμοι των Νομών Πέλλας, Ημαθίας, Πιερίας και ενδεχομένως των Σερρών15. Σημειώνουμε βέβαια εδώ οι παραπάνω διαπιστώσεις για τις αναπτυξιακές δυνατότητες αυτών των περιοχών, και ειδικά η ανάπτυξη ΑΠΕ και ο τουρισμός, παρατίθενται για να τεκμηριώσουν τα όρια της μητροπολιτικής περιοχής, χωρίς να τίθενται εδώ τα ουσιαστικά περιβαλλοντικά και κοινωνικά θέματα που συνδέονται μαζί τους και κατ’ επέκταση, χωρίς να υιοθετούνται ως αυτονόητες αναπτυξιακές προοπτικές.

Η συγκεκριμένη ΜΠΘ αποτελεί οικονομικά – κοινωνικά – περιβαλλοντικά ένα ολοκληρωμένο και συναρθρωμένο σύνολο (ανεξάρτητα από τη σημερινή και μελλοντική τεχνητή διοικητική διαίρεση), οπότε με τη διατύπωση μιας πολιτικής στη ΜΠΘ εξάγεται και η πολιτική στην υποκείμενη περιοχή του Δήμου Θεσσαλονίκης.

  1. Γενικές αρχές για την υπεράσπιση του δημόσιου χώρου

Με βάση το παραπάνω πλαίσιο και την αποτύπωση της υφιστάμενης κατάστασης στη Θεσσαλονίκη, προκύπτουν οι γενικές αρχές για την υπεράσπιση του δημόσιου χώρου στην πόλη – και ειδικότερα στον Δήμο.

  1. Η διαχείριση του δημόσιου χώρου στην πόλη και ο πολεοδομικός σχεδιασμός θα πρέπει να πραγματοποιούνται σε επίπεδο Μητροπολιτικής Θεσσαλονίκης, όπως αυτή περιγράφηκε παραπάνω, και όχι με τα αποσπασματικά ειδικά χωροταξικά σχέδια που εξυπηρετούν μόνο ad hoc ανάγκες μιας ορισμένης επένδυσης.

Η προσέγγιση αυτή θα εξυπηρετούταν μόνο από την εκπόνηση ενός νέου Ρυθμιστικού Σχεδίου Θεσσαλονίκης, με την ενεργή συμμετοχή της κοινωνίας και με στόχους που να εξυπηρετούν την κοινωνική και περιβαλλοντική δικαιοσύνη. Κατανοώντας ωστόσο ότι οι συνθήκες και ο συσχετισμός δεν θα επέτρεπαν αυτή την στιγμή κάτι τέτοιο, είναι ανώφελο να το καταθέσουμε ως άμεσο αίτημα. Όσο όμως δεν υπάρχει κάτι τέτοιο, επιμένουμε στην ανάγκη συνολικού σχεδιασμού και στην κριτική των ειδικών χωροταξικών.

  1. Οι δημόσιοι χώροι της πόλης, πλατείες, πάρκα, δρόμοι, πεζοδρόμια, δημόσια κτίρια κ.α., θα πρέπει να προστατευτούν από κάθε προσπάθεια ιδιωτικοποίησης, άμεσης ή έμμεσης. Αυτό σημαίνει αντίσταση σε κάθε προσπάθεια δόμησης δημόσιου χώρου (βλ. ΔΕΘ, ρέματα, πρώην στρατόπεδα), αλλά και περιορισμό των εμπορικών χρήσεων που καταλαμβάνουν ή ιδιοποιούνται δημόσιο χώρο, νόμιμα ή παράνομα (παράδειγμα τα τραπεζοκαθίσματα), καθώς και της ζώνης κυριαρχίας του ΙΧ (ως χώρο κίνησης ή στάθμευσης). Σημαίνει επίσης ότι οι δημόσιοι χώροι, δομημένοι και ανοιχτοί, πρέπει να είναι ελεύθερα προσβάσιμοι σε όλους, όλες και όλα, χωρίς οικονομικό αντίτιμο, με επαρκή προσβασιμότητα στα άτομα με αναπηρία και με εξασφάλιση της αίσθησης της ασφάλειας, ειδικά για τις θηλυκότητες.
  2. Πέρα όμως από την υπεράσπιση των υφιστάμενων ελεύθερων χώρων, επιδιώκουμε την ανάπτυξη του δημόσιου χώρου, με την υλική και τη συμβολική έννοια, ως κοινό αγαθό. Οι ελεύθεροι χώροι αποκτούν νόημα όταν γίνονται αναπόσπαστο μέρος της συλλογικής ζωής της κοινότητας. Για να εξασφαλιστεί αυτό, ο σχεδιασμός τους θα πρέπει να βασίζεται στις πραγματικές, τοπικές ανάγκες της κάθε κοινότητας, ή ακόμα καλύτερα η ίδια η κοινότητα να συμμετέχει ενεργά σε αυτόν τον σχεδιασμό.

Αυτή η συμμετοχή επιτυγχάνεται συνήθως μέσα από τον ανταγωνισμό: όταν οι ίδιοι οι δημότες διεκδικούν και επιτυγχάνουν την κατοχύρωση ή τη δημιουργία ενός δημόσιου ελεύθερου χώρου – το καλύτερο παράδειγμα για αυτό είναι το Πάρκο Τσέπης στη Σβώλου. Σε αυτή τη λογική λοιπόν, διεκδικούμε μαζί με τους κατοίκους τη δημιουργία ανοικτών συλλογικών χώρων ανά γειτονιά και την ανάπτυξη θεσμικού πλαισίου για την εκχώρηση σε συλλογικότητες της διαχείρισης χώρων, υποδομών και κτιρίων του δήμου για το κοινό όφελος, ανάλογου με τον Κανονισμό της Μπολόνια για τα Κοινά.

  1. Ειδικά για το πράσινο, είναι επιτακτική ανάγκη της πόλης οι ελεύθεροι χώροι πρασίνου και τα δέντρα στην πόλη να υπερδιπλασιαστούν σε ένα ορατό χρονικό ορίζοντα, για να διαφυλάξουμε την υγεία των κατοίκων, στο περιβάλλον της κλιματικής κρίσης.

Για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο, χρειάζεται η επιβολή ενός μακρόχρονου μορατόριουμ στην επιπλέον δόμηση. Αυτό σημαίνει: (α) Απαγόρευση δόμησης κάθε ελεύθερου χώρου δημόσιας ιδιοκτησίας (κράτους, Δήμου, ασφαλιστικών ταμείων, Υπερταμείου, Εκκλησίας και όποιου άλλου κρατικού οργανισμού ή ΝΠΔΔ) έχει μείνει εντός του πολεοδομικού συγκροτήματος και μετατροπή των αδόμητων αυτών χώρων σε μικρά πάρκα γειτονιάς, με τη συμμετοχή της τοπικής κοινωνίας. (β) Περιορισμός της δόμησης και σε ιδιωτικούς χώρους, κυρίως σε μεγάλης έκτασης, με ένταση των προσπαθειών απαλλοτρίωσης ή λήψη άλλων ανταποδοτικών μέτρων.

Ένας τέτοιος περιορισμός θα αποδώσει εκτάσεις που μπορούν να μετατραπούν σε μεγαλύτερα ή μικρότερα πάρκα, με ισότιμη κατανομή στις γειτονιές (κι έμφαση στις πλέον πυκνοδομημένες), ώστε να πλησιάσει η πόλη τον στόχο να βρίσκεται ένα πάρκο σε λογική απόσταση βαδίσματος από κάθε σπίτι (ενδεικτικά 300 μέτρα).Ένα μέρος αυτών των χώρων μπορεί να παραχωρηθεί για αστικές καλλιέργειες, με την προϋπόθεση να υπάρχουν υπαρκτές κινήσεις πολιτών της γειτονιάς που θα αναλάβουν, σε συνεργασία με το Δήμο και την Υπηρεσία Πρασίνου, τη διαχείρισή τους.

Επιπλέον, θα πρέπει να σταματήσουν άμεσα οι μαζικές κοπές δέντρων. Να γίνουν ατομικά δελτία εκτίμησης κινδύνου για κάθε δέντρο και να ληφθούν τα αντίστοιχα μέτρα (μια τακτική που θα είναι ακόμα και συμφέρουσα οικονομικά σε σχέση με το τεράστιο κόστος των εργολαβιών για το ξερίζωμα και την αντικατάσταση). Να γεμίσουν οι άδειες δενδροδόχοι, να ανανεωθεί ο σχεδιασμός του πράσινου στους δρόμους ώστε να αυξηθούν οι θέσεις και φυσικά να αντικατασταθούν οι δενδροκτόνες πρακτικές βαθιού κλαδέματος από τις εγκεκριμένες, ήπιες δενδροκομικές πρακτικές, όπως προβλέπεται άλλωστε από τον ίδιο τον κανονισμό του Δήμου για το πράσινο.

Τέλος, να επεκταθούν τα προγράμματα για πράσινες στέγες και αυλές στα δημόσια κτίρια (όπως τα σχολεία) και να ενθαρρυνθούν οι ιδιώτες να υιοθετήσουν αντίστοιχες πρακτικές στα μπαλκόνια, τις ταράτσες και τους ακάλυπτους των σπιτιών τους (και με έκπτωση από τα δημοτικά τέλη, όπως ήδη σωστά καθιερώθηκε).

  1. Ιδιαίτερη έμφαση στην προστασία των ρεμάτων, ως υπαρκτοί ή δυνητικοί πράσινοι διάδρομοι που συνδέουν την πόλη με το περιαστικό δάσος. Άμεση οριοθέτηση των ρεμάτων και απαγόρευση κάθε δόμησης στη ζώνη που ορίζει ο νόμος. Προστασία της υψηλής βλάστησης. Απόρριψη των έργων διευθέτησης της κοίτης (π.χ. στον Δενδροπόταμο) και εξασφάλιση της αντιπλημμυρικής προστασίας με διεύρυνση της ανοιχτής περιοχής γύρω από την κοίτη. Εξέταση στο μέλλον της δυνατότητας αποκάλυψης κάποιων ιστορικών ρεμάτων που φέρουν ακόμα σημαντικά πλημμυρικά φορτία, όπως ο χείμαρρος που διαπερνά τη ΔΕΘ.
  2. Τέλος, το καθεστώς δημοπράτησης δημοσίων έργων σε ιδιώτες εργολάβους, και ειδικά αυτά που αφορούν το δημόσιο χώρο, αποτελεί μια διαχρονική εστία αναποτελεσματικότητας, κακοτεχνίας, διαφθοράς και σπατάλης δημοσίων πόρων. Μακροπρόθεσμα, αυτό μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο με τη διαρκή ενίσχυση των τεχνικών υπηρεσιών του Δήμου, ώστε να αναλαμβάνουν αυτές την ολοκλήρωση όλο και περισσότερων έργων και να έχουν την επάρκεια και τη διαθεσιμότητα για σωστό έλεγχο των εξωτερικών αναθέσεων. Γνωρίζουμε ότι αυτή η λογική αντιβαίνει στο καθεστώς λιτότητας που κυριαρχεί, αλλά είναι η μόνη ρεαλιστική προοπτική. Ως τότε, απαιτείται ο μεγαλύτερος δυνατός κοινωνικός έλεγχος, είτε άμεσα, με την αυτοργάνωση των πολιτών, είτε έμμεσα, μέσω της αυτοδιοίκησης. Σε αυτό το τελευταίο σημείο οφείλουμε κι εμείς να αναλάβουμε περισσότερες ευθύνες.

Μέρος ΙΙ: Επιμέρους χώροι και ζητήματα

  1. Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης και το αίτημα για Μητροπολιτικό Πάρκο

Ο χώρος της ΔΕΘ αποτελεί την τελευταία ελπίδα του Δήμου Θεσσαλονίκης για μια σημαντική αύξηση των ελεύθερων χώρων πρασίνου και τη δημιουργία ενός πραγματικού Μητροπολιτικού Πάρκου. Για αυτό και αποτελεί για εμάς την μητέρα των μαχών όσο αφορά τους ελεύθερους χώρους.

Η Θεσσαλονίκη είναι στενά συνδεδεμένη ιστορικά με τη Διεθνή Έκθεση. Όταν δημιουργήθηκε η ΔΕΘ το 1926, ήταν έξω από την πόλη, διότι έτσι μπορεί να αναπτυχθεί ένας εκθεσιακός χώρος. Στην πορεία όμως βρέθηκε στο κέντρο της πόλης, δημιουργώντας καίρια περιβαλλοντικά, κυκλοφοριακά και κοινωνικά προβλήματα, ενώ ταυτόχρονα η ίδια η Έκθεση ασφυκτιά σε έναν χώρο ακατάλληλο για τις δραστηριότητές της.

Για τους προφανείς αυτούς λόγους, στο πρόσφατο παρελθόν όλοι οι φορείς της πόλης, οι επιστήμονες, οι διοικήσεις των Δήμων, ακόμα και τα κόμματα εξουσίας, είχαν συμφωνήσει στην αναγκαιότητα μετεγκατάστασης της ΔΕΘ εκτός του αστικού ιστού και ένταξης του σημερινού χώρου της σε ένα ευρύτερο Μητροπολιτικό Πάρκο. Αναφέρουμε ενδεικτικά μόνο το πόρισμα του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας το 2009 (υπ ́αριθ. απόφαση Α52α/Σ5/03.02.09), συμφωνά με το οποίο “το δίκτυο ελεύθερων χώρων είναι και πρέπει να αντιμετωπίζεται ως κοινωνική υποδομή πρώτης ανάγκης, όπως τα λοιπά κοινωνικά και τεχνικά δίκτυα (δίκτυο ύδρευσης, αποχετευτικό, οδικό κ.λπ.) τόσο για την καλή καθημερινή λειτουργία της πόλης όσο και για την αντιμετώπιση έκτακτων συμβάντων”, οπότε “ο κυριότερος πρακτικός κανόνας θα πρέπει να είναι ότι κάθε νέα μεγάλη δημόσια κοινωνική ή άλλη εγκατάσταση θα πρέπει πλέον να χωροθετείται εκτός του γνωστού οικιστικού ιστού του Π.Σ.Θ.” Από αυτή τη σκοπιά, και αφού εξετάζει διάφορους υποψήφιους χώρους, καταλήγει στη μεταφορά της ΔΕΘ στη Δυτική Θεσσαλονίκη και προτείνει στη σημερινή της θέση “τη οργάνωση του κεντρικού Μητροπολιτικού Πάρκου με βάση την εκπόνηση ενός στρατηγικού σχεδίου ανάπλασης της ευρύτερης κεντρικής περιοχής της Θεσσαλονίκης, που περιλαμβάνει το χώρο της ∆ΕΘ, το Campus του ΑΠΘ, το ΓΣΣ, Μουσεία, ∆ημαρχείο κ.λπ.”.

Αυτός ο μητροπολιτικός σχεδιασμός αποτυπώθηκε στο νέο Ρυθμιστικό Σχέδιο της Θεσσαλονίκης ορίζοντας ότι: «το Μητροπολιτικό Πάρκο πολιτισμού και πρασίνου Θεσσαλονίκης (ΜΠΘ) εκτείνεται στις περιοχές Λευκού Πύργου, πάρκου ΧΑΝΘ – Θεάτρου Κήπου – Βασιλικού Θεάτρου, Αρχαιολογικού Μουσείου, χώρου ΔΕΘ, Πανεπιστημίων, Γ’ Σώματος Στρατού, Πεδίου του Άρεως, με εκτόνωση στην περιοχή της Ευαγγελίστριας και τους Κήπους του Πασά. Ο περιβαλλοντικός σχεδιασμός του ΜΠΘ στοχεύει στη διασφάλιση της συνέχειας μεταξύ της ακτής και του περιαστικού δάσους, μέσω διαδρόμων πρασίνου και αδόμητων ή αραιοδομημένων περιοχών, ώστε να εξασφαλίζεται ο αερισμός του κέντρου της Θεσσαλονίκης, να εκτονώνεται το φαινόμενο της αστικής νησίδας θερμότητας και να προστατεύεται η αστική οικολογία». Στο ίδιο ακριβώς συμπέρασμα κατέληξε και το ολοκληρωμένο Στρατηγικό και Επιχειρησιακό Σχέδιο για το Πράσινο στη Θεσσαλονίκη . Με δεδομένο ότι η σημερινή ΔΕΘ δεν μπορεί να ανταποκριθεί πλέον στον ρόλο της (διαθέτει 40 στρ. εκθεσιακών χώρων σε σύνολο 176 στρ., που δεν επαρκούν ούτε για τις ανάγκες της έκθεσης Agrotica), ο μητροπολιτικός σχεδιασμός κατέληξε στον «σχεδιασμό και υλοποίηση της μετεγκατάστασης της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης (ΔΕΘ) στη Δυτική Περιοχή Θεσσαλονίκης».

Συμβολική δεντροφύτευση μέσα στη ΔΕΘ από την Πόλη Ανάποδα (2021)

Παρόλα αυτά, από το 2010 και μετά, οι διαδοχικές κυβερνήσεις ανέτρεψαν αυτό τον μητροπολιτικό σχεδιασμό ο οποίος είχε εξασφαλίσει τη συναίνεση όλης της πόλης και επέβαλαν την παραμονή και την ανάπλαση της ΔΕΘ στη σημερινή της θέση. Η οριστική υιοθέτηση του σχεδίου ανάπλασης έγινε από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, η οποία και διεκδικεί έτσι την πατρότητα του έργου. Τη μεταστροφή των δύο κομμάτων εξουσίας ακολούθησαν πειθήνια και οι διοικήσεις του κεντρικού Δήμου (καθώς οι δήμοι της περιφέρειας επιμένουν εύλογα στην ανάγκη μετεγκατάσης, για λόγους ισόρροπης ανάπτυξης), αλλά και οι διοικήσεις πολλών φορέων.

Η αρχική δικαιολογία για την μεταστροφή, ήταν το δημοσιονομικό κόστος της μετεγκατάστασης. Ωστόσο, η αιτιολόγηση αυτή είναι αμφίβολη, καθώς δεν συνυπολογίζει στο συνολικό κόστος την ίδια την αξία του οικοπέδου, καθώς τυπικά είναι ιδιοκτησίας της ΔΕΘ, η οποία προφανώς είναι πολλαπλάσια από την αξία ενός οικοπέδου έξω από τον αστικό ιστό. Εξάλλου, οι εργασίες ανάπλασης, σε έναν χώρο στο κέντρο της πόλης, με υδρολογικά ζητήματα (η ΔΕΘ διαπερνάται από μπαζωμένο ρέμα, για αυτό και πλημμυρίζει τόσο εύκολα) και επιβεβαιωμένη ύπαρξη αρχαιοτήτων από τα προϊστορικά χρόνια, θα έχει μάλλον πολύ μεγαλύτερο οικονομικό -και σίγουρα περιβαλλοντικό και κοινωνικό- κόστος.

Ο πραγματικός λόγος αυτής της μεταστροφής πρέπει συνεπώς να αναζητηθεί όχι στο κόστος, αλλά στο κέρδος: η ανάπλαση της ΔΕΘ, η οποία σχεδιάζεται να γίνει με σύμπραξη δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, δεν αφορά μόνο το εκθεσιακό και συνεδριακό σκέλος, το οποίο θα παραμείνει στο δημόσιο, αλλά περιλαμβάνει την ανέγερση ενός πολυόροφου ξενοδοχείου, εμπορικών κέντρων και πάρκινγκ, με τις αποδοτικές αυτές χρήσεις να περιέρχονται άμεσα στα χέρια των ιδιωτών που θα συμμετέχουν στο πρότζεκτ. Στην πραγματικότητα, δεν πρόκειται για ανάπλαση ενός εκθεσιακού χώρου, αλλά για την αλλαγή της χρήσης του, με την εγκατάσταση νέων και περιβαλλοντικά επιβαρυντικών λειτουργιών. Και, όπως σε όλα τα ΣΔΙΤ, το δημόσιο αναμένεται να αναλάβει το κόστος (άμεσα, με κρατικά ή κοινοτικά χρήματα ή έμμεσα, με εγγυημένο τραπεζικό δανεισμό) κι οι ιδιώτες το κέρδος.

Οι κυβερνήσεις και οι διοικήσεις Δήμου και ΔΕΘ προσπάθησαν να καθησυχάσουν τις ανησυχίες, υποσχόμενες ότι ένα μεγάλο μέρος του χώρου (το 50%), θα αποδίδοταν στην πόλη ως “Μητροπολιτικό Πάρκο”. Όταν αποκαλύφθηκε το σχέδιο που κέρδισε τον αρχιτεκτονικό διαγωνισμό, αποδείχθηκε ότι ακόμα αυτή η μισή υπόσχεση έπαψε να τους απασχολεί. Από τα 162 στρέμματα της ΔΕΘ, μόνο τα 30,6 προορίζονται για αδόμητους, πράσινους χώρους –μια έκταση μικρότερη και από τα παρακείμενα υφιστάμενα πάρκα. Η έκταση αυτή δεν συνιστά καν μια ενότητα, αλλά αποτελεί τον ελάχιστο δυνατό προαύλιο χώρο γύρω από τα τσιμεντένια τέρατα, τα λεγόμενα «νησιά». Οι χώροι αυτοί είναι πολύ πιθανό στην πορεία να χρησιμοποιούνται για υπαίθριες εκθέσεις ή να μετατραπούν σε χώρους στάθμευσης. Ο δε δομημένος χώρος αυξάνεται σε σχέση ακόμα και με την υφιστάμενη κατάσταση, ενώ τα νέα κτίρια θα επιβαρύνουν δραματικά, τόσο κατά την κατασκευή τους, όσο και με την ύπαρξή τους, την ποιότητα της ατμόσφαιρας και το μικροκλίμα στην πόλη, καθώς, όπως αναφέρθηκε, η σημαντικότερη υπάρχουσα δίοδος της θαλάσσιας καθώς και της απόγειας αύρας για τον αερισμό και τη διασπορά των ρύπων στο κέντρο της πόλης, είναι η περιοχή Λευκού Πύργου – ΧΑΝΘ – ΔΕΘ – Πανεπιστημίου.

Το σχέδιο που κέρδισε τον αρχιτεκτονικό διαγωνισμό. Στο βάθος αριστερά, το 10όροφο ξενοδοχείο. Οι διαστάσεις των προτεινόμενων “νησιών” αποκαλύπτονται από τη σύγκριση με το μέγεθος του Παλε ντε Σπορ (πίσω δεξιά). Να σημειωθεί ότι άλλες προτάσεις που απορρίφθηκαν, έδιναν τουλάχιστον μεγαλύτερο βάρος στο θέμα του πράσινου, με πράσινες στέγες, χαμηλότερα κτίρια κα.

Παρά την πολιτική συναίνεση των κομμάτων εξουσίας, το πρότζεκτ της ανάπλασης δυσκολεύεται να εξασφαλίσει χρηματοδότηση. Ο αρχικός προϋπολογισμός των 120 εκατομμυρίων, έχει ανέβει στα 300 (χωρίς, επαναλαμβάνουμε, να περιλαμβάνεται η αξία του οικοπέδου, το οποίο θεωρείται δωρεάν). Πρόσφατα, η κυβέρνηση επιχειρεί να βρει χρηματοδότηση από το Υπερταμείο (το οποίο ωστόσο, όπως σημειώνει η Κίνηση Πολιτών έχει τον αντίθετο σκοπό), ενώ η αξιωματική αντιπολίτευση προτείνει τη χρηματοδότηση μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης, επίσης αμφίβολη εξαιτίας του χαρακτήρα του έργου που μόνο κοινωφελές και περιβαλλοντικό δεν μπορεί να χαρακτηριστεί. Το δε ιδιωτικό σκέλος της επένδυσης, εκτιμώμενο στα 100 εκατομμύρια, παραμένει τελείως στον αέρα. Έτσι, πέρα από τις προθέσεις και τα αρχιτεκτονικά σχέδια, μέχρι σήμερα δεν υπάρχει χρηματοδότηση ούτε για τις μελέτες. Συνεπώς, ο αρχικός σχεδιασμός για τον εορτασμό των 100 ετών το 2026 στη “νέα ΔΕΘ”, μόνο θυμηδία μπορεί να προκαλέσει.

Η αδυναμία συνολικής χρηματοδότησης ίσως να μην είναι τελικά καλό νέο, καθώς ανοίγει τον κίνδυνο για περαιτέρω σαλαμοποίηση της ΔΕΘ. Μπροστά στο αδιέξοδο, και με δεδομένη τη νομιμοποίηση και την αδειοδότηση των νέων χρήσεων που άλλωστε αυτές αφορούν κυρίως τους ιδιώτες, δεν αποκλείεται στο άμεσο μέλλον να διαχωριστεί η ανέγερση του ξενοδοχείου ή του εμπορικού κέντρου, μέχρι να βρεθούν τα χρήματα για τα υπόλοιπα. Σε κάθε περίπτωση, η προοπτική αυτή πρέπει να απασχολήσει σοβαρά και τον εμπορικό κόσμο του κέντρου, ακόμα κι αν σήμερα υποστηρίζει την παραμονή για λόγους συμφέροντος, καθώς η ανάπλαση, πέρα από τη συνολική περιβαλλοντική υποβάθμιση του κέντρου, θα οξύνει τον ανταγωνισμό. Τέλος, ενώ το άγχος πολλών επιχειρηματιών του κέντρου είναι να μην μείνει η πόλη χωρίς ΔΕΘ, ένα πολυετές έργο επιτόπιας ανάπλασης, με μεγάλες τεχνικές δυσκολίες, θα άφηνε στην πραγματικότητα την πόλη χωρίς ΔΕΘ για πολλά χρόνια – μια διάσταση που αποκρύπτεται επιμελώς από τη διοίκηση της ΔΕΘ.

Συλλογή υπογραφών για το Μητροπολιτικό Πάρκο από μέλη της Πόλης Ανάποδα, μεσούσης της καραντίνας

Στον αντίποδα αυτής της προοπτικής, συνεχίζουμε να διεκδικούμε τη μετεγκατάσταση της ΔΕΘ στα δυτικά και τη μετατροπή του χώρου της σε Μητροπολιτικό Πάρκο, με κυρίαρχο το υψηλό πράσινο. Το Πάρκο αυτό θα ενοποιηθεί με τους περιβάλλοντες ελεύθερους χώρους, ως το ΑΠΘ και τη θάλασσα, εξασφαλίζοντας τον ενιαίο διάδρομο πρασίνου που είχε ήδη οραματιστεί ο Εμπράρ. Στην κατεύθυνση αυτή συμφωνούν ακόμα δεκάδες πανεπιστημιακοί κι ενεργοί πολίτες, επτά δήμοι της Δυτικής Θεσσαλονίκης, που αντιπροσωπεύουν πάνω από τον μισό πληθυσμό της περιοχής, αλλά και το 78,4 % των πολιτών της Θεσσαλονίκης, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του Πολυτεχνείου του ΑΠΘ. Μία τέτοια προοπτική θα αυξήσει σημαντικά τους ελεύθερους χώρους πρασίνου, ειδικά στο υπερφορτωμένο κέντρο, θα αμβλύνει τα κυκλοφοριακά προβλήματα και θα βελτιώσει το κλίμα και την ατμόσφαιρα και τελικά, την ποιότητα ζωής και την υγεία των κατοίκων.

Στον ίδιο χώρο, όπως προτείνουν επίσης επιστημονικοί και καλλιτεχνικοί φορείς, μπορούν και πρέπει να παραμείνουν κάποια κτίρια με μεγάλη αρχιτεκτονική αξία ή κατοχυρωμένη χρήση, όπως το Περίπτερο 1, το MoMus κα. Τα κτίρια αυτά και οι χρήσεις που στεγάζουν μπορούν να δημιουργήσουν εντός του ενιαίου Μητροπολιτικού Πάρκου μία πολιτιστική διαδρομή που περιλαμβάνει μουσεία και χώρους πολιτισμού, από το Τελλόγλειο ως το Αρχαιολογικό και Βυζαντινό Μουσείο, τον Λευκό Πύργο και το Βασιλικό Θέατρο. Σημειώνουμε εδώ την τραγική έλλειψη χώρων πολιτισμού ή εκδηλώσεων που παρουσιάζει η πόλη (βλ. αντίστοιχη θεματική). Τέλος, μπορούν να αξιοποιηθούν για ήπιες συνεδριακές και εκθεσιακές χρήσεις.

Συνάντηση της Πόλης Ανάποδα και της Κίνησης Πολιτών «ΔΕΘ Μητροπολιτικό πάρκο» στο Πάρκο Τσέπης της Σβώλου (2022).

  1. Κεντρικές πλατείες

Πλατεία Ελευθερίας

Αν η ΔΕΘ είναι η μητέρα των μαχών για τους ελεύθερους χώρους της πόλης, η Πλατεία Ελευθερίας είναι ίσως το πιο συμβολικό πεδίο αντιπαράθεσης.

Η Πλατεία Ελευθερίας αποτελεί ένας από τα εμβληματικότερους δημόσιους χώρους της Θεσσαλονίκης, ο οποίος ακολουθεί στενά την ιστορία της πόλης, με τις κοινωνικές, πολιτικές και πολεοδομικές της αλλαγές. Τοποθετημένη στο κέντρο της ιστορικής πόλης, εκεί που ο κεντρικός άξονας της σημερινής οδού Βενιζέλου (Σαμπρί Πασά στο παρελθόν) συναντά το παραλιακό μέτωπο, αποτέλεσε για δεκαετίες το επίκεντρο της πολιτικής, κοινωνικής αλλά και κοσμικής ζωής της πόλης. Κατά το πρώτο μισό του 20ου αιώνα, φιλοξένησε μεγάλους κοινωνικούς αγώνες, από την επανάσταση των Νεότουρκων ως την εξέγερση του Μάη του 1936, ενώ συνδέθηκε με το τραγικότερο επεισόδιο της μακρόχρονης ιστορίας της πόλης, την εξόντωση της εβραϊκής κοινότητας από τις ναζιστικές αρχές κατοχής και τους ντόπιους συνεργατες τους, ως τόπος συγκέντρωσης και δημόσιου εξευτελισμού.

Παρά, η ίσως κι εξαιτίας της ιστορίας της, οι διοικήσεις του Δήμου Θεσσαλονίκης μετά τον πόλεμο δεν δίστασαν να θυσιάσουν την ιστορική πλατεία, προσφέροντάς την βορά στην αναδυόμενη βιομηχανία του ΙΧ. Έτσι, το 1958 η Πλατεία μετατρέπεται σε πάρκινγκ ΙΧ και λεωφορείων του νεοσύστατου τότε (και αμαρτωλού έκτοτε) ΟΑΣΘ.16 Το πάρκινγκ θα συνεχίσει να λειτουργεί για δεκαετίες, ως το 2019, οπότε η απερχόμενη διοίκηση Μπουτάρη (στο τελευταίο έτος της, μετά από 8ετή παραμονή στη διοίκηση και μετά από τελεσίδικες δικαστικές αποφάσεις που το απαιτούσαν), θα ξεκινήσει επιτέλους την απομάκρυνση του πάρκινγκ και την ανάπλαση της Πλατείας. Το έργο θα στοιχίσει στο Δήμο 2,5 εκατομμύρια ευρώ, με το 1 εκ. να προέρχεται από το έντοκο δάνειο που έχει πάρει ο Δήμος Θεσσαλονίκης από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, χρεώνοντας το Δήμο για 20 χρόνια. Παρά τις εύλογες αμφιβολίες για το οικονομικό σκέλος της εργολαβίας, η νεοσύστατη τότε Πόλη Ανάποδα, όπως και η πλειονότητα των φορέων της πόλης, στηρίζει την ανάπλαση.

Δυστυχώς ωστόσο, δεν ήταν αυτό το τέλος της ιστορίας. Η κακή πρακτική των ιδιωτικών εργολαβιών οδήγησε το έργο σε ναυάγιο. Ο ανάδοχος αποδείχθηκε αναξιόπιστος κι εξέπεσε, αφήνοντας την Πλατεία Ελευθερίας ένα εργοτάξιο κλεισμένο με λαμαρίνες. Εντωμεταξύ, η νέα διοίκηση του Δήμου υπό τον Κωνσταντίνο Ζέρβα, με βαθιές σχέσεις με τον εμπορικό κόσμο του κέντρου, επιθυμεί ξανά τη λειτουργία του πάρκινγκ. Καθώς δεν μπορεί, ούτε δικαστικά ούτε πολιτικά, να απορρίψει την αναδημιουργία της πλατείας, καταλήγει στην πρόταση του υπόγειου πάρκινγκ. Όσο διερευνά αυτή τη λύση, αφήνει αρχικά για δύο χρόνια την Πλατεία κλεισμένη με λαμαρίνες, ενώ από τα Χριστούγεννα του 2021, υποκύπτοντας οριστικά στις πιέσεις των εμπόρων, την μετατρέπει εκ νέου σε πάρκινγκ, υποτίθεται προσωρινά. Από τότε η διοίκηση χρονοτριβεί, διαιωνίζοντας τη λειτουργία του πάρκινγκ. Η μελέτη βιωσιμότητας που έχει παραγγείλει και παραλάβει (με χρήματα του Δήμου), παραμένει ως σήμερα κρυφή, παρά τη δέσμευση ότι θα δοθεί στη δημοσιότητα τον Φεβρουάριο του 2022 και θα τεθεί το θέμα στο ΔΣ. Άλλωστε, στον Τεχνικό Προϋπολογισμό του 2023 εξαφανίζεται οποιαδήποτε αναφορά την Πλατεία Ελευθερίας. Ο εμπαιγμός από τη μεριά της διοίκησης Ζέρβα είναι πλέον προκλητικός. Σταμάτησε έναν υφιστάμενο σχεδιασμό με πρόσχημα την παραίτηση του εργολάβου, προχώρησε σε μια υποτιθέμενη προσωρινή λύση (την επαναδημιουργία του πάρκινγκ) και τώρα από ό,τι φαίνεται εγκαταλείπει στην πράξη την ιδέα του πάρκου μνήμης.

Η εμμονή του Δημάρχου στην παραμονή του πάρκινγκ στην πλατεία δεν είναι μόνο θέμα ανικανότητας. Έχει να κάνει, κυρίως, με την εξυπηρέτηση οικονομικών συμφερόντων, στα οποία είναι ταγμένος. Από τη μια, ικανοποιεί την επιθυμία των επιχειρηματιών της εστίασης και του τουρισμού για χώρο στάθμευσης δίπλα στα μαγαζιά τους, από την άλλη χαϊδεύει τα αυτιά της Ακροδεξιάς στην πόλη που «καίγεται» να ξεχάσουμε το πολυπολιτισμικό παρελθόν της πόλης και τα εγκλήματα των πολιτικών της προγόνων.

Διαμαρτυρία της Πόλης Ανάποδα, έξω από το εργοτάξιο της Πλ. Ελευθερίας, Δεκέμβρης 2020

Σε κάθε περίπτωση, όπου και να καταλήγει η “κρυφή μελέτη”, η κατασκευή υπόγειου πάρκινγκ στη θέση αυτή είναι τεχνικά, κυκλοφοριακά, κοινωνικά και πολιτιστικά επιζήμια. Τεχνικά, γιατί η Πλατεία βρίσκεται όχι μόνο δίπλα στη θάλασσα, αλλά εδράζεται στο μεγαλύτερο μέρος της σε επιχωμάτωση επί της θάλασσας, κάτι που θα καταστήσει την κατασκευή και τη συντήρηση του πάρκινγκ εξαιρετικά δύσκολη και κοστοβόρα. Κυκλοφοριακά, γιατί η κατασκευή χώρων στάθμευσης στο κέντρο της πόλης και η άρα η πρόσκληση αυτοκινήτων προς τα εκεί, επιβαρύνει ακόμα περισσότερο το κυκλοφοριακό, ενώ η προσέλευση και η διαφυγή των αυτοκινήτων γίνονται από δρόμους στενούς και μονίμως υπερφορτωμένους (Βενιζέλου, Δραμούμη, Λ. Νίκης). Κοινωνικά και πολιτιστικά, γιατί, ακόμα και στην περίπτωση που όντως κατασκευαστεί το πάρκο μνήμης στην επιφάνεια, αυτό δεν θα μπορεί εύκολα να φέρει υψηλό πράσινο, ενώ η πόλη θα στερηθεί ένα πολύτιμο ελεύθερο χώρο και μία ιστορική πλατεία για πολλά ακόμα χρόνια.

Στην εποχή της κλιματικής κρίσης και σε μια πόλη που επί πάνω από μια δεκαετία καταγράφονται διαρκώς «ρεκόρ» ρύπανσης εξαιτίας των αιωρούμενων σωματιδίων στην ατμόσφαιρα, οι χώροι στάθμευσης πρέπει να εντάσσονται σε ένα σχέδιο αποσυμφόρησης του κέντρου από τα ΙΧ. Τα πάρκινγκ στο κέντρο, στην Πλατεία Ελευθερίας από τη μια και στην ΔΕΘ από την άλλη, λειτουργούν ως πόλος έλξης για τα αυτοκίνητα. Αντί για ένα ακόμα πάρκινγκ μέσα στο κέντρο της πόλης, μπορεί να αξιοποιηθεί ο άφθονος χώρος του λιμανιού, που βρίσκεται ουσιαστικά στην άκρη και εκτός του κέντρου, καθώς και το δημόσιας ιδιοκτησίας πολυώροφο πάρκινγκ που επίσης βρίσκεται στην ίδια περιοχή.

​​Διαμαρτυρία της Πόλης Ανάποδα, για την επαναλειτουργία του πάρκινγκ, Δεκέμβριος 2021

Από την πρώτη στιγμή που ανέλαβε η διοίκηση Ζέρβα και έδειξε τις διαθέσεις της, η Πόλη Ανάποδα, κινηματικές συλλογικότητες και δεκάδες δημότες και δημότισσες κινήθηκαν αγωνιστικά, διεκδικώντας:

  • Να σταματήσει κάθε ιδέα για καθιέρωση του πάρκινγκ στην Πλατεία Ελευθερίας
  • Να εγκαταλειφθεί ο σχεδιασμός για υπόγειο πάρκινγκ κι αντ’ αυτού να διεκδικήσει ο Δήμος εκτενείς χώρους δωρεάν στάθμευσης στο λιμάνι.
  • Να διαμορφωθεί από τις υπηρεσίες του Δήμου ένας ελεύθερος κοινόχρηστος χώρος με δέντρα, παρτέρια και υπαίθριους καθιστικούς χώρους και να αποδοθεί προς χρήση στους κατοίκους της πόλης το συντομότερο δυνατό.
  • Η πλατεία να συνδεθεί με την πολυπολιτισμική ιστορία της πόλης, με μνημείο για το δράμα των Εβραίων κατοίκων, με τους μεγάλους κοινωνικούς αγώνες που έλαβαν χώρα.

Πλατείες Διοικητηρίου, Αριστοτέλους & Δικαστηρίων

Πέρα από την Πλατεία Ελευθερίας, η Πλατεία Διοικητηρίου – άλλος ένας σημαντικός ιστορικός τόπος της πόλης, βαθιά εγγεγραμμένος στη συλλογική μνήμη – έχει πέσει και αυτή θύμα της παντοκρατορίας του ΙΧ. Η από δεκαετίες συμφωνημένη αποκατάστασή της, μετά τις αναγκαίες ανασκαφές, έχει μπλοκάρει εδώ και χρόνια, εξαιτίας της εμμονής των τοπικών αρχών να κατασκευάσουν κι εκεί ένα υπόγειο πάρκινγκ. Συμφωνώντας με τους κατοίκους της περιοχής, οι οποίοι υποστηρίζουν εύλογα ότι η κατασκευή πάρκινγκ δεν συνάδει με τον ιστορικό χαρακτήρα της πλατείας, αλλά και με τους αρχαιολόγους, που επισημαίνουν ότι μια τέτοια προοπτική καταστρέφει τις αρχαιότητας που θα βρέθηκαν ή μπορούν να βρεθούν, προκρίνουμε την άμεση ανακατασκευή της πλατείας χωρίς πάρκινγκ και με σημαντική παρουσία υψηλού πρασίνου.

Στον αντίποδα της ακραίας υποτίμησης των δύο ιστορικών αυτών πλατειών, η διοίκηση Ζέρβα έχει θέσει ως προτεραιότητα την ανάπλαση της Πλατείας Αριστοτέλους, παρότι ο ίδιος άξονας είχε ανακαινιστεί πριν από 25 μόλις χρόνια (να θυμήσουμε εδώ ότι το βασικό επίδικο της προηγούμενης ανακαίνισης ήταν να απομακρυνθούν τα παγκάκια, ώστε να πάψουν οι μετανάστες/τριες κι οι υπόλοιποι λαϊκοί άνθρωποι να χρησιμοποιούν τον δημόσιο χώρο).

Η προγραμματιζόμενη ανάπλαση αυτή αποτελεί το κατεξοχήν παράδειγμα του “έργου – βιτρίνα”, ενταγμένο σε μια συνολική αναπτυξιακή στρατηγική που προσανατολίζεται μονομερώς στην ανάπτυξη του τουρισμού και την αφιέρωση ολόκληρου του κέντρου σε αυτές τις λειτουργίες. Ακόμα και τα αρχιτεκτονικά σχέδια που προκρίθηκαν στον σχετικό διαγωνισμό, ακολουθούν αυτή τη γραμμή, παρουσιάζοντας την πλατεία μόνο ως ντεκόρ αισθητικής κατανάλωσης, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τις χρήσεις και τις ανάγκες των κατοίκων του κέντρου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η επιλογή -στη μακέτα τουλάχιστον- του φοίνικα, αντί για δέντρα που να προσαρμόζονται καλύτερα τόσο στις συνθήκες, όσο και στις επιταγές της κλιματικής αλλαγής.

Η μακέτα της ανάπλασης της Πλ. Αριστοτέλους

Ακόμα κι από αυτή τη σκοπιά ωστόσο, η αντίληψη ότι οι κεντρικοί, εμβληματικοί δημόσιοι χώροι μιας πόλης πρέπει να ανακαινίζονται κάθε 20 χρόνια, σαν να ήταν καφετέριες στην παραλιακή, αποδεικνύει την απουσία αισθητικής και κουλτούρας που χαρακτηρίζει τη διοίκηση: ενδεικτική είναι η αποστροφή του Ζέρβα, “να παραδεχθούμε ότι η Πλατεία Αριστοτέλους τα έχει τα χρονάκια της”.

Αν αναλογιστούμε την κατάσταση των δημόσιων χώρων στο κέντρο και τις γειτονιές της πόλης, μπορούμε να πούμε ευθαρσώς ότι σήμερα μια ακριβή ανάπλαση της Πλατείας Αριστοτέλους δεν περιλαμβάνεται στις προτεραιότητες αυτής της πόλης. Αυτό που χρειάζονται αντίθετα η Πλατεία Αριστοτέλους είναι η προστασία του ελεύθερου χώρου από τα καταστήματα εστίασης που την καταχρώνται με όλο και μεγαλύτερη ένταση, επεκτείνοντας τα τραπεζοκαθίσματά τους και κλείνοντας την πρόσβαση με μόνιμες κατασκευές. Προστασία από την Ελληνική Αστυνομία που την χρησιμοποιεί παράνομα ως πάρκινγκ, ακολουθούμενη από διάφορους άλλους επίσημους, αλλά και τοπικούς εμπόρους. Χρειάζεται περιποίηση κι αύξηση του πράσινου -αντί για μαζικές κοπές δέντρων, όπως έγινε πρόσφατα στην πλατεία Δικαστηρίων. Χρειάζεται φωτισμό και καθαριότητα. Και πάνω από όλα χρειάζεται ενθάρρυνση της χρήσης της από την κοινωνία.

  1. Παραλιακό μέτωπο

Από την ίδρυσή της ως σήμερα, η Θεσσαλονίκη χαρακτηρίζεται από τη σχέση της με τη θάλασσα. Τον τελευταίο αιώνα ωστόσο, με την απότομη επέκτασή της, η πόλη μοιάζει να έχει γυρίσει την πλάτη προς τη θάλασσα, αδυνατώντας να αξιοποιήσει και να χαρεί το παραλιακό της μέτωπο. Το μέτωπο αυτό, το οποίο εκτείνεται κατά μήκος όλου του πολεοδομικού συγκροτήματος και ενώνει την πόλη με σημαντικούς περιαστικούς οικότοπους, από το δέλτα των τεσσάρων ποταμών ως τον υγρότοπο του Αγγελοχωρίου, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα της ανάγκης για έναν συνολικό σχεδιασμό σε επίπεδο μητρόπολης και Νομού.

Ένα σημαντικό θετικό βήμα έγινε με την ανάπλαση της Νέας Παραλίας, η οποία φαίνεται να έχει κερδίσει το στοίχημα της σχέσης με τους κατοίκους και της μαζικής της χρήσης, αφού αυτή τη στιγμή αποτελεί μάλλον τον πιο ανοιχτό και φιλόξενο ελεύθερο χώρο της πόλης. Το υπόλοιπο παραλιακό μέτωπο ωστόσο, παραμένει σε μεγάλο βαθμό υποβαθμισμένο, εκτός του αστικού ιστού και των κοινωνικών χρήσεων. Η θαλάσσια συγκοινωνία, η οποία αν είχε συστηματικότητα θα μπορούσε να δώσει μια ανάσα στο κυκλοφορικό, λειτουργεί ως σήμερα κυρίως ως μια τουριστική διαδρομή. Σε όλο το μέτωπο, απουσιάζουν οι κάθετοι άξονες πρασίνου, οι οποία θα συνέδεαν την πόλη με την παραλία δίνοντας διέξοδο τόσο στους κατοίκους, όσο και στην κυκλοφορία του αέρα. Ο βασικός κάθετος άξονας, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, κινδυνεύει να καταστραφεί οριστικά με την τερατώδη ανάπλαση της ΔΕΘ.

Η περιοχή γύρω από το Μεγάλο Μουσική, το Ποσειδώνιο και το εργοστάσιο Αλατίνη αποτελεί ως σήμερα έναν ευρύ ελεύθερο χώρο που θα μπορούσε να δώσει ανάσα στις πυκνοκατοικημένες ανατολικές συνοικίες. Περιλαμβάνει μάλιστα τις παλιές εκβολές του ρέματος Κυβερνείου, οι οποίες παραμένουν εμφανείς ως μια προέκταση στη γραμμή της νέας παραλίας. Μια καλά σχεδιασμένη ανάπλασή τους θα μπορούσε να ανανεώσει τη μνήμη του τοπίου και τη σχέση μεταξύ ρεμάτων και θάλασσας. Ωστόσο, ως σήμερα, η περιοχή είναι εγκαταλελειμμένη από το Δήμο, περιμένοντας μελλοντικά, φαραωνικά σχέδια ανάπτυξης (βλ. παρακάτω). Μόνο πρόσφατα, ενόψει των εκλογών, έγιναν δύο παρεμβάσεις, αλλά και οι δύο σε λάθος κατεύθυνση. Πρώτο, ασφαλτοστρώθηκαν τα άτυπα πάρκινγκ αυτοκινήτου, μια πρακτική απολύτως ξεπερασμένη, αφού στην εποχή της κλιματικής αλλαγής το ζητούμενο είναι να απελευθερώσουμε εκτάσεις από το τσιμέντο. Ακόμα και αν παραμείνει η χρήση ως χώρος στάθμευσης, αυτό μπορεί να γίνει με πιο φιλικά και διαπερατά από το νερό υλικά. Η δεύτερη παρέμβαση ήταν το τεράστιο πάρκινγκ ποδηλάτων έξω από το Μέγαρο Μουσικής, το οποίο προκάλεσε εύλογη θυμηδία, αφού, όντας έξω από κάθε σχεδιασμό για ανάπτυξη της ποδηλατοκίνησης, παραμένει απολύτως άχρηστο και κενό.

Το λιμάνι τέλος, πέρα από τους πολύτιμους χώρους που δίνει στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου, δεν έχει προσφέρει όσα θα μπορούσε στην πόλη, όπως για παράδειγμα μεγάλους χώρους ελεύθερης στάθμευσης έξω από τον πυκνό αστικό ιστό.

Με δεδομένη αυτή την αδράνεια και την αποτυχία δεκαετιών – αλλά και με δεδομένη την τεράστια αξία που έχουν για τα επιχειρηματικά συμφέροντα της πόλης και ιδιαίτερα την τουριστική βιομηχανία και το real estate οι εκτάσεις γύρω από την παραλία – τα τελευταία χρόνια έχει προωθηθεί το Ειδικό Πολεοδομικό Σχέδιο για το παραλιακό μέτωπο με κύριους στόχους την σαλαμοποίηση, την ιδιωτικοποίηση και την αξιοποίησης των ελεύθερων, δημόσιων χώρων. Οι σχεδιασμοί αυτοί άνοιξαν ένα νέο μεγάλο μέτωπο γύρω από την υπεράσπιση του δημόσιου χώρου στην πόλη, αντίστοιχης σημασίας με αυτό της ΔΕΘ.

Πιο συγκεκριμένα, πριν από τέσσερα χρόνια, επί διοίκησης Μπουτάρη, κυκλοφόρησε η “Στρατηγική Ανάπλασης Παραλιακού Μετώπου Θεσσαλονίκης”. Το πρόγραμμα-πλαίσιο για την ανάπλαση του παραλιακού μετώπου συντάχθηκε από τη (γνωστή για την εμπλοκή της στα Panama Papers και στο διεθνές κύκλωμα φοροδιαφυγής) πολυεθνική συμβούλων Deloitte, κατά παραγγελία του Δήμου Θεσσαλονίκης και με την οικονομική κάλυψη του Ομίλου Παγκόσμιας Τράπεζας, στο πλαίσιο της συμμετοχής του Δήμου Θεσσαλονίκης στο πρόγραμμα για τις «100 Ανθεκτικές Πόλεις» του Ιδρύματος Ροκφέλερ. Η εκπόνηση του αναπτυξιακού σχεδίου για το παραλιακό μέτωπο ήταν εξάλλου υποχρέωση του δήμου, σύμφωνα με όσα προέβλεπε και το Μνημόνιο Συνεργασίας που είχε υπογράψει με την ΕΤΑΔ και το ΤΑΙΠΕΔ, με το οποίο είχε παραχωρηθεί η παραλία στον δήμο για 49 χρόνια.

Ο κεντρικός προσανατολισμός της μελέτης έδινε έμφαση στο real estate και την αύξηση της αξίας των ιδιωτικών ακινήτων, ενώ βασιζόταν κι αυτός στη λογική των ΣΔΙΤ: το κράτος ή ο Δήμος επενδύει σε υποδομές, οι επιχειρήσεις μισθώνουν τους καλύτερους χώρους και οι ιδιώτες αποκομίζουν το κέρδος από την αύξηση της αξίας. Μέσα από τη μελέτη, διαφαίνονται μεγάλοι μελλοντικοί κίνδυνοι για την παραλία και τους ελεύθερους χώρους, όπως η κατασκευή υπόγειων πάρκινγκ στη Νέα Παραλία, η καταστροφή του Κελλάριου Κόλπου με την υποχρεωτική μετεγκατάσταση των Ναυτικών Ομίλων (ώστε οι σημερινοί χώροι τους να ενοικιαστούν εκ νέου για καφετέριες) και η ολοκληρωτική οικοδόμηση των πρώην Λαχανόκηπων.

Σε εφαρμογή της Στρατηγικής, τον Φεβρουάριο του 2022, κατατέθηκε από τη νέα διοίκηση (κάτι που αποδεικνύει ξανά ότι όσο αφορά τα επιχειρηματικά συμφέροντα η διοίκηση της πόλης έχει συνέχεια), το Ειδικό Πολεοδομικό Σχέδιο για το παραλιακό μέτωπο. Η συζήτηση στο Δημοτικό Συμβούλιο αποκάλυψε ξανά το χάος που προκαλούν οι αρχές της πόλης μας, αφού το Ειδικό Σχέδιο δεν λαμβάνει υπόψη του το Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο της πόλης. Το χάος αυτό ωστόσο, είναι συνειδητό: με την κατάργηση του Οργανισμού Ρυθμιστικού και την εγκατάλειψη κάθε φιλοδοξίας για ένα συνολικό σχεδιασμό, η πόλη σαλαμοποιείται και εκπονούνται κάθε τόσο μελέτες και ειδικά χωροταξικά και πολεοδομικά σχέδια. Τα σχέδια αυτά μπορεί να εξυπηρετούν κάποια στενά, συγκεκριμένα συμφέροντα, αλλά δεν εξυπηρετούν συνολικά και μακρόπνοα τις ανάγκες της κοινωνικής πλειοψηφίας για ελεύθερους χώρους, πράσινο, ανθρώπινες συνθήκες μετακίνησης, ανάπτυξη των μέσων μαζικής μεταφοράς, μείωση της ρύπανσης.

Το δεύτερο ζήτημα ήταν η διαβούλευση: υποτίθεται ότι είχε γίνει δημόσια διαβούλευση για το Σχέδιο. Οι πολίτες κι οι πολίτισσες ωστόσο, που μένουν έξω από τις κλειστές αίθουσες του Περιφερειακού και των Δημοτικών Συμβουλίων, ή των διοικήσεων κάποιων εργοδοτικών ενώσεων, δεν γνωρίζουν τι σχεδιάζεται και τι αποφασίζεται. Η διαβούλευση, με τον τρόπο που γίνεται, απλά τηρεί κάποιες τυπικές υποχρεώσεις, ή αποτελεί χώρο λόμπινγκ συγκεκριμένων συμφερόντων. Εμείς πιστεύουμε αντίθετα ότι τέτοιοι μακρόπνοοι σχεδιασμοί, αν θέλουν να είναι αποτελεσματικοί, θα πρέπει να συζητιούνται σε βάθος από την κοινωνία και να εξασφαλίζουν ουσιαστικά τη συναίνεσή της, κάτι που σε καμία περίπτωση δεν έχει πετύχει το παρόν Σχέδιο.

Περνώντας τώρα στο περιεχόμενο, το Ειδικό Πολεοδομικό Σχέδιο ενσωματώνει εισαγωγικά όρους και στόχους από άλλα προγράμματα, συμφωνίες κοκ, τα οποία ακούγονται πολύ ωραία για το περιβάλλον και την κοινωνία: περισσότερο πράσινο, λιγότερη κίνηση και καυσαέρια, προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή κοκ. Όταν έρχεται όμως στα πρακτικά μέτρα, στην πράξη προτείνει κυρίως οικοπεδοποίηση νέων εκτάσεων, μπάζωμα της θάλασσας και ουσιαστική απελευθέρωση των χρήσεων σε πολλές ζώνες.

Το χειρότερο προτεινόμενο μέτρο είναι το μπάζωμα (“εμπλησμός”) του Κελάριου κόλπου, η καταστροφή δηλαδή του μοναδικού τμήματος ελεύθερης ακτογραμμής της πόλης και της μόνης αδόμητης και με φυσική βλάστηση έκτασης και με μεγάλη αρχαιολογική αξία. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα του αλλοπρόσαλλου σχεδιασμού, είναι η πρόβλεψη για τη δημιουργία ενός ενυδρείου, του δεύτερου (!) που σχεδιάζεται στο ίδιο παραλιακό μέτωπο (βλ. παρακάτω), ακριβώς στο χώρο του Κελάριου.

Μπάζωμα και επέκταση πάνω στη θάλασσα προβλέπεται ακόμα και στην έκταση μπροστά από Όμιλο Φίλων Θαλάσσης και Ιστιοπλοϊκό Όμιλο. Το μπαζωμένο τμήμα θα δοθεί για δόμηση 4 νέων κτιρίων 860 τ.μ. Στην άλλη πλευρά, η περιοχή γύρω από τον παλιό εμπορευματικό σταθμό, όπως και μεγάλες εκτάσεις στα ανατολικά, στους Δήμους Πυλαίας και Θέρμης, προβλέπεται να ενταχθούν στο σχέδιο πόλης και κατ’ επέκταση να οικοδομηθούν.

Η αμμώδης ακτή στον Κελλάριο όρμο

Τέλος, αν και ξεφεύγει από τα όρια του Δήμου, να σημειώσουμε εδώ τους προχωρημένους σχεδιασμούς για δημιουργία του τεχνολογικού πάρκου Thess INTEC, ακριβώς πάνω στον υγρότοπο Τσαϊρια, στις εκβολές του ποταμού Ανθεμούντα, στην ανατολική πλευρά του παραλιακού μετώπου. Ακόμα κι αν απαιτείται μια τέτοια νέα δομή, και δεν αποτελεί απλά έναν τρόπο απορρόφησης κονδυλίων, ο χώρος αυτός είναι ακατάλληλος, αφού συνεπάγεται την καταστροφή ενός πολύτιμου περιαστικού υγρότοπου με πλούσια άγρια ζωή.

Προτάσεις – αιτήματα

Στον αντίποδα της παραπάνω λογικής, οι δικές μας θέσεις για το παραλιακό μέτωπο θέτουν σε προτεραιότητα την ανάγκη των κατοίκων για πράσινο, ελεύθερους χώρους και πρόσβαση. Απορρίπτουμε λοιπόν συνολικά τη Μελέτη Στρατηγικής Ανάπλασης και το Ειδικό Πολεοδομικό. Στη θέση τους, ζητάμε ένα συνολικό χωροταξικό σχεδιασμό σε επίπεδο πολεοδομικού συγκροτήματος.

Για το δυτικό τμήμα (γύρω από τους Λαχανόκηπους), προτείνουμε την εξασφάλιση του μεγαλύτερου δυνατού κι ενιαίου χώρου πρασίνου, ο οποίος λείπει από το υποβαθμισμένο δυτικό κομμάτι του Δήμου, με διατήρηση του εναπομείναντος υγροτοπικού χαρακτήρα της περιοχής δίπλα στο Λιμάνι και δυνατότητα σύνδεσής της με ήπιο τρόπο (ποδήλατο, πεζοπορία) με τους υγρότοπους του συμπλέγματος του Αξιού – Λουδία – Γαλλικού – Αλιάκμονα. Αναγκαία είναι η αποκατάσταση και προστασία της φυσικής κοίτης και των εκβολών του Δενδροποτάμου, τόσο για λόγους αντιπλημμυρικής προστασίας όσο και αναβάθμισης της ποιότητας ζωής.

Ειδικά στους παλιούς Λαχανόκηπους, αξίζει να δοκιμαστεί η δυνατότητα για επαναφορά περιαστικών καλλιεργειών, με παραχώρηση στους κατοίκους και επιπλέον κίνητρα (εκπαίδευση, υλικά κοκ).

Τα παλιά βιομηχανικά κτίρια μπορούν να διασωθούν και να αξιοποιηθούν για ήπιες δραστηριότητες μεταποίησης με κοινωνικά κριτήρια, ενώ οι βαριές βιομηχανικές χρήσεις, που είναι ασύμβατες με την κατοικία, πρέπει σταδιακά να απομακρυνθούν.

Για τη Νέα Παραλία, απαιτούνται ήπιες εργασίες συντήρησης και καθαριότητας, μέσα από τις υπηρεσίες του Δήμου, χωρίς αναδοχή σε χορηγίες. Η λειτουργία των περιπτέρων θα πρέπει να περιοριστεί και να μην αυξηθούν τα τραπεζοκαθίσματα.

Για τον Κελάριο κόλπο, ζητάμε τη διαφύλαξη και προστασία του αδόμητου τμήματος, με ήπιες παρεμβάσεις μόνο για την πρόσβαση και το καθαρισμό. Μακροπρόθεσμα, προτείνουμε την αποκατάσταση της κοίτης – εκβολών ρέματος Αλλατίνι. Το εργοστάσιο Αλλατίνι μπορεί να ζωντανέψει ως χώρο εργασίας για ήπιες δραστηριότητες μεταποίησης με κοινωνικά κριτήρια.

Θερμαϊκός και πλωτός σταθμός LNG

Ο Θερμαϊκός κι ακόμα περισσότερο ο όρμος της Θεσσαλονίκης αποτελούν κλειστές θαλάσσιες περιοχές, οι οποίες εδώ και αιώνες δέχονται ισχυρές πιέσεις από τα αστικά και βιομηχανικά λύματα, τα φορτία των ποταμών που εκβάλλουν εδώ, και -τις τελευταίες δεκαετίες- τα λιπάσματα και τα φυτοφαρμάκα των γύρω αγροτικών περιοχών. Παρουσιάζουν έτσι έντονες ευτροφικές τάσεις, οι οποίες εκδηλώνονται την θερινή κυρίως περίοδο με εκρήξεις φυτοπλανγκτού. Όταν αυτό σαπίζει, επιβαρύνει την ατμόσφαιρα στην πόλη και πλήττει την θαλάσσια ζωή, λόγω της κατανάλωσης οξυγόνου.

Η λειτουργία του βιολογικού καθαρισμού έχει βελτιώσει την κατάσταση σε σχέση με τις προηγούμενες δεκαετίες, κάτι που είναι ορατό στις παραλίες γύρω από την πόλη. Ωστόσο, πολλές πιέσεις παραμένουν, ενώ ο βυθός θα συνεχίσει να φέρει βαριά ρυπαντικά φορτία για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα. Όπως φαίνεται κι εδώ, η διαχείρισή του δεν μπορεί να γίνει σε επίπεδο Δήμου, ούτε πολεοδομικού συγκροτήματος, αλλά στο επίπεδο των τριών νομών (βλ. παραπάνω), οι λεκάνες των οποίων απορρέουν στον Θερμαϊκό. Σε άμεσο χρόνο, και σε επίπεδο πόλης, είναι επιτακτική η ανάγκη για τον αυστηρό έλεγχο όλων των διαρροών λυμάτων προς τη θάλασσα.

Πέρα από τις παραπάνω πιέσεις, τον Μάιο του 2023 έγινε γνωστή η πρόθεση της Elpedison να κατασκευάσει Πλωτή Μονάδα Αποθήκευσης και Αεριοποίησης Υγροποιημένου Φυσικού Αερίου LNG εντός του όρμου της Θεσσαλονίκης, σε απόσταση 3,4 χιλιομέτρων νότια-νοτιοδυτικά του 6ου προβλήτα του λιμένα Θεσσαλονίκης και σε απόσταση 3,1 χλμ από την πλησιέστερη ακτή στα δυτικά.

Η μονάδα θα έχει έκταση 80 στρέμματα και σχεδιάζεται να ολοκληρωθεί το 2026. Το έργο θα περιλαμβάνει επίσης ένα σύστημα χερσαίων και υποθαλάσσιων αγωγών που θα συνδέει το FSRU με τις μονάδες ηλεκτροπαραγωγής της Elpedison στη Θεσσαλονίκη (μία υφιστάμενη και μία υπό σχεδιασμό), καθώς και με τους υφιστάμενους αγωγούς μεταφοράς του Εθνικού Συστήματος Φυσικού Αερίου (ΕΣΦΑ) στην περιοχή. Προς το παρόν έχει λάβει άδεια από την ΡΑΕ και θα ξεκινήσει η διαδικασία περιβαλλοντικής αδειοδότησης.

Οι τοπικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις αναμένεται να είναι εξαιρετικά σοβαρές. Οποιαδήποτε αστοχία σε αυτές τις εγκαταστάσεις μπορεί να εκθέσει τους εργαζόμενους, το περιβάλλον και τους κατοίκους κοντινών οικισμών σε μεγάλους κινδύνους. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι απώλεια ελέγχου καυσίμων προϊόντων όπως το LNG μπορεί να οδηγήσει σε ατυχήματα με καταστροφικές συνέπειες όπως πυρκαγιά και έκρηξη.

Το LNG μπορεί να προκαλέσει σοβαρή ρύπανση. Συγκεκριμένα, κατά την καύση LNG, υπάρχει συχνά μια απρογραμμάτιστη «διαρροή μεθανίου», η οποία μπορεί να εκπέμψει υποξείδιο του αζώτου (Ν2Ο)και μεθάνιο (CH4) στην ατμόσφαιρα. Αυτή η «διαρροή μεθανίου» είναι πολύ πιο επιβλαβής ως αέριο θερμοκηπίου σε σύγκριση με το διοξείδιο του άνθρακα (CO2) κατά σχεδόν 80 φορές, συγκρίνοντας τα ίδια ποσά εκπομπής. Για τη Θεσσαλονίκη, η εγκατάσταση πλωτού σταθμού στον Θερμαϊκό κόλπο σημαίνει ότι η θαλάσσια αύρα θα μεταφέρει καθημερινά τους ρύπους αυτούς από τον Θερμαϊκό σε ολόκληρη την πόλη.

Ωστόσο, υπάρχει προς το παρόν ελάχιστη γνώση αυτού του φαινομένου, το οποίο οδηγεί στην αύξηση ενός νεοεμφανιζόμενου ρύπου χωρίς να υπάρχει κανονιστικό πλαίσιο. Ακόμη και η εφαρμογή της διεθνώς νεοεισαχθείσας νομοθεσίας δεν προβλέπει τη «διαρροή μεθανίου» και είναι τρομακτικό ότι, ενώ η χρήση του LNG αυξάνεται δραματικά, οι διατάξεις που θα καλύπτουν τη «διαρροή μεθανίου» καθυστερούν, προκαλώντας τεράστια ποσά ρύπανσης.

Το LNG που επαναεριοποιείται σε τερματικούς σταθμούς ενέχει επίσης σημαντικούς κινδύνους για την ασφάλεια. Εάν αναφλεγεί στην πηγή, οι ατμοί LNG μπορεί να μετατραπούν σε φλεγόμενη «πύρινη λίμνη» όπου καίγονται σε πιο υψηλές θερμοκρασίες από άλλα καύσιμα και δεν μπορούν να κατασβεστούν. Οι πυρκαγιές LNG αναπτύσσουν τόσο υψηλές θερμοκρασίες που μπορούν να προκαλέσουν εγκαύματα δεύτερου βαθμού ακόμα και σε απόσταση 1,5 χιλιομέτρου. Κατά συνέπεια, οι εγκαταστάσεις LNG ενέχουν σημαντικούς κινδύνους για τους πληθυσμούς που βρίσκονται κοντά. Το Κοινό Κέντρο Ερευνών (JRC) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αξιολόγησε μια σειρά ατυχημάτων σε εγκαταστάσεις LNG και τις σχετικές έρευνες για τέτοια συμβάντα, διαπιστώνοντας ότι το LNG παραμένει μια ουσία υψηλού κινδύνου.

Οι κίνδυνοι που συνδέονται με το LNG είναι ιδιαίτερα σοβαροί όταν οι τερματικοί σταθμοί εισαγωγής LNG είναι κοντά ή μέσα σε πυκνοκατοικημένες περιοχές, όπως η περίπτωση της Θεσσαλονίκης. Τα ζητήματα ασφάλειας και οι επιπτώσεις των συγκεντρωμένων υποδομών εισαγωγής ορυκτών καυσίμων με συγκέντρωση μεγάλων ποσοτήτων ενός επικίνδυνου αερίου, δεν μπορεί να αγνοηθούν. Στην περίπτωση ατυχήματος, υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να δημιουργηθεί ένα φλεγόμενο νέφος, του οποίου η διασπορά θα είναι απρόβλεπτη, φτάνοντας χιλιόμετρα μακριά. Πολλοί εκτιμούν έως και 5 χλμ. Οι συνέπειες για την πόλη της Θεσσαλονίκης θα είναι ανυπολόγιστες.

Η πιο συνήθης (και πιο οικονομική) μέθοδος αεριοποίησης του LNG πραγματοποιείται με άντληση μεγάλων ποσοτήτων θαλασσινού νερού, το οποίο χλωριώνεται προκειμένου να θερμανθεί το υγροποιημένο LNG και να μετατραπεί σε φυσικό αέριο. Να σημειωθεί ότι η θερμοκρασία του υγροποιημένου αερίου είναι στους -160C. Τα υπολείμματα που ρίχνονται στη θάλασσα, υπολογίζεται ότι κατεβάζουν σημαντικά τη θερμοκρασία του νερού της θάλασσας, με τις ανάλογες επιπτώσεις από τη μείωση της θερμοκρασίας του νερού στη χλωρίδα και πανίδα του θαλάσσιου πυθμένα, καθώς το κρύο νερό παραμένει στον πυθμένα καταστρέφοντας κάθε ζωή. Επίσης, λόγω της χλωρίωσής μπορεί να αποστειρωθούν τεράστιες ποσότητες νερού που μένουν χωρίς οργανισμούς με τραγικές επιπτώσεις στην αλιεία κλπ. Τέλος, οι εργασίες κατασκευής της βάσης και του υποθαλάσσιου αγωγού ανεμένεται να αναταράξουν το βυθό, σηκώνοντας τεράστιες ποσότητες λυματολάσπης, οι οποίες θα επιβαρύνουν τον όρμο και θα εντείνουν τα φαινόμενα ευτροφισμού.

Όμως, όλες αυτές οι επιπτώσεις, η ρύπανση, η μυρωδιά, ο κίνδυνος δυστυχήματος, οι διαρροές κοκ, είναι δευτερεύουσες μπροστά στο κύριο που είναι η κλιματική κρίση. Κράτη κι εταιρείες έχουν χαρακτηρίσει το φυσικό αέριο ως “μεταβατικό καύσιμο”, ενώ πρόκειται για ένα ορυκτό καύσιμο που παράγει κανονικά αέρια του θερμοκηπίου. Κάθε νέα επένδυση στην αλυσίδα των ορυκτών καυσίμων, διαιωνίζει τις εκπομπές και ενθαρρύνει νέες εξορύξεις. Το -αμερικάνικο κατά κύριο λόγο- φυσικό αέριο που θα διακινείται μέσω του σταθμού, θα αυξήσει τις εξορύξεις σχιστολιθικού αερίου στις ΗΠΑ. Στην Ελλάδα, η σχεδιασμένη διείσδυση του φυσικού αερίου, σε συνδυασμό με τη βίαιη απολιγνιτοποίηση, δεν αποτελεί στην πραγματικότητα σχέδιο πράσινης μετάβασης, αλλά ιδιωτικοποίησης της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας.

Για αυτό και η θέση μας δεν είναι να πάει αλλού, αλλά να μην γίνει πουθενά.

  1. Ρέματα

Όπως σημειώθηκε στο πρώτο μέρος, τα ρέματα που έχουν απομείνει στην πόλη αποτελούν κρίσιμους περιβαλλοντικά ελεύθερους χώρους, αφού μπορούν να λειτουργήσουν ως πράσινοι διάδρομοι που συνδέουν την πόλη με το περιαστικό δάσος. Αντί όμως να εξασφαλιστεί η προστασία τους και να αρχίσει σταδιακά η αποκάλυψη των καλυμένων ρεμάτων, δυστυχώς συνεχίζουμε να αντιμετωπίζουμε νέες προσπάθειες οικοδόμησης ή εγκιβωτισμού.

Ενδεικτικά, προτείνουμε να ολοκληρωθεί σε συνεργασία με τους Δήμους Πυλαίας και Καλαμαριάς το υπάρχον μονοπάτι που ξεκινάει περίπου από το Νοσοκομείο Άγιος Παύλος, διατρέχει το ρέμα Πυλαίας, σταματάει κάπου στην Άνω Τούμπα και το οποίο μπορεί με ελάχιστες παρεμβάσεις να φτάνει μέχρι τα Πανεπιστήμια, ακόμη και με την απελευθέρωση/χρήση των υπαρχόντων πεζοδρομίων.

Ρέμα Πολυγνώτου (Κρυονέρι)

Το Ρέμα Πολυγνώτου στο Κρυονέρι της Τούμπας αποτελεί αυτή τη στιγμή ένα από τα εναπομείναντα ελεύθερα ρέματα που εισέρχονται από το Σέιχ Σου στην πόλη, έχοντας μάλιστα πλούσια παραποτάμια βλάστηση. Προσφέρει σημαντική ανάσα στην πυκνοκατοικημένη Τούμπα και οι κάτοικοι της περιοχής το επισκέπτονται συστηματικά. Παρόλα αυτά, με βάση αμφισβητούμενους τίτλους ιδιοκτησίας από την εποχή της οθωμανικής κυριαρχίας, εργολαβικά συμφέροντα επιχειρούν να χτίσουν πολυόροφες οικοδομές στα όρια του ρέματος, εκμεταλλευόμενα την αδράνεια των αρμόδιων υπηρεσιών, οι οποίες δεν έχουν ολοκληρώσει την οριοθέτησή του. Η απόπειρα αυτή προκάλεσε την αντίσταση και την οργάνωση των κατοίκων, στο πλευρό των οποίων βρεθήκαμε κι εμείς από την πρώτη μέρα.

Πρώτο αναγκαίο βήμα είναι η οριοθέτηση του ρέματος. Στο Master Plan Αντιπλημμυρικών Έργων περιοχών Θεσσαλονίκης, το οποίο μάλιστα έχει εγκριθεί από το Υπουργείο Μεταφορών και Υποδομών, αναφέρεται ρητά ότι το συγκεκριμένο ρέμα βρίσκεται «υπό μελέτη» προς οριοθέτηση. Με βάση τα παραπάνω και σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία υποχρεούται η αρμόδια διεύθυνση του Δήμου Θεσσαλονίκης να αναστείλει άδειες δόμησης δίπλα στο ρέμα Πολυγνώτου στην περιοχή του Κρυονερίου μέχρις ότου ολοκληρωθεί η οριοθέτηση του ρέματος που βρίσκεται σε εξέλιξη και διενεργείται από το Υπουργείο Υποδομών και Μεταφορών, δοθέντος ότι το Υπουργείο είναι αρμόδια και υπερκείμενη υπηρεσία.

Αυτή η εξέλιξη αποτελεί μια πρώτη δικαίωση του αγώνα των κατοίκων και μια απάντηση σε όσους επιχειρούν να ισοπεδώσουν κάθε έννοια λογικής και να διαστρεβλώσουν την πραγματικότητα. Πλέον, από τα πλέον επίσημα χείλη αναφέρεται ξεκάθαρα ότι στην περιοχή υπάρχει ρέμα, για το οποίο έχει εγκριθεί και σχεδιάζεται οριοθέτηση. Αυτό αυτόματα γεννάει ευθύνες και υποχρεώσεις για τη δημοτική αρχή.

Ζητάμε:

  • Η διοίκηση Ζέρβα να προχωρήσει άμεσα σε αναστολή οποιασδήποτε οικοδομικής δραστηριότητας μέχρι να ολοκληρωθεί η οριοθέτηση του ρέματος, που προβλέπεται στο Master Plan. Αυτό έχει τη δικαιοδοσία να το κάνει δηλώνοντας πως ταυτόχρονα προτίθεται να προχωρήσει σε τροποποίηση του υφιστάμενου ρυμοτομικού σχεδίου.
  • Να μπει το θέμα στην ημερήσια διάταξη στο Δημοτικό Συμβούλιο και να παρθεί απόφαση για αναστολή των αδειών δόμησης.

Ρέμα Κυβερνείου – Χαριλάου

Το ρέμα Κυβερνείου – Χαριλάου είναι το µεγαλύτερο ρέµα της Θεσσαλονίκης, με τη µεγαλύτερη λεκάνη απορροής της Θεσσαλονίκης (50% της έκτασης της πόλης φθάνοντας από το Ασβεστοχώρι µέχρι το Πανόραµα). Παλιότερα ονοµαζόταν «Kus Deseri», δηλαδή «Λάκκος των Πουλιών» και σήµερα «Μεγάλο Ρέµα». Όπως σημειώνουν οι κάτοικοι της περιοχής που αγωνίζονται για τη διάσωση του δημόσιου χαρακτήρα του ρέματος17, το ρέµα αυτό διαχρονικά έχει καταπατηθεί και δοµηθεί στο µεγαλύτερο µέρος του, ενώ οι λίγες εκτάσεις που απέµειναν ελεύθερες δέχονται συνεχώς τεράστιες οικιστικές πιέσεις από µεγάλα οικονοµικά συµφέροντα. Επιπλέον, τις τελευταίες δεκαετίες γίνεται µία συστηµατική και αθόρυβη προσπάθεια από ιδιωτικά συµφέροντα να αποχαρακτηριστεί ένας κοινόχρηστος χώρος αστικού πρασίνου έκτασης περίπου 3.000 τ.µ., ο οποίος βρίσκεται σε σηµείο που αποτελεί «φιλέτο», για την κατασκευή µεγαθηρίων πολυκατοικιών και καταστηµάτων, παρότι χαρακτηρίζεται από το Γενικό Πολεοδοµικό Σχέδιο Θεσσαλονίκης (Γ.Π.Σ.) ως «Αστικό Πράσινο – Κοινόχρηστο».

Όπως και σε άλλα ρέματα της πόλης η ευθύνη της υποβάθμισής τους βαραίνει τη Δηµοτική Αρχή και την ΕΥΑΘ Παγίων, οι οποίες δεν έχουν καταφέρει ούτε να ολοκληρώσουν την οριοθέτησή τους. Πρόσφατα μάλιστα, απαίτησαν αποζημίωση από τους περίοικους για την απαλλοτρίωση του αποδεδειγμένα δημόσιου χώρου. Στο πλευρό των κατοίκων, ζητάμε να αναλάβει την αποζηµίωση για την απαλλοτρίωση της επίδικης έκτασης εξ ολοκλήρου ο Δήµος Θεσσαλονίκης, ώστε να διασωθεί το Ρέµα και να παραµείνει Κοινόχρηστος Χώρος Πρασίνου.

  1. Στρατόπεδα

Στο Πολεοδομικό Συγκρότημα Θεσσαλονίκης βρίσκονται τα εξής στρατόπεδα:

  • Π. Μελά (380 στρέμματα)
  • Καρατάσιου (672 στρέμματα)
  • Κόδρα (450 στρέμματα)
  • Νταλίπη (220 στρέμματα)
  • Μ. Αλεξάνδρου (231 στρέμματα)
  • Παπακυριαζή (223 στρέμματα)
  • 3ο Σώμα Στρατού (22+ στρέμματα)
  • Μυστακίδη (7,5 στρέμματα)
  • Πρώην 424 ΓΣΝΕ (12 στρέμματα)
  • Φαρμάκη (49 στρέμματα)
  • Πρώην Ναυτικής Διοίκησης Βορείου Αιγαίου (5,3 στρέμματα)
  • Ζιάκα (121 στρέμματα)
  • Γκόνου (~ 1000 στρέμματα)

Από αυτά, τα 6 βρίσκονται εντός του Δήμου:

ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΟ ΚΑΚΙΟΥΣΗ (ενεργό)

Το στρατόπεδο Κακιούση βρίσκεται μεταξύ των εκβολών του Δενδροποτάμου και των παλιών βυρσοδεψείων. Εξακολουθεί να εξυπηρετεί λειτουργίες αποθήκευσης και ανεφοδιασμού καυσίμων του στρατού και ως εκ τούτου δεν υπάρχει πρόθεση να αποδοθεί άμεσα στην πόλη. Επισημαίνεται ότι οι υπόγειες δεξαμενές καυσίμων του στρατοπέδου προκαλούν διαπιστωμένα δυσμενείς περιβαλλοντικές επιπτώσεις τόσο στο άμεσο (έδαφος), όσο και στο έμμεσο περιβάλλον (Θερμαϊκός Κόλπος).

ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΟ ΜΥΣΤΑΚΙΔΗ (ανενεργό)

Μικρό στρατόπεδο του Υγειονομικού, έκτασης 7,5 στρεμμάτων, που βρίσκεται στη δυτική είσοδο της πόλης, ενσφηνωμένο στην έκταση του Οργανισμού Λιμένος Θεσσαλονίκης, το οποίο από το 2007 προβλέπεται να παραχωρηθεί στο Δήμο Θεσσαλονίκης. Η παραχώρηση δεν πραγματοποιήθηκε ακόμη.

ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΟ Γ΄ ΣΩΜΑΤΟΣ ΣΤΡΑΤΟΥ – ΠΕΔΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΩΣ (ενεργό και εν μέρει ανενεργό)

Βρίσκεται στο κέντρο της πόλης και αποτελείται από δύο τμήματα, το ένα είναι ενεργό και περιλαμβάνει κτίρια με διοικητικές λειτουργίες του Γενικού Επιτελείου Στρατού, και το δεύτερο το οποίο έχει έκταση περίπου 22 στρεμμάτων και είναι χαρακτηρισμένο και διαμορφωμένο ως χώρος πρασίνου (Πάρκο Ανθοκομικής). Η παραχώρηση τελεί σήμερα υπό καθεστώς ανανέωσης, ενώ έχουν εκφραστεί δημοσίως οι αντιρρήσεις του Επιτελείου για τη συνέχιση της. Ειδικότερα για το ενεργό στρατόπεδο του Γ΄Σ.Σ. προτείνεται από την υπό εκπόνηση Μελέτη Αναθεώρησης του ΓΠΣ, η παραμονή του ως εμβληματικού στοιχείου της πόλης.

ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΠΡΩΗΝ 424 ΓΕΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΥ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟΥ (ανενεργό)

Περιλαμβάνουν διατηρητέα κτίσματα με σύγχρονες επεκτάσεις, που εκκενώθηκαν ή υπολειτουργούν μετά τη μετεγκατάσταση του νοσοκομείου 424 στις νέες εγκαταστάσεις αυτού παρά την Περιφερειακή Οδό. Το 2008 το Δημοτικό Συμβούλιο Θεσσαλονίκης συνηγόρησε για την παραχώρηση των χώρων του παλιού 424 Στρατιωτικού Νοσοκομείου στο γειτονικό Πανεπιστήμιο «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ», χωρίς αποτέλεσμα και πάλι.

ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΟ ΦΑΡΜΑΚΗ (ανενεργό)

Βρίσκεται στην ανατολική πλευρά της πόλης, συνολικής έκτασης 38 στρεμμάτων περίπου, χαρακτηρισμένο εξ ολοκλήρου για ανέγερση κτιρίων υπερτοπικής διοίκησης, τμήμα του οποίου, έκτασης 3 στρεμμάτων, προβλέπεται να παραχωρηθεί στο Δήμο Θεσσαλονίκης για την ανέγερση παιδικού σταθμού. Η δε προς απόδοση στο Δήμο Θεσσαλονίκης μικρή έκταση κατελήφθη από το Σταθμό του Μετρό που κατασκευάζεται στο σημείο. Προτάθηκε από το Δήμο Θεσσαλονίκης η αξιοποίηση του συνόλου του στρατοπέδου για μια υπερτοπικής σημασίας νοσοκομειακή υποδομή.

ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΟ ΠΡΩΗΝ ΝΑΥΤΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΒΟΡΕΙΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ (ανενεργό)

Βρίσκεται στην ανατολική είσοδο της πόλης, στη συμβολή των οδών Βασ. Όλγας και Μοσχονησίων, οι εγκαταστάσεις του οποίου δεν λειτουργούν δεδομένου ότι η Ν.Δ.Β.Ε. έχει μεταφερθεί από δεκαετίες στην περιοχή του Δήμου Καλαμαριάς. Εμβαδού 5 στρεμμάτων.

Το πρώτο και άμεσο ζητούμενο για τα πρώην στρατόπεδα είναι η η άμεση απόδοσή τους στο Δήμο, η διατήρηση όλων των ελεύθερων χώρων ως χώρου πρασίνου και η αξιοποίηση των κτιρίων για κοινωνικές ανάγκες. Επιπλέον, εκτιμούμε ότι στον φορτωμένο αστικό ιστό της πόλης, δεν υπάρχει ούτε περιθώριο, ούτε ανάγκη για τη λειτουργία οποιασδήποτε στρατιωτικής δομής. Ζητάμε έτσι την ενεργή διεκδίκηση εκ μέρους του Δήμου για τη σταδιακή απόδοση και των ενεργών στρατοπέδων και ειδικά του 3ο Σώματος Στρατού, ο χώρος του οποίου είναι κρίσιμος για την ολοκλήρωση του άξονα πρασίνου Σέιχ Σου – ΑΠΘ – ΔΕΘ – Παραλία. Άλλωστε, από θέση αρχής, πιστεύουμε ότι η παραμονή μονάδων του ΝΑΤΟ εντός της πόλης είναι ανεπιθύμητη.

Η απόδοση των στρατοπέδων στο Δήμο όμως, είναι μόνο το πρώτο βήμα. Το σημαντικό είναι ο τρόπος διαχείρισής τους. Εδώ, μπορούμε να ακολουθήσουμε το καλό παράδειγμα του πρώην στρατοπέδου -και πλέον Πάρκου- Καρατάσσιου στο Δήμο Παύλου Μελά, όπου, αξιοποιώντας έναν παλιό νόμο της δεκαετίας του ‘80 (άρθρο 30 του Ν. 1337/83 και της Κ.Υ.Α. Γ.621/59/1984), δημιουργήθηκε “Πολεοδομική Επιτροπή Γειτονιάς Πάρκου Καρατάσιου”, με σκοπό τη συμμετοχή των κατοίκων στο σχεδιασμό και τη διαχείριση του πάρκου18.

  1. Περιαστικό δάσος

Το Σέιχ Σου είναι ίσως το μεγαλύτερο περιαστικό δάσος της Ελλάδας, με έκταση περίπου 30.180 στρέμματα. Εντάσσεται διοικητικά στους Δήμους Θεσσαλονίκης, Νεάπολης – Συκεών και Πυλαίας – Χορτιάτη. Η σημασία του για την Θεσσαλονίκη είναι μεγάλη, καθώς περιβάλλει μια πόλη με ελάχιστο αστικό πράσινο. Καθοριστικός είναι κι ο ρόλος του για την αποτροπή της πλημμυρογένεσης, καθώς στην έκτασή του υπάρχουν 9 λεκάνες απορροής, τα ύδατα των οποίων συγκεντρώνονται ρέματα που καταλήγουν στην πόλη.

Ως και τη Βυζαντινή περίοδο, οι λόφοι του Σέιχ Σου καλύπτονταν πιθανά από δάση δρυός. Τα δάση αυτά σταδιακά περιορίστηκαν, λόγω της εγγύτητας με την πόλη της Θεσσαλονίκης και των ανθρώπινων δραστηριοτήτων. Η μετατροπή εδαφών σε καλλιεργήσιμη και βοσκήσιμη γη και αργότερα η εγκατάσταση νέων περιαστικών οικισμών, οδήγησαν σταδιακά στην απογύμνωση της περιοχής.

Οι πρώτες απαγορευτικές διατάξεις για τη βόσκηση, την υλοτομία και τις εκχερσώσεις εφαρμόστηκαν το 1929, ενώ την ίδια χρονιά ξεκίνησαν και οι αναδασωτικές εργασίες από τη νεοϊδρυθείσα τότε Σχολή Δασολογίας του Φυσικού Περιβάλλοντος του Α.Π.Θ. Βασικός στόχος ήταν η σταθεροποίηση του εδάφους. Το αναδασωτικό έργο εντάθηκε το 1933 – 1934 και συνεχίστηκε κατά την μεταπολεμική περίοδο. Το 1973 κηρύχθηκε αναδασωτέα έκταση 29.790 στρεμμάτων για τη δημιουργία του τεχνητού δάσους του Σέιχ Σου. Το κύριο αναδασωτικό είδος ήταν η τραχεία πεύκη (Pinus brutia), μιας και σε τόσο υποβαθμισμένα εδάφη μόνο τα πεύκα θα μπορούσαν να επιβιώσουν. Ο στόχος ήταν η απόσβεση των χειμάρρων και ο περιορισμός πλημμυρικών φαινομένων. Η πυρκαγιά της 6ης Ιουλίου 1997 έκαψε 16.640 στρέμματα πευκοδάσους (περίπου τα 2/3 του δάσους).

Σήμερα, το περιαστικό δάσος του Σέιχ Σου καλύπτεται κατά 80% με πεύκα, ενώ υπάρχουν ακόμα συστάδες δρυός και ρεματικής βλάστησης κατά μήκος των ρεμάτων. Το ώριμο δάσος παρουσιάζει σημαντικές τάσεις φυσικής διαδοχής, με διείσδυση πλατύφυλλων ειδών, όπως το πουρνάρι. Η καμένη έκταση ακολούθησε μια καλή αναγεννητική πορεία και σήμερα καλύπτεται σχεδόν εξ ολοκλήρου από νέο πευκοδάσος, το οποίο μάλιστα είναι σε καλύτερη κατάσταση από το διασωθέν. Τα τελευταία χρόνια, η μαζική προσβολή του δάσους, κυρίως του άκαυτου τμήματος, από φλοιοφάγα έντομα, ανάγκασαν τη δασική υπηρεσία να κάνει εκτεταμένες αραιώσεις. Οι παρεμβάσεις φαίνεται ότι είχαν αποτέλεσματα κι η εικόνα του δάσους είναι καλύτερη από ό,τι ήταν πριν από 3 χρόνια.

Σημαντική είναι τα τελευταία χρόνια η αύξηση της άγριας πανίδας, τόσο σε πουλιά, όσο και σε μεγάλα θηλαστικά, με κυρίαρχη την παρουσία του αγριογούρουνου, ακολουθώντας τη γενική τάση που παρατηρείται και σε άλλες περιοχές. Παρά τις ανησυχίες που προκαλεί η συνύπαρξη με την άγρια πανίδα σε κατοίκους της πόλης, οι οποίοι δεν έχουν την αντίστοιχη εμπειρία, αυτή δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί ως καλό νέο.

Λόγω της αλλαγής του τρόπου ζωής, το Σέιχ Σου δεν κινδυνεύει πια από εκχερσώσεις για νέες καλλιέργειες, από την υπερβόσκηση ή την υλοτομία. Κινδυνεύει ωστόσο ακόμα από καταπατήσεις, λόγω της γειτνίασης με το πολεοδομικό συγκρότημα της Θεσσαλονίκης, από νέα έργα υποδομής -όπως ο αυτοκινητόδρομος flyover- και φυσικά από τις πυρκαγιές, όπως όλα τα ώριμα πευκοδάση.

Με βάση τις παραπάνω διαπιστώσεις, καταλήγουμε ότι το Σέιχ Σου δεν χρειάζεται μείζονες παρεμβάσεις, οι οποίες θα φέρουν περισσότερη αναστάτωση, παρά οφέλη. Εκείνα που χρειάζεται είναι:

  • Συστηματική πυροπροστασία, με έμφαση στην πρόληψη. Αυτό σημαίνει ενίσχυση της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας (η οποία όπως όλος ο δημόσιος τομέας έχει βληθεί από τις μνημονιακές πολιτικές περιοκοπών), συμμετοχή και συντονιστικό όλων των φορέων, καλή συντήρηση των υποδομών (δρόμοι, παροχές, δεξαμενές) και ενεργή συμμετοχή των πολιτών, κυρίως στην πρόληψη. Ειδικά το τελευταίο ζήτημα, θα μπορούσε και θα έπρεπε να αποτελεί αντικείμενο των Δήμων, αφού η Πυροσβεστική δυσκολεύεται, ή πολλές φορές αρνείται, να αξιοποιήσει τη διαθεσιμότητα που υπάρχει.
  • Κατάλληλη διαχείριση, ώστε να προληφθούν νωρίτερα βιολογικοί κίνδυνοι, όπως ήταν το φλοιοφάγο έντομο. Ένα σχετικά κουρασμένο πευκοδάσος σε ένα φτωχό έδαφος, επιβαρυμένο από το αστικό περιβάλλον, αναμένεται να αντιμετωπίσει και άλλους τέτοιους κινδύνους στο μέλλον, ειδικά στο πλαίσιο της κλιματικής αλλαγής. Οι αρμόδιες υπηρεσίες οφείλουν να εντοπίσουν και να αντιμετωπίσουν τέτοιους κινδύνους προτού γιγαντωθούν. Η περίπτωση του φλοιοφάγου εντόμου είναι χαρακτηριστική, αφού ο κίνδυνος είχε εντοπιστεί εδώ και δέκα χρόνια, και παρόλα αυτά έπρεπε να φτάσουμε στην καταστροφή σημαντικού τμήματος του δάσους προτού ληφθούν μέτρα.
  • Ενίσχυση της σχέσης της πόλης με το δάσος και διευκόλυνση της πρόσβασης μέσα από την πόλη, με ήπιες παρεμβάσεις, όπως καθαρισμοί και σήμανση μονοπατιών. Στην κατεύθυνση αυτή μπορούν να αξιοποιηθούν τα ρέματα ως πράσινοι διάδρομοι, ειδικά στις περιοχές Τούμπας, Τριανδρίας, Ευαγγελίστριας και 40 Εκκλησιών. Τα πολλά και μεγάλα έργα αναψυχής, τα οποία συνήθως δεν συντηρούνται καν και καταλήγουν εστίες οπτικής ρύπανσης και παρακμής, δεν προσφέρουν τίποτα.
  • Για να ενισχύσει την σχέση των παιδιών με το δάσος, αλλά και την ποιότητα της εκπαίδευσης στην πόλη, ο Δήμος να αναλάβει το κόστος μετακίνησης για τουλάχιστον δύο ημερήσιες εκδρομές το χρόνο για κάθε σχολείο της πόλης, ώστε αυτές να πραγματοποιούνται στο περιαστικό δάσος – αντί για την αυλή του σχολείου, όπου δυστυχώς γίνονται σήμερα οι περισσότερες. Το κόστος αυτό είναι μικρό (ανάλογα με τον αριθμό μαθητών και την απόσταση, περίπου 3 ευρώ ανά μαθητή) σε σχέση με το όφελος για τους/ις μαθητές/τριες και το δάσος.
  • Οι παράλογες απαγορεύσεις πρόσβασης στο δάσος συνήθως λειτουργούν αρνητικά τόσο στη σχέση των ανθρώπων μαζί του, όσο και στην προστασία του, αφού μόνο η συστηματική παρουσία μπορεί να προλάβει εστίες φωτιάς. Η γενική απαγόρευση πρόσβασης που είχε επιβάλλει η διοίκηση Ζέρβα επί πανδημίας για αποφυγή του συνωστισμού (sic) αποτελεί μνημείο κατασταλτικής αντίληψης. Οι όποιες απαγορεύσεις πρέπει να αφορούν μόνο πολύ συγκεκριμένες μέρες και ώρες ώρες υψηλού κινδύνου στην καρδιά της αντιπυρικής περιόδου.
  • Ειδικότερα ο χώρος του “Ζωολογικού Κήπου” πρέπει να αλλάξει χαρακτήρα. Η διατήρηση άγριων ζώων σε κλουβιά δεν επιτελεί πια κανέναν παιδαγωγικό ή ψυχαγωγικό σκοπό. Θα πρέπει να μετατραπεί σε πάρκο οικόσιτων ζώων, ιδιαίτερα ντόπιων φυλών, ώστε να ενδυναμώσει τη σχέση των κατοίκων της πόλης με την ύπαιθρο.
  1. Χώροι άθλησης

Πέρα από την γενική έλλειψη ελεύθερων χώρων, η πόλη πάσχει ειδικά και από την απουσία ανοιχτών χώρων άθλησης. Ο συνωστισμός χιλιάδων ανθρώπων στα πεζοδρόμια της Αγίου Δημητρίου επί πανδημίας ήταν χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της έλλειψης. Ωστόσο, οι υφιστάμενοι ελεύθεροι χώροι δεν αρκούν ώστε σημαντικό τμήμα τους να μπορεί να μετατραπεί σε χώρους άθλησης. Αυτό μπορεί να γίνει μόνο με την απόδοση νέων χώρων, όπως αυτοί που περιγράφηκαν παραπάνω. Δυστυχώς κι εδώ η διοίκηση κινείται στην αντίθετη κατεύθυνση, αποχαρακτηρίζοντας χώρους άθλησης και αίροντας απαλλοτριώσεις που είχαν ήδη αποφασιστεί.

Τροχιοδρομικά

Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο παρατημένος χώρος περί των 1.900 τ.μ. στη συμβολή των οδών Αρετούσης και Αλεξ. Θεοδοσιάδη στην περιοχή Τροχιοδρομικών-Χαριλάου. Σύμφωνα με την υπ΄αρ. 388/22.1.1998 απόφαση της Γ.Γ. Περιφέρειας ο χώρος αποδόθηκε για κοινωφελή χρήση, ως «Χώρος Αθλητικών Εγκαταστάσεων», ο οποίος θα καλύψει τις σημαντικές ελλείψεις για χρήσεις αθλητισμού που υπάρχουν στην ευρύτερη έκταση.

Σύμφωνα όμως με την απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου Θεσσαλονίκης στις 16/7/2018 (επί προηγούμενης διοίκησης), ζητήθηκε ο αποχαρακτηρισμός του οικοπέδου και δυστυχώς το οικόπεδο επιστράφηκε στην ιδιοκτήτρια εταιρεία προς αξιοποίηση, διότι ο Δήμος ισχυρίστηκε ότι δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να την αποζημιώσει.

Σε απάντηση, συγκροτήθηκε η Πρωτοβουλία κατοίκων για την περιοχή Τροχιοδρομικών – Χαριλάου. Σύμφωνα με τους κατοίκους, η διατήρηση του χαρακτηρισμού του οικοπέδου και η χρήση του ως χώρος άθλησης είναι πολεοδομικά και κοινωνικά αναγκαία. Η ίδια η Επιτροπή Ποιότητας Ζωής του Δήμου Θεσσαλονίκης στις 15.6.2018 βεβαιώνει την πολεοδομική αναγκαιότητα διατήρησης του κοινωφελούς χαρακτήρα για χρήση αθλητισμού του οικοπέδου. Με βάση το Επιχειρησιακό Σχέδιο Αθλητισμού Δ. Θεσσαλονίκης (2017), το σύνολο των υφιστάμενων χώρων αθλητισμού (28.500τμ.) στην ευρύτερη περιοχή των τριών Συνοικιών δεν καλύπτει τις απαιτήσεις για πληθυσμό σχεδιασμού 33.000 κατοίκων (απαιτούνται αθλητικοί χώροι 99.000 τμ.). Για πληθυσμό της τάξης των 30.000 κατοίκων απαιτούνται 6 χώροι αθλητισμού, ενώ οι υφιστάμενοι είναι μόνο 3 και το εμβαδόν τους υπολείπεται κατά πολύ των προδιαγραφών.

Μαζί με τους κατοίκους, ζητάμε την αναίρεση της απόφασης. Ο Δήμος να αναλάβει πρωτοβουλίες για την εύρεση της αναγκαίας χρηματοδότησης για χρήση του οικοπέδου ως χώρου αθλητικών εγκαταστάσεων. Διεκδικούμε να μην επιστραφεί σε ιδιώτες κανένας χώρος που προορίζεται για χώρο πρασίνου, άθλησης, σχολείου ή για οποιοδήποτε άλλη χρήση που καλύπτει τις ανάγκες των κατοίκων του δήμου Θεσσαλονίκης.

  1. Αδόμητα οικόπεδα – πάρκα τσέπης

Με δεδομένη την απουσία μεγάλων ελεύθερων χώρων, τα αδόμητα οικόπεδα που έχουν απομείνει στην πόλη προσφέρουν ένα πολύτιμο απόθεμα. Όπως σημειώθηκε στις γενικές αρχές του πρώτου τμήματος, διεκδικούμε τη μη δόμηση όλων των δημόσιων οικοπέδων και την αξιοποίησή τους ως ελεύθερους χώρους για τις ανάγκες της κοινωνίας (κατά σειρά προτεραιότητα πράσινο, χώροι άθλησης, ή ακόμα και στάθμευσης εκεί που είναι επιτακτική η ανάγκη), αλλά και τη βαθμιαία απαλλοτρίωση και ιδιωτικών οικοπέδων για τον ίδιο σκοπό. Με αυτό τον τρόπο, μπορούν να δημιουργηθούν δεκάδες “πάρκα τσέπης” σε όλο τον αστικό ιστό, η αξία των οποίων είναι πολλαπλάσια από το αθροιστικό τους μέγεθος, καθώς θα δώσουν διέξοδο σε πυκνοκατοικημένες γειτονιές και θα μειώσουν δραστικά την απόσταση από την κατοικία ως τον κοντινότερο ελεύθερο χώρο.

Πρόσφατα, η διοίκηση του Δήμου προσπάθησε να κινηθεί προς αυτή την κατεύθυνση, αξιοποιώντας μια χορηγία από την πολυεθνική P&G, και δημιούργησε τρία “πάρκα τσέπης”. Το αποτέλεσμα ωστόσο ήταν απογοητευτικό: αντί να ενισχύσει την παρουσία του πράσινου, καρατόμησε τα υπάρχοντα δέντρα και κάλυψε το έδαφος με αδρανή υλικά, καθιστώντας το μη φιλικό στη χρήση. Η αποτυχία αυτή έρχεται να τονίσει ότι η αξία αυτών των χώρων δεν πηγάζει από χορηγίες και εντυπωσιακές μακέτες, αλλά από τον βαθμό συμμετοχής και χρήσης τους από τους ίδιους τους κατοίκους. Στον αντίποδα αυτών των “πάρκων”, έχουμε το αυτοοργανωμένο και πραγματικά επιτυχημένο “Πάρκο Τσέπης” που δημιούργησε η Πρωτοβουλία της Σβώλου, ένα πείραμα αστικής συνύπαρξης και αυτοδιαχείρισης που άντεξε στο χρόνο και προσέφερε ζωτικό χώρο όχι μόνο στους κατοίκους, αλλά και σε πολλές πολιτιστικές και κοινωνικές δράσεις.

Το «Πάρκο Τσέπης» στην οδό Χαλκιδικής που δημιούργησε ο Δήμος Θεσσαλονίκης. Στο πάνω μέρος της φωτογραφίες φαίνεται οριακά η καρατόμηση των κορμών.

Οικόπεδα του Δήμου

Στο “Πολυετές πλάνο αξιοποίησης της ακίνητης περιουσίας” του Δήμου Θεσσαλονίκης, το οποίο πέρασε πρόσφατα (Ιούνιος 2023) από το Δημοτικό Συμβούλιο, αναφέρεται ότι Δήμος κατέχει συνολικά 322 ακίνητα, με τα 125 (40%) από αυτά να παραμένουν αδιάθετα.

Στην πραγματικότητα βέβαια, δεν πρόκειται για πλάνο, αλλά για ένα κείμενο με γενικές αρχές. Οι αρχές αυτές σε λάθος κατεύθυνση, αφού ρητά αντικαθιστούν την αρχή της “κοινής ωφέλειας”, η οποία ‘’ίσχυε στο παρελθόν’’, όπως αναφέρει, με τις αρχές της βιωσιμότητας, της ανταγωνιστικότητας και της συνεργασίας με τον τραπεζικό τομέα. Το “Πλάνο” έτσι δεν αναφέρει συγκεκριμένο τρόπο αξιοποίησης και αφήνει να διαφανεί ότι κυρίαρχη κατεύθυνση θα είναι η οικονομική αξιοποίηση, μέσα από μίσθωση, σύμπραξη, ή πώληση.

Η βασική του πρόταση είναι να αξιοποιηθούν κατά προτεραιότητα 60 ακίνητα, κυρίως οικόπεδα. Χωρίς να αναφέρεται πάλι ρητά το πώς θα αξιοποιηθεί το καθένα από αυτά, εννοείται σαφώς ότι το κριτήριο είναι αποκλειστικά τα έσοδα, αφού προβλέπεται ότι θα αποδώσουν το 80% των αναμενόμενων κερδών από το σύνολο των ακινήτων.

Όπως έχει τεκμηριωθεί παραπάνω, η πόλη αυτή τη στιγμή έχει άλλες επείγουσες προτεραιότητες για ελεύθερους χώρους, ακόμα και χώρους στάθμευσης στις γειτονιές (ώστε να απελευθερωθεί χώρος για ποδηλατόδρομους και να περιοριστούν οι αντιδράσεις), για σχολική στέγη, χώρους πολιτισμού και κοινωνική κατοικία. Άλλωστε, τα 15 από τα παραπάνω 60 ακίνητα έχουν ήδη χαρακτηρισμένη χρήση (ως σχολείο, χώρος πολιτισμού, στάθμευσης).

Προτείνουμε, συνεπώς, όλα τα αδόμητα οικόπεδα να παραμείνουν αδόμητα –και να αξιοποιηθούν ως ελεύθεροι χώροι πρασίνου (πάρκα τσέπης/σκύλων/παιδικές χαρές) ή χώροι στάθμευσης (με ακάλυπτο έδαφος και δέντρα), ανάλογα με τις ανάγκες της κάθε γειτονιάς. Στον σχεδιασμό να εμπλακούν οι ίδιοι οι κάτοικοι. Εξαιρούνται τα δεσμευμένα οικόπεδα για σχολική στέγη. Όλα τα υπόλοιπα κτήρια να αξιοποιηθούν για χώρους πολιτισμού (τα χαρακτηρισμένα) και για κοινωνική κατοικία τα υπόλοιπα.

Τα εννιά οικόπεδα της Εκκλησίας

Χαρακτηριστικό παράδειγμα της απροθυμίας των αρχών και φορέων να προσφέρουν και τον ελάχιστο ελεύθερο χώρο στην πόλη αποτελεί η πρόσφατη απόφαση της Εκκλησίας της Ελλάδας να αποδώσει προς οικοδόμηση -με τη μέθοδο της μακροχρόνιας μίσθωσης ή της αντιπαροχής- εννέα οικόπεδα ιδιοκτησίας της εντός της Θεσσαλονίκης. Πολλά από αυτά στο παρελθόν είχαν δεσμευτεί για ανέγερση σχολείων ή χώροι πρασίνου, αλλά στη συνέχεια αποχαρακτηρίστηκαν – προφανώς για να διευκολυνθεί η αξιοποίησή τους από την Εκκλησία.

  1. Β. Ολγας 179 και Αλ. Παπαδιαμάντη 19 (διαμπερές οικόπεδο). Αποχαρακτηρίστηκε το 2007 (Διοίκηση Παπαγεωργόπουλου) από χώρος για ανέγερση νηπιαγωγείου. Προς αντιπαροχή.
  2. Περδίκα 72 και Ψαρού ( γωνιακό), περιοχή Υφανέτ. Προς αντιπαροχή.
  3. Αγίου Δημητρίου και Αισχύλου (γωνιακο), κέντρο. Προς αντιπαροχή.
  4. Μανουσογιαννάκη 3, κέντρο. Πρώην 1ο Εσπερινό Γυμνάσιο. Αποχαρακτηρισμένο από χώρος για ανέγερση δημοτικού σχολειου από διοίκηση Μπουταρη 2017. Προς αντιπαροχή.
  5. Εφέσου 22 και Επιγόνου (γωνιακό), Τούμπα. Αποχαρακτηρισμένο το 2006 από χώρος για ανέγερση νηπιαγωγείου. Προς αντιπαροχή.
  6. Γρηγορίου Ξενοπούλου 18, περιοχή Συνδίκα. Προς αντιπαροχή.
  7. Τζουμαγιάς 1Α και Θεαγ. Χαριση (γωνιακό), περιοχή Υφανέτ. Πρώην παιδική χαρά που ξηλώθηκε το 2020 και πάνω σε όριο ρέματος Υφανέτ. Προς αντιπαροχή.
  8. Τσιμισκή και Εθν. Αμύνης (το σημερινό πάρκινγκ). Αποχαρακτηρίστηκε από χώρος για ανέγερση σχολείου το 2007. Δημοπρατήθηκε ήδη για μακροχρόνια μίσθωση, με σκοπό την ανέγερση 5* ξενοδοχείου.
  9. Βασιλειου Χατζή και Μ.Αλεξάνδρου (γωνιακό), περιοχή Μακεδονία Παλλάς, παραλία. Αποχαρακτηρίστηκε το 2006 από χώρο για νηπιαγωγείο και ειδικού προορισμού σχολικής και κοινωνικής χρήσης σε οικοδομήσιμο.

Διεκδικούμε την μη οικοδόμηση όλων των παραπάνω οικοπέδων και την απόδοσή τους στον Δήμο και σε κοινωνικές χρήσεις, είτε για ανέγερση σχολικής στέγης, είτε για κοινόχρηστους χώρους πρασίνου.

Προσβασιμότητα, πεζοδρόμια

Απαραίτητη προϋπόθεση για τον δημόσιο χαρακτήρα ενός χώρου είναι το καθολικό δικαίωμα πρόσβασης. Δυστυχώς, όλοι σχεδόν οι δημόσιοι χώροι της πόλης, αλλά και τα πεζοδρόμια, τα δημόσια και ιδιωτικά κτίρια, τα μέσα μαζικής μεταφοράς, εμποδίζουν συστηματικά την πρόσβαση σε άτομα με αναπηρία (βλ. Αναλυτικά Θεματική 4, για θέματα κινητικότητας). Τα εμπόδια αυτά περιλαμβάνουν την ανεπάρκεια των υποδομών (ράμπες, διάδρομοι για τυφλούς κα), αλλά και την κατάληψη του δημόσιου χώρου από παρκαρισμένα αυτοκίνητα και τραπεζοκαθίσματα.

Ειδικά τα τραπεζοκαθίσματα των καταστημάτων εστίασης αποτελούν έναν σημαντικό τρόπο νόμιμης ή (συνήθως) παράνομης ιδιοποίησης του δημόσιου χώρου, σε πεζοδρόμια, πεζόδρομους και κεντρικές πλατείες (βλ. πχ. Αριστοτέλους). Ιδιαίτερα από την πανδημία και μετά, με αφορμή τα μέτρα για τη δημόσια υγεία, επιδεινώθηκε η κατάσταση με την ανεξέλεγκτη αύξηση των τραπεζοκαθισμάτων. Πρόσφατα μάλιστα, το σχετικά διευρυμένο πλαίσιο ανανεώθηκε από τη διοίκηση του Δήμου, εξαιτίας των πολλαπλών εξαρτήσεων που έχει από τα εμπορικά συμφέροντα. Ακόμα, όμως, και αυτό το εξαιρετικά χαλαρό πλαίσιο στην πράξη δεν τηρείται, αφού τα καταστήματα καταλαμβάνουν πολλαπλάσιο από τον επιτρεπόμενο χώρο, εγκαθιστώντας μάλιστα όλο και περισσότερες μόνιμες κατασκευές. Έτσι, ακόμα και ο διάδρομος ελεύθερης διέλευσης πεζών και αμαξιδίων σε κάθε πεζοδρόμιο, στις διαστάσεις που ορίζει ο νόμος (1,5 μ.), απουσιάζει από τους περισσότερους εμπορικούς δρόμους.

Σε πρώτη φάση, θα πρέπει να εφαρμοστεί έστω το παρόν πλαίσιο, με απόλυτη αυστηρότητα. Να εξασφαλίζεται επαρκής διάδρομος ελεύθερης διέλευσης πεζών και αμαξιδίων 1,5 μ. σε κάθε πεζοδρόμιο. Να αφαιρεθούν όλες οι μόνιμες κατασκευές. Να αντιμετωπίζεται με αυστηρές ποινές κάθε παράνομο παρκάρισμα που περιορίζει την κινητικότητα.

Σε δεύτερη φάση, χρειάζεται μια συμπεριληπτική διαδικασία διαβούλευσης για να οριστούν εκ νέου οι κανόνες που θα αποδίδουν περισσότερο χώρο στους χρήστες, χωρίς να ακυρώνουν τη λειτουργία των καταστημάτων.

  1. Δημόσιες βρύσες και νερό

Σε εποχή κλιματικής, περιβαλλοντικής και κοινωνικής κρίσης, οι δημόσιες βρύσες αποτελούν βασικές υποδομές του δημόσιου χώρου. Η λειτουργία τους ανακουφίζει ανθρώπους που δεν έχουν επαρκή πρόσβαση σε καθαρό νερό, αλλά και όλους/ες μας που αναγκαζόμαστε να καταναλώνουμε εμφιαλωμένο νερό, ενώ ταυτόχρονα μειώνει τη σπατάλη πλαστικού. Το νερό του δικτύου της ΕΥΑΘ, παρά τη συστηματική υποβάθμιση του φορέα από τις μνημονιακές πολιτικές και τις προσπάθειες ιδιωτικοποίησης, είναι ποιοτικό και κατάλληλο για κατανάλωση, καλύτερο μάλιστα από πολλά εμφιαλωμένα.

Παρότι η λειτουργία δημόσιων βρυσών αποτελεί πια και νομική υποχρέωση του Δήμου, η διοίκησή του προσπαθεί να την αποφύγει με κάθε μέσο. Το 2022 απέρριψε την προσφορά του Σωματείου Εργαζομένων της ΕΥΑΘ , το οποίο αναλάμβανε εθελοντικά να βάλει σε λειτουργία δημόσιες βρύσες, με τη δικαιολογία ότι έχει ήδη δεχθεί σχετική χορηγία από εταιρία (η οποία ωστόσο δεν συνεισέφερε τελικά τίποτα σε αυτή την κατεύθυνση). Σε πρόσφατη συνεδρίαση του ΔΣ, το 2023, όπου κατατέθηκε σχετικό ψήφισμα κοινωνικών φορέων19, η αντίδραση της διοίκησης ήταν απαράδεκτη, αφού χαρακτήρισε τις δημόσιες βρύσες “εστίες εγκληματικότητας” και το νερό του δικτύου ως “ακατάλληλο”.

Μαζί με τις κινήσεις των πολιτών και το Σωματείο Εργαζομένων της ΕΥΑΘ, συνεχίζουμε να διεκδικούμε την επαναλειτουργία όλων των δημόσιων βρυσών, τη σωστή συντήρησή τους και την εγκατάσταση νέων. Ειδική μνεία πρέπει να γίνει στις ιστορικές βρύσες της πόλης, οι περισσότερες από την εποχή της οθωμανικής κυριαρχίας, αφού η συντήρηση και λειτουργία τους, πέρα από τους κοινωνικούς και περιβαλλοντικούς στόχους, συμβάλλουν στη διατήρηση και της ιστορικής μνήμης.

Πρέπει επίσης να κατοχυρωθεί η υποχρέωση των καταστημάτων εστίασης να παρέχουν δωρεάν νερό στους/ις περαστικούς/ες, με ένα εύκολα προσβάσιμο τρόπο, ως μια ελάχιστη ανταπόδοση για τον δημόσιο χώρο που καταλαμβάνουν.

Σημαντική είναι ακόμα η λειτουργία δημόσιων τουαλετών, οι περισσότερες από τις οποίες έχουν κλείσει, λόγω των περικοπών και της ανεπάρκειας προσωπικού.

Τέλος, παρότι δεν συνδέεται με τον δημόσιο χώρο, αλλά με τα δημόσια αγαθά, καταθέτουμε σε αυτό το σημείο την πάγια θέση μας για τη διατήρηση του δημόσιου χαρακτήρα του νερού, ως υπέρτατο κοινό αγαθό, μέσα από τη διατήρηση μίας και ενιαίας ΕΥΑΘ, με κρατική ιδιοκτησία, κοινωνικό έλεγχο και κοινωνικά -αντί για ιδιωτικοοικονομικά- κριτήρια λειτουργίας.

  1. Παιδικές χαρές

Κάποια, μεμονωμένα και μικρά ευτυχώς, ατυχήματα που συνέβησαν πρόσφατα, ανέδειξαν τα μεγάλα προβλήματα που υπάρχουν στην κατασκευή, λειτουργία και συντήρηση των υποδομών του Δήμου συνολικά, αλλά και ζητήματα που έχουν να κάνουν με τη νομοθεσία, την επάρκεια των τεχνικών υπηρεσιών του Δήμου, τη φύλαξη, τον ιδιωτικό τομέα που εμπλέκεται και τις συχνές φθορές που προκαλούνται από πολίτες.

Από το 2012 και μετά, η νομοθεσία απαιτεί για τις παιδικές χαρές αυστηρές προδιαγραφές με πιστοποιημένα παιχνίδια και χώρους, τα οποία όμως εκτινάσσουν το κόστος κατασκευής και συντήρησης στα ύψη. Οι 63 παιδικές χαρές του Δήμου πιστοποιούνται για την καταλληλότητά τους και συντηρούνται από ιδιωτική εταιρεία, η οποία πραγματοποιεί και περιοδικές αυτοψίες στους χώρους.

Τα συνεργεία του Δήμου με ελλιπέστατο προσωπικό -δέκα εργάτες και τεχνίτες που ασχολούνται, εκτός από τη συντήρηση των παιδικών χαρών, και με τα κτίρια και τις υποδομές του Δήμου- είναι πρακτικά αδύνατο να κάνουν αυτοψίες σε τακτά χρονικά διαστήματα στις παιδικές χαρές. Και η συμβολή τους όμως στη συντήρηση των παιδικών χαρών είναι μάλλον δευτερεύουσα, αφού αφορά μικρές φθορές, καθώς η αποκατάσταση μεγαλύτερων απαιτεί, σύμφωνα με τη νομοθεσία, πιστοποιημένα ανταλλακτικά τα οποία δεν διαθέτουν.

Η υποστελέχωση συνεχίζεται και στο επίπεδο των μηχανικών: για το συγκεκριμένο αντικείμενο υπάρχει μόνο ένας! Η φύλαξη είναι ένα άλλο πρόβλημα. Πριν τρία χρόνια ο Δήμος διέθετε φύλαξη με προσλήψεις μέσα από προγράμματα ΟΑΕΔ, η οποία όμως σταμάτησε με την πανδημία, όταν και έκλεισαν οι παιδικές χαρές.

Ο Δήμαρχος σε πρόσφατη ανακοίνωσή του είπε ότι θα δοθούν 1.350.000 ευρώ για τον εκσυγχρονισμό των παιδικών χαρών, μέσω ιδιωτικής εταιρείας φυσικά, εκτός από αυτά που δίνονται κάθε χρόνο για πιστοποιήσεις και συντήρηση. Μπορεί ίσως αύριο να αποφασίσει την ανάθεση της φύλαξης σε εταιρεία σεκιούριτι ή ακόμη και την ιδιωτικοποίηση των παιδικών χαρών, όπως έχει γίνει με άλλους δημόσιους χώρους. Όπως σε κάθε τομέα της δημόσιας ζωής, κι εδώ το νεοφιλελεύθερο μοντέλο προτάσσει την ιδιωτικοποίηση, αφού πρώτα έχει φροντίσει με την εγκατάλειψη και την υποχρηματοδότηση να συκοφαντήσει τη δημόσια διαχείριση.

Από τη μεριά μας, προτείνουμε την αύξηση της κρατικής χρηματοδότησης προς τους Δήμους, προσλήψεις προσωπικού και στελέχωση των υπηρεσιών με το κατάλληλο εργατοτεχνικό και επιστημονικό προσωπικό. Εκσυγχρονισμό των πληροφοριακών συστημάτων επικοινωνίας με τον Δημότη. Δημιουργία υπηρεσίας φύλαξης για την πραγματοποίηση έστω περιοδικών ελέγχων στις παιδικές χαρές. Επανεξέταση του θεσμικού πλαισίου για τις παιδικές χαρές, όχι βέβαια όσον αφορά τις προδιαγραφές ασφαλείας, αλλά κυρίως τη δομή των κατασκευών, μια και πολλές από αυτές είναι πολύπλοκες, χρησιμοποιούν ακριβά υλικά και είναι απαιτητικές στη συντήρηση. Να υπάρχουν παιδικές χαρές για παιδιά και άτομα με αναπηρία σε κάθε γειτονιά.

Τέλος, πρέπει να γίνει κοινή πεποίθηση ότι οι παιδικές χαρές, ένα από τα πιο ευαίσθητα κομμάτια του δημόσιου χώρου, από την έλλειψη του οποίου δυστυχώς υποφέρει τραγικά η πόλη μας, απαιτούν σεβασμό και εγρήγορση για τη διασφάλιση της ασφαλούς λειτουργίας τους από όλους μας.

  1. Σχολική στέγη

Το ζήτημα της σχολικής στέγης, της ανεπάρκειας, των προβλημάτων συντήρησης κοκ., ξεφεύγει κάπως από τους στόχους της θεματικής. Συνοπτικά, για την περιγραφή των προβλημάτων, μπορούμε να παραπέμψουμε την εισήγηση της Επιτροπής Ποιότητας Ζωής του Δήμου Θεσσαλονίκης (2021), η οποία σημειώνει (με αφορμή τη διεκδίκηση των κατοίκων για ανέγερση νηπιαγωγείου στην Αλυσίδα, βλ, παρακάτω):

α) «Ως προς τη κάλυψη των αναγκών σε σχολική στέγη, ο ∆ήμος Θεσσαλονίκης εξακολουθεί να παρουσιάζει σημαντικά ελλείμματα…»

β) «Μισθώνονται 9 κτίρια / καταστήματα για τη στέγαση 17 σχολικών μονάδων, με συνέπεια την καταβολή χρηματικού ποσού της τάξης των 600.000€ ετησίως για μισθώματα, ενώ τα περισσότερα από τα παραπάνω ακίνητα δεν πληρούν τις προδιαγραφές … και δεν διαθέτουν αύλειο χώρο.»

γ) «…Οι ελλείψεις στους αναγκαίους χώρους οδηγούν στην επιλογή συστέγασης διαφόρων εκπαιδευτικών βαθμίδων στο ίδιο κτιριακό συγκρότημα, με πολλούς συμβιβασμούς ως προς τις προδιαγραφές άρτιας και ασφαλούς λειτουργίας των διακεκριμένων βαθμίδων…»

δ) «Πρόκειται για χώρο εκπαίδευσης … για την κάλυψη των σημαντικών ελλειμμάτων της τάξης των 9.290 τ.μ. …»

ε) «… το ακίνητο του θέματος εμπίπτει πλέον στη Συνοικία Σ19 (Χαριλάου)… και οι ανάγκες για Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση παρουσιάζουν έλλειμμα της τάξης των 1.771 τ.μ. …»

στ) «Πρόσφατα, διαπιστώθηκε επιπλέον έλλειμμα για 30 νέες αίθουσες νηπιαγωγείων στο Δήμο Θεσσαλονίκης …»

ζ) «Υπάρχει υποχρέωση για τη μεταστέγαση σε μόνιμες εγκαταστάσεις που θα πληρούν τις προδιαγραφές του Υπουργείου Παιδείας …»

η) «Η εξεύρεση κατάλληλων χώρων (σημείωση δικη μας 1400τ.μ.) προς αξιοποίηση για σχολική στέγη … είναι ιδιαίτερα δύσκολη για ένα πυκνοδομημένο ∆ήμο …»

Παρά τις εγνωσμένες ελλείψεις, δεν έχουμε καμία συστηματική πρόοδο, ενώ πολλές εκτάσεις που είχαν δεσμευθεί (ή και θα έπρεπε να δεσμευτούν) για σχολική στέγη τα τελευταία χρόνια έχουν αποχαρακτηριστεί με σκοπό την οικοδόμηση και εκμετάλλευσή τους (βλ. πχ. παραπάνω για τα 9 οικόπεδα της εκκλησίας).

Το νηπιαγωγείο στην Αλυσίδα

Στον αντίποδα αυτής της τάσης είχαμε κι ένα ελπιδοφόρο παράδειγμα, όπου οι κάτοικοι οργανώθηκαν και κατάφεραν να αναστρέψουν μια τέτοια προσπάθεια αποχαρακτηρισμού και οικοπεδοποίησης. Στην πυκνοδομημένη Χαριλάου, εδώ και χρόνια ένα οικόπεδο στη συμβολή των οδών Αλ. Σταύρου και Αλκμήνης στην περιοχή Χαριλάου είχε δεσμευτεί για την κατασκευή Νηπιαγωγείου. To 2021 η διοίκηση Ζέρβα αποφάσισε την αποδέσμευση και τελικά το χτίσιμο του οικοπέδου.

Το κίνημα κατοίκων στην Αλυσίδα διεκδίκησε και πέτυχε τη συνέχιση της απαλλοτρίωσης. Τον Οκτώβριο του ίδιους έτους, το ΔΣ αναίρεσε την προηγούμενη απόφασή του κι επικύρωσε εκ νέου την απαλλοτρίωση. Μέχρι σήμερα ωστόσο, αυτή δεν έχει ολοκληρωθεί, οπότε παραμένει το αίτημα για ανέγερση νηπιαγωγείου.

  1. Αδέσποτα και ζώα συντροφιάς

Τα αδέσποτα ζώα αποτελούν ένα δύσκολο ζήτημα του δημόσιου χώρου. Πολλές φορές έχουν προκαλέσει προβλήματα και τραυματισμούς ανθρώπων, ενώ και τα ίδια υποφέρουν, επιβιώνοντας σε άσχημες συνθήκες. Η αιτία του κακού βρίσκεται σε όσους τα εγκαταλείπουν και -πίσω από αυτούς- στο εμπόριο ζώων και την αλόγιστη αναπαραγωγή κυνηγετικών σκυλιών. Προφανώς για εμάς, η λύση δεν μπορεί να βρίσκεται ούτε στη θανάτωση, ούτε στο μάντρωμα των ζώων σε απάνθρωπες εγκαταστάσεις.

Η διοίκηση του Δήμου Θεσσαλονίκης -ακολουθώντας τα χνάρια της προηγούμενης- δεν έχει διαμορφώσει ακόμη σαφή πολιτική στο θέμα, αλλά ούτε και πρόταση για δομή προστασίας αδέσποτων ζώων. Ακόμα κι όταν υπήρξαν (το 2019-2020) διαθέσιμοι δημόσιοι πόροι και συγκεκριμένη πρόσκληση για αίτηση χρηματοδότησης, στο πλαίσιο του προγράμματος ΦΙΛΟΔΗΜΟΣ ΙΙ, με αντικείμενο την κατασκευή, επισκευή, συντήρηση και εξοπλισμό εγκαταστάσεων καταφυγίων αδέσποτων ζώων συντροφιάς, η διοίκηση δεν προχώρησε σε κανένα σχετικό έργο.

Αναγνωρίζουμε φυσικά ότι η δημιουργία ενός δημοτικού καταφυγίου δεν είναι από μόνη της η λύση, αλλά μέρος μιας συνολικής πολιτικής που πρέπει να αναπτυχθεί με άξονα την ευζωία και την προστασία των αδέσποτων ζώων συντροφιάς, αλλά και τη βελτίωση των συνθηκών συνύπαρξής τους με τους ανθρώπους. Σε αυτή τη λογική, προτείνουμε:

  1. Περισυλλογή των αδέσποτων με ειδικά καταρτισμένα συνεργεία για κτηνιατρικό έλεγχο/σήμανση και επανένταξή τους στο φυσικό τους περιβάλλον εφόσον είναι υγιή και άνω των 5 μηνών.
  2. Εμβολιασμό, σήμανση, στείρωση, έλεγχο για Leishmania spp και περίθαλψη των αδέσποτων σε δημοτικά κτηνιατρεία ή καταφύγια αδέσποτων ζώων. Καταγραφή των αδέσποτων σε ειδική ηλεκτρονική βάση του Δήμου.
  3. Συγκρότηση διεπιστημονικής επιτροπής για τον συντονισμό του προγράμματος προστασίας αδέσποτων ζώων συντροφιάς.
  4. Ίδρυση και λειτουργία δημοτικού καταφυγίου αδέσποτων ζώων συντροφιάς, το οποίο θα λειτουργεί με εξειδικευμένο προσωπικό και με απόλυτη μέριμνα για την ευζωία των ζώων, με τήρηση των χωρικών και υγειονομικών προδιαγραφών που ορίζει ο νόμος και μοναδικό σκοπό τον κτηνιατρικό έλεγχο και την περίθαλψη των αδέσποτων ζώων, μακριά από λογικές ασυλοποίησης και μαντρώματος των ζώων σε άθλιες συνθήκες
  5. Ίδρυση και λειτουργία δημοτικών κτηνιατρείων για τον έλεγχο και τη φροντίδα της ευζωίας των αδέσποτων ζώων, αλλά και για όσους ιδιοκτήτες ζώων συντροφιάς δεν έχουν τους πόρους να φροντίσουν τα δικά τους ζώα.
  6. Φύλαξη δεσποζόμενων ζώων που έχουν αφαιρεθεί από τον ιδιοκτήτη τους με εισαγγελική παραγγελία.
  7. Επιβολή διοικητικών προστίμων για τις παραβάσεις αναφορικά με τις υποχρεώσεις ιδιοκτητών και την κακοποίηση ζώων (μη ενημερωμένο βιβλιάριο υγείας ζώου, κακοποίηση ζώου, μη τοποθέτηση ηλεκτρονικής σήμανσης κ.α).

Παράλληλα, στο πλαίσιο της γενικότερης απουσίας ελεύθερων χώρων, σημειώνουμε και την παντελή σχεδόν έλλειψη πάρκων σκύλων για τα ζώα συντροφιάς. Θυμίζουμε ότι, καλώς ή κακώς, ο νόμος απαγορεύσει τους ιδιοκτήτες ζώων να τα έχουν χωρίς λουρί. Έτσι, για λόγους ευζωίας των ζώων αλλά και ασφάλειας, τα πάρκα αυτά θα έπρεπε να είναι τόσο πυκνά στον αστικό ιστό, ώστε να μπορεί να φτάσει για τις ανάγκες της καθημερινές βόλτας. Καθώς είμαστε πολύ μακριά από αυτόν τον στόχο, διεκδικούμε αρχικά τη λειτουργία τουλάχιστον 2-3 τέτοιων χώρων σε κάθε κοινότητα.

  1. Αστικά δέντρα

Ο τελευταίος χρόνος της θητείας Ζέρβα στιγματίστηκε από την απόφαση της διοίκησης να κόψει 4.000 δέντρα σε όλη την πόλη και να τα αντικαταστήσει με νέα, ξεσηκώνοντας θύελλα διαμαρτυριών από πολίτες και συλλογικότητες.

Η στρατηγική αυτή καταστρώθηκε εδώ και τρία χρόνια, με τη σύμφωνη γνώμη διοίκησης και υπηρεσίας πρασίνου, οι οποίες εξασφάλισαν τους πόρους για να δώσουν δύο μεγάλες εργολαβίες, ύψους από 6 εκατομμύρια περίπου, για κοπές, κλαδεύσεις και νέες φυτεύσεις. Η αιτιολόγησή της είναι ότι τα δέντρα που πρόκειται να κοπούν είναι γέρικα, άρρωστα κι επικίνδυνα, ενώ ο στόχος ήταν, όπως ανέφερε στο ΔΣ ο εκπρόσωπος της υπηρεσίας “να αποκτήσει η πόλη νέες δενδροστοιχίες”.

Ωστόσο, η τεκμηρίωση αυτή είναι σαθρή για να δικαιολογήσει μια τόσο μεγάλη κι απότομη απώλεια δέντρων, στην πόλη με το τόσο λίγο πράσινο και στην εποχή της κλιματικής κρίσης.

Το θέμα της επικινδυνότητας

Ερευνώντας την ειδησεογραφία τα τελευταία 20 περίπου χρόνια για τα οποία υπάρχουν επαρκή αρχεία στο διαδίκτυο, βλέπουμε ότι στην Ελλάδα έχει σκοτωθεί ένας άνθρωπος από πτώση δέντρου εντός αστικού ιστού. Το τραγικό δυστύχημα συνέβη φέτος τον Αύγουστο στο Ηράκλειο, όταν ένα πεύκο έπεσε πάνω σε έναν 51χρονο μοτοσικλετιστή.

Ποτέ άλλοτε δεν είχαμε αντίστοιχο θανατηφόρο περιστατικό: παρόμοια δυστυχήματα έχουν συμβεί και σε επαρχιακές οδούς π.χ. στη λεωφόρο Σούδας, ενώ λίγα περισσότερα θανατηφόρα περιστατικά έχουμε σε χωριά, συνήθως κατά τη διάρκεια αγροτικών εργασιών σε αυλές και χωράφια με ταυτόχρονη κακοκαιρία (εντοπίσαμε τρία τέτοια, στις Σέρρες, τα Γρεβενά και στον Έβρο, όπου λεύκα χτυπήθηκε από κεραυνό κι έπεσε σε καφετέρια). Στην ειδησεογραφία συναντάμε, ωστόσο, δυστυχώς αρκετά περισσότερα θανατηφόρα εργατικά δυστυχήματα κατά τη διάρκεια εργασιών κλαδέματος ή υλοτόμησης –στις οποίες αξίζει να σημειώσουμε με την ευκαιρία σπάνια τηρούνται τα κατάλληλα μέτρα προστασίας (πχ. στο Αιτωλικό, στην Εύβοια, στην Καλαμαριά, στα Χανιά, αλλά και στη Θεσσαλονίκη, με θύμα μάλιστα περαστικό και όχι εργαζόμενο). Η κοπή των δέντρων αποδεικνύεται συνεπώς πολύ πιο επικίνδυνη από την παρουσία τους.

Πέρα από τους θανάτους, την τελευταία 20ετία έχουν καταγραφεί επίσης λιγοστά περιστατικά τραυματισμού από πτώση δέντρου: έξι από αυτά σε αστικό περιβάλλον, όπου κάποια αφορούν πεζούς και κάποια επιβάτες σε όχημα και τα υπόλοιπα στην ύπαιθρο, σε παραλίες, κατασκηνώσεις, ακόμα και σε camp. Τέλος, καταγράφονται ελάχιστα σημαντικά περιστατικά τραυματισμού από πτώσεις κλαδιών σε αστικό περιβάλλον, τα οποία ωστόσο δεν αφορούν το συγκεκριμένο μας θέμα εδώ, αφού αυτά προλαμβάνονται με σωστό κλάδεμα (απομάκρυνση δηλαδή των νεκρών κλαδιών) και όχι με κοπή δέντρων.

Ανακεφαλαιώνοντας: τα τελευταία 20 περίπου χρόνια καταγράφονται ένα περιστατικό θανάτου και ελάχιστα περιστατικά (εμείς βρήκαμε έξι) τραυματισμού διερχόμενων από πτώση δέντρου εντός αστικού ιστού.

Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι τα δέντρα δεν πέφτουν: όλα τα δέντρα είναι πιθανό να πέσουν κατά τη διάρκεια της ζωής τους. Ωστόσο, όπως είναι εύκολο να υποθέσει ακόμα και κάποιος χωρίς κάποια σχετική γνώση, οι πτώσεις δέντρων συμβαίνουν κατά κανόνα σε στιγμές έντονης κακοκαιρίας (ισχυροί άνεμοι, μεγάλο φορτίο από χιόνι κοκ), όταν δηλαδή οι πιθανότητες να περπατά από κάτω τους κάποιος αμέριμνος διαβάτης είναι μικρές. Ακόμα και τότε, τα δέντρα σπάνια πέφτουν απότομα, σαν κεραυνός. Συνήθως δίνουν προειδοποιήσεις (τριξίματα κοκ) και άρα επαρκή χρόνο για απομάκρυνση –γι’ αυτό άλλωστε τα περισσότερα περιστατικά τραυματισμών, όπως και το μόνο θανατηφόρο, αφορούν επιβάτες σε οχήματα, οι οποίοι δεν είχαν το χρόνο να απομακρυνθούν.

Αρκεί λοιπόν ένας θάνατος και λίγοι τραυματισμοί ανά 20ετία,+ για να θεωρήσουμε τα δέντρα έναν ενδεχόμενο κίνδυνο; Ναι, ακόμα και ένας θάνατος συμπολίτη μας είναι σημαντικός.

Για αυτό, όλες οι σοβαρές υπηρεσίες ανά τον κόσμο που έχουν στην ευθύνη τους τη διαχείριση κάποιας μορφής αστικού πρασίνου, οφείλουν να κάνουν αυτό που ονομάζεται «Εκτίμηση Κινδύνου» (Tree Risk Assessment). Η διαδικασία αυτή γίνεται από κάποιον ειδικό, ο οποίος, με βάση μια στανταρισμένη διαδικασία με συγκεκριμένα ερωτήματα, συμπληρώνει για κάθε δέντρο ατομικά ένα φύλλο καταγραφής, στο οποίο καταγράφει αναλυτικά, με νούμερα και σχέδια, (α) τα γενικά βιομετρικά στοιχεία του δέντρου, (β) την κατάσταση του φυλλώματος, των κλαδιών, του κορμού και του ριζικού συστήματος, (γ) τη γενική κατάσταση της υγείας του, τις βλάβες, τις ασθένειες από παράσιτα κοκ, (δ) τις καιρικές συνθήκες που επικρατούν στο σημείο, την πιθανότητα δυνατών ριπών, μεγάλου φορτίου από χιόνι κοκ. Με βάση τα παραπάνω, εκτιμά (α) την πιθανότητα να πέσει το δέντρο, τμήμα του ή κάποιο συγκεκριμένο κλαδί και (β) την πιθανότητα το αντικείμενο που θα πέσει να προκαλέσει κάποια βλάβη ή τραυματισμό (ανάλογα με το πότε θα πέσει, που βρίσκεται, πόσοι άνθρωποι πλησιάζουν κοκ.).

Τέλος, με βάση όλα τα παραπάνω, κρίνει αν χρειάζονται κάποια μέτρα ασφαλείας, τα οποία -στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων- αφορούν απομάκρυνση νεκρών κλαδιών, λιγότερο συχνά γενικό κλάδεμα, υποστήριξη κλαδιών, απελευθέρωση του εδάφους πάνω από τις ρίζες κ.α., και εξαιρετικά σπάνια κοπή όλου του δέντρου. Με μια τέτοια διαδικασία, για παράδειγμα, το δέντρο που έπεσε στο Ηράκλειο και σκότωσε τον άτυχο μοτοσυκλετιστή, ένα γηραιό πεύκο που έγερνε πάνω από τον δρόμο, θα είχε κριθεί πράγματι ως επικίνδυνο και θα είχαν ληφθεί τα κατάλληλα μέτρα.

Ο Δήμος Θεσσαλονίκης δεν ακολούθησε αυτή την πρακτική. Απλά, η υπηρεσία ανέλαβε να εκτιμήσει με το μάτι, χωρίς δελτίο, χωρίς καν διαφοροποιημένη προσέγγιση ανά δέντρο, ότι στον τάδε δρόμο πρέπει να κόψουμε 60 ή 100 δέντρα, γιατί -έτσι, γενικά κι αφηρημένα- είναι «μεγάλης ηλικίας»,δηλαδή 50 χρονών!, και «επικίνδυνα να πέσουν». Είναι πιθανό, λοιπόν, από τη μία να κόβει χιλιάδες δέντρα και από την άλλη, αν υπάρχουν πραγματικά επικίνδυνα μεμονωμένα δέντρα σε γειτονιές, να τα αφήνει ως έχουν.

Ασθένειες και κακές πρακτικές

Άλλο κρίσιμο στοιχείο που αποκρύπτεται από τη συζήτησηείναι ότι πολλές από τις ζημιές που έχουν σήμερα τα δέντρα της πόλης (ασθένειες, σαπίσματα, κουφάλες, νεκρά κλαδιά κοκ) οφείλονται στις κακές πρακτικές φυτοπροστασίας που εφαρμόζει ο Δήμος εδώ και πολλά χρόνια.

Τα δέντρα της πόλης μεγαλώνουν σε ένα δύσκολο περιβάλλον: οι ρίζες τους είναι συμπιεσμένες από το βαρύ έδαφος το οποίο δεν αερίζεται επαρκώς, οι δενδροδόχοι τις περισσότερες φορές στενοί, η ρύπανση επιβαρύνει την υγεία τους, ποτίζονται σπανίως, αφού και η φυσική βροχή δεν εισχωρεί στο καλυμμένο έδαφος. Τα δέντρα αυτά λοιπόν θα χρειαζόταν μια αυξημένη φυτοπροστατευτική προστασία. Οι διοικήσεις του Δήμου αντίθετα, εδώ και χρόνια, ακολουθούν κακές πρακτικές που επιδεινώνουν ακόμα περισσότερο την υγεία τους. Τα συνεργεία των εργολάβων για παράδειγμα, που σκάβουν συνεχώς και χωρίς κανένα σχέδιο τους δρόμους και τα πεζοδρόμια, δεν λαμβάνουν καμία πρόνοια για τις ρίζες των δέντρων.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα κακοτεχνίας, όπου εργολάβος κατέστρεψε τις ρίζες δέντρων

Έχει πολλές φορές καταγγελθεί, τόσο στη Θεσσαλονίκη όσο και σε άλλες πόλεις, ότι οι Δήμοι -κι ακόμα περισσότερο οι ιδιώτες εργολάβοι που προσλαμβάνουν- κλαδεύουν τα δέντρα με ακατάλληλο τρόπο (βαθύ κλάδεμα, καρατόμηση κεφαλής, κοπή όλων των κλαδιών) και σε ακατάλληλη εποχή, μετά δηλαδή από την εποχή του λήθαργου. Το αποτέλεσμα είναι τα δέντρα αυτά να χάνουν ζωτικότητα, να αναπτύσσονται με τρόπο που δεν εξασφαλίζει τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητά τους (πχ να αναπτύσσονται κάθε χρόνο πυκνά, λαίμαργα κλαδιά), να αποκτούν μη φυσιολογικά σχήματα και μειωμένη αντοχή στον αέρα και -το πιο άμεσο πρόβλημα- να κινδυνεύουν με προσβολή από μύκητες και άλλες ασθένειες, αφού σχεδόν ποτέ οι εργολάβοι δεν καλύπτουν τα κομμένα κλαδιά με τα κατάλληλα σκευάσματα. Στις αυτοψίες που πραγματοποιήσαμε πρόσφατα σε κομμένα δέντρα φαινόταν πολύ συχνά ότι η εξασθένησή τους ξεκινούσε από ένα μεγάλο κλαδί που είχε κοπεί στο παρελθόν: το σημείο τομής σαπίζει και δημιουργεί βαθουλώματα, εκεί μαζεύεται νερό της βροχής, το οποίο με τη σειρά του επιταχύνει την εσωτερική σήψη του κορμού, δημιουργώντας κουφάλα ως τον κορμό.

Δυστυχώς, οι κακές πρακτικές κλαδέματος συνεχίζονται, παράλληλα με τις μαζικές κοπές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι τα πλατάνια της πόλης, πολλά από τα οποία υπέστησαν βαθύ κλάδεμα μέσα στην προχωρημένη άνοιξη του 2023. Το πλατάνι είναι ένα είδος που γενικά δεν χρειάζεται κλάδεμα, παρά μόνο αν υπάρχει συγκεκριμένος λόγος ασφαλείας (πχ κάποιο κλαδί να φτάνει σε σπίτι ή καλώδιο). Τα τελευταία χρόνια, μια πολύ μεταδοτική ασθένεια, το έλκος του πλατάνου, έχει καταστρέψει χιλιάδες ιστορικά πλατάνια σε όλες τις πόλεις της χώρας, χωρίς ως τώρα να έχει επηρεάσει πολλά δέντρα στη δική μας. Ο πιο συνηθισμένος τρόπος μετάδοσης είναι τα εργαλεία κλαδέματος. Για αυτόν τον λόγο, όταν χρησιμοποιούνται θα πρέπει να απολυμαίνονται πολύ καλά. Πολύ φοβόμαστε ότι οι εργολάβοι που κλάδεψαν τα πλατάνια δεν ακολούθησαν τη σωστή διαδικασία, και ευχόμαστε να μη βοήθησαν στη μετάδοση της ασθένειας.

Πέρα από το κλάδεμα, απολύτως ανεπαρκής είναι η φυτοπροστασία που προσέφερε ο Δήμος ακόμα και σε συνηθισμένες κι αντιμετωπίσιμες ασθένειες, όπως το σκαθάρι της Φτελιάς. Οι φτελιές αυτές αντιμετωπίζουν για πάνω από μια δεκαετία ένα σοβαρό ζήτημα προσβολής από το έντομο Galerucella luteola. Η προσβολή αυτή επιφέρει σημαντικά προβλήματα στην υγεία των δέντρων, καθώς προσβάλλει το φύλλωμα τους και αποδυναμώνει τον κορμό. Πέρα από αυτό, το ίδιο το έντομο, κατά τις καλοκαιρινές περιόδους της έξαρσης του πληθυσμού του, κατακλύζει την περιοχή δημιουργώντας προβλήματα στους κατοίκους, αλλά και στα καταστήματα της περιοχής. Το σχέδιο της διοίκησης για την αντιμετώπιση αυτού του σοβαρού προβλήματος, είναι η κοπή των δέντρων και η αντικατάσταση τους με 163 νέα δέντρα του είδους κελτίδα, ηλικίας 10-12 ετών.

Σύμφωνα ωστόσο με την βιβλιογραφία υπάρχουν πολλαπλοί προτεινόμενοι τρόποι που δεν απαιτούν την κοπή, όπως: α) η χρήση μηχανικών μέσων, δηλαδή ειδικής κόλλας, β) η χρήση κατάλληλων εντομοκτόνων παρασκευασμάτων με χορήγηση μέσω εμβολίου ή ριζοποτίσματος, καθώς δεν επιτρέπεται ο ψεκασμός σε αστικό περιβάλλον των συγκεκριμένων σκευασμάτων, γ) βιολογικοί τρόποι καταπολέμησης όπως η χρήση εντομοφάγων μυκήτων. Ο Δήμος Θεσσαλονίκης εφάρμοσε την πρακτική της βιολογικής καταπολέμησης, αλλά με αποσπασματικό τρόπο και χωρίς συνέπεια, ενώ σε πολλές περιπτώσεις χρειάστηκε να ληφθούν πρωτοβουλίες από τους ίδιους τους κατοίκους, ώστε να αναχαιτιστεί το πρόβλημα. Οι προτεινόμενες πρακτικές δεν έχουν εφαρμοστεί ποτέ συνδυαστικά και με την απαιτούμενη συνέπεια, ώστε να δικαιούται η διοίκηση να ισχυριστεί πως δεν υπάρχει εναλλακτική λύση. Οι ευθύνες βαρύνουν όλες τις προηγούμενες διοικήσεις, αλλά και τον ίδιο τον κ.Ζέρβα, ο οποίος ήταν αντιδήμαρχος Πρασίνου το 2012 όταν και εντοπίστηκε το συγκεκριμένο πρόβλημα.

Ακόμα και τώρα, όμως, η Διοίκηση θα μπορούσε, και θα όφειλε, να βρει άλλες λύσεις για την πλειονότητα των δέντρων αυτών. Υπάρχουν σύγχρονα παραδείγματα αντιμετώπισης αντίστοιχων προσβολών σε άλλα είδη δέντρων τα οποία μπορούν να αποτελέσουν οδηγό για την εύρεση των κατάλληλων τεχνικών. Συγκεκριμένα, θα πρέπει άμεσα να αιτηθεί ο Δήμος την κατ’ εξαίρεση άδεια για την εφαρμογή του κατάλληλου σκευάσματος στον αστικό ιστό και να σχεδιαστεί ο τρόπος εφαρμογής του με εναλλακτικές μεθόδους αντί του ψεκασμού, συγκροτώντας παράλληλα ένα σχέδιο με συνδυαστικές πρακτικές αντιμετώπισης.

Φωτογραφίες από τους (υγιείς) κομμένους κορμούς των φτελιών της Τσιμισκή

Η στάση της διοίκησης

Ενώ η ευθύνη για την κακή κατάσταση των αστικών δέντρων βαραίνει διαχρονικά όλες τις διοικήσεις, τους υπεύθυνους της υπηρεσίας και τους ιδιώτες εργολάβους, η απόφαση της διοίκησης Ζέρβα να προχωρήσει σε τόσο μαζικές κοπές ξεπέρασε κάθε προηγούμενο. Γέννησε έτσι εύλογες απορίες για τα κίνητρά της, ειδικά αν αναλογιστεί κανείς το πολιτικό κόστος από τη μαζική διαμαρτυρία. Η διαχείριση δύο μεγάλων εργολαβιών δημιούργησε σε πολλούς υποψίες για πιθανές συναλλαγές, οι οποίες δεν μπορούν να αποδειχθούν.

Εκείνο όμως που είναι φανερό, είναι η συνδιαλλαγή της διοίκησης Ζέρβα με μέρος του εμπορικού κόσμου, το οποίο πίεζε εδώ και καιρό για την κοπή των δέντρων – χαρακτηριστική η ανακοίνωση του Εμπορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης που συγχαίρει το Δήμο για την κοπή των φτελιών στην Τσιμισκή. Οι λόγοι που κάποιοι καταστηματάρχες εχθρεύονται το πράσινο ξεκινούν από πιο εύλογα επιχειρήματα, όπως οι επιπτώσεις από το σκαθάρι (το οποίο όμως, όπως αναφέρθηκε, μπορεί να αντιμετωπιστεί και με άλλες μεθόδους), και φτάνουν ως τελείως καταχρηστικές προσεγγίσεις, όπως ότι το δέντρα κρύβουν τις βιτρίνες. Σε κάθε περίπτωση, η οπτική αυτή είναι κοντόθωρη κι αντιφατική, αφού ένας υποβαθμισμένος δημόσιος χώρος, μια Τσιμισκή για παράδειγμα που θα φλέγεται το καλοκαίρι, δεν συμφέρει μακροπρόθεσμα ούτε τους ίδιους τους εμπόρους.

Η στάση τους όμως μπορεί να αιτιολογήσει την κατά τα άλλα ακατανόητη εμμονή της διοίκησης να προχωρήσει στο σχέδιο, παρά τις αντιδράσεις, αφού, όπως αποδείχθηκε και σε άλλα ζητήματα (πάρκινγκ στο κέντρο, πασαλάκια, Πλ. Ελευθερίας, ωράριο φορτοεκφόρτωσης, τραπεζοκαθίσματα κα), ο Δήμαρχος είναι απολύτως δέσμιος των συμφερόντων του εμπορικού κόσμου, από τον οποίο και στηρίχθηκε για να εκλεχθεί. Άλλωστε, δυστυχώς, οι έμποροι δεν είναι μόνοι: πέρα από τους πολίτες που υπερασπίζονται το πράσινο, υπάρχουν και άλλοι που βλέπουν τα δέντρα ως εχθρό, π.χ. γιατί λερώνουν τα ΙΧ τους. Αποδεικνύεται λοιπόν ξανά, όπως αναφέρθηκε στην εισαγωγή, ότι ακόμα και για το πιο απλό ζήτημα, ακόμα και για πράγματα που ακούγονται αυτονόητα, μια πολιτική υπεράσπισης του δημόσιου χώρου πρέπει να συγκρουστεί με μικρά και μεγάλα συμφέροντα.

Η σύγκρουση αυτή είναι ζωτικής σημασία για την ζωή στην πόλη, ειδικά στην εποχή της κλιματικής κρίσης. Από τα επόμενα καλοκαίρια, αναμένεται να αυξηθεί η θερμοκρασία, η οποία -σε συνδυασμό με την ρύπανση- θα προκαλέσει πολλά περισσότερα πραγματικά και βέβαια προβλήματα στην υγεία των κατοίκων, ή ακόμα και θανάτους, από τους κινδύνους από την πιθανή πτώση κάποιου δέντρου. Η Πλατεία Δικαστηρίων χωρίς τις μεγάλες λεύκες θα καταστεί ουσιαστικά μη προσβάσιμη τις ώρες της ημέρας. Η Τσιμισκή, ένας στενός δρόμος χωρίς πολλά ανοίγματα, κλεισμένος από ψηλές πολυκατοικίες οι οποίες φέρουν χιλιάδες κλιματιστικά, φορτωμένος από συνεχή κίνηση οχημάτων, αποτελεί το χαρακτηριστικό παράδειγμα ενός “αστικού φαραγγιού”: η κοπή των φτελιών θα μεταφραστεί πιθανά σε άνοδο αρκετών βαθμών Κελσίου κατά τη διάρκεια της ημέρας, κάνοντας μάλλον τον Εμπορικό Σύλλογο να μετανιώσει για τις πιέσεις που άσκησε.

Πέρα από την άνοδο της θερμοκρασίας και την υποβάθμιση της ατμόσφαιρας, υπάρχουν και άλλες επιπτώσεις από τις μαζικές κοπές. Η αστική πανίδα, και ειδικά τα πουλιά, χάνουν θέσεις φωλιάσματος, κουρνιάσματος ή διατροφής, ειδικά όταν οι κοπές γίνονται στην εποχή που έχει ξεκινήσει η αναπαραγωγή, όπως έγινε φέτος. Η σημαντικότερη όμως επίπτωση είναι η υποβάθμιση της ψυχογεωγραφίας των κατοίκων: τα δέντρα είναι μια ανάσα καθημερινή, αισθητική και ψυχολογική σε μια πόλη που μας πολιορκεί με το τσιμέντο. Κάθε κομμένο δέντρο κάνει τη ζωή μας πιο μίζερη – κι εδώ πρέπει να αναζητήσουμε μάλλον την πηγή των αντιδράσεων.

Οι νέες φυτεύσεις δεν μπορούν να λύσουν τα παραπάνω προβλήματα – πόσο μάλλον όταν, για λόγους εντυπώσεων ή αποτυχημένου σχεδιασμού, φυτεύονται εκτός φυτευτικής περιόδου, μέσα στο καλοκαίρι. Ακόμα κι αν επιβιώσουν, τα νέα δενδρύλια θα κάνουν πάνω από 10 χρόνια μέχρι να αρχίσουν να αναπληρώνουν τον οικολογικό ρόλο αυτών που κόβονται. Πέρα από τα τεχνικά ζητήματα, όμως, τα δέντρα δεν είναι παγκάκια για να αντικαθίστανται: είναι ζωντανοί οργανισμοί, με ξεχωριστή ιστορία και παρουσία στην πόλη. Μια λεύκα 20 μέτρων, 50 ετών, με διάμετρο φυλλώματος (και σκιάς) 20 μέτρων, κάτω από την οποία έχουν βρεθεί γενιές παιδιών μας γειτονιάς, δεν αντικαθίσταται από το δενδρύλλιο μιας ακακίας.

Τέλος, οι προτεραιότητες -και οι αντίστοιχες πιέσεις που δέχεται η διοίκηση- αποδεικνύεται από το γεγονός ότι δεν έβαλε καν σε προτεραιότητα, πριν τις κοπές, τις φυτεύσεις νέων δέντρων στις άδειες δενδροδόχους. Οι θέσεις αυτές, όπως έχουν αποκαλύψει έρευνες των ίδιων των πολιτών20, είναι τουλάχιστον 2.500, ενώ, όσο περνούν τα χρόνια, κάποιες από αυτές μπαζώνονται ή χάνονται, καταλαμβάνονται από άλλες χρήσεις.

Προτάσεις και προτεραιότητες

  • Να σταματήσουν τώρα οι μαζικές κοπές και να ακυρωθεί η σχετική εργολαβία. Με τους αντίστοιχους πόρους, να πραγματοποιηθούν ατομικές εκτιμήσεις κινδύνου για κάθε δέντρο και να ληφθούν τα εξατομικευμένα μέτρα προστασίας που χρειάζονται. Να αντιμετωπιστούν με τις κατάλληλες θεραπείες οι ασθένειες που αντιμετωπίζουν τα δέντρα, όπως το σκαθάρι της φτελιάς. Για τα δέντρα που θα κριθούν ότι πρέπει να αντικατασταθούν, η αντικατάσταση να γίνει βαθμιαία, σε βάθος τουλάχιστον 10ετίας και στο μεσοδιάστημα να συνεχιστεί η παρακολούθηση και οι κλαδεύσεις, ώστε να απομειωθεί ο όποιος κίνδυνος.
  • Να φυτευτούν άμεσα οι χιλιάδες άδειες δενδροδόχοι, που έχουν καταγραφεί από τη Δήμο ή από τους πολίτες. Να προστατευθούν και να διευρυνθούν οι υφιστάμενες δενδροδόχοι και να δημιουργηθούν σταδιακά νέες, με στόχο τον διπλασιασμό των αστικών δέντρων και με κύρια στόχευση τις πιο υποβαθμισμένες γειτονιές και δρόμους.
  • Να ενισχυθεί με προσωπικό, τεχνικό κι επιστημονικό, η Υπηρεσία Πρασίνου, ώστε να μπορεί να αναλαμβάνει η ίδια τα έργα πρασίνου και να μην καταφεύγει σε ιδιώτες εργολάβους, με μεγαλύτερο κόστος και χαμηλότερη ποιότητα δουλειάς. Ως τότε, να επιτηρεί καθημερινά τους εργολάβους στις εργασίες τους ώστε να αποφεύγονται οι κακές πρακτικές.
  1. Δημόσια αισθητική

Άλλο ένα πεδίο εμπορικής αυθαιρεσίας και υποβάθμισης του αστικού περιβάλλοντος είναι η ανεξέλεγκτη και παράνομη τοποθέτηση διαφημιστικών πινακίδων, μηχανημάτων, κλιματιστικών κοκ. σε προσόψεις κτιρίων -και δη στα λίγα διατηρητέα που έχουν απομείνει στο κέντρο. Κι εδώ, αρκεί η απλή εφαρμογή του νόμου για τη σημαντική βελτίωση της αισθητικής της πόλης.

  1. Θόρυβος

Ο θόρυβος, ως μορφή ρύπανσης, αποτελεί κομβικό πρόβλημα σε αστικά περιβάλλοντα όπως αυτό της Θεσσαλονίκης. Οι λόγοι είναι προφανείς: πυκνή δόμηση, παλιά κτίρια χωρίς ηχομόνωση, μεγάλη κυκλοφορία οχημάτων, έλλειψη πρασίνου, θορυβώδεις χρήσεις σε περιοχές κατοικίας.

Ο κυκλοφοριακός θόρυβος θεωρείται το πιο σημαντικό είδος θορύβου από την άποψη των περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Η σημασία του έγκειται στο γεγονός ότι παρουσιάζει συνέχεια τόσο κατά τη διάρκεια της ημέρας όσο και της νύχτας. Καθορίζεται από το επίπεδο του κυκλοφοριακού φόρτου, τη σύνθεση της κυκλοφορίας (και ιδίως από την ύπαρξη βαρέων οχημάτων και μοτοσικλετών), τα γεωμετρικά χαρακτηριστικά του δρόμου (κλίση, πλάτος δρόμου σε σχέση με την ύπαρξη υψηλών κτιρίων), την ποιότητα του οδοστρώματος, την ταχύτητα των οχημάτων και την οδική συμπεριφορά των οδηγών. Κατά συνέπεια, η αντιμετώπισή του αφορά κυρίως τη 2η θεματική του προγράμματος (Βιώσιμη Κινητικότητα) και πέρνα μέσα από τη μείωση του ΙΧ και την αντικατάστασή του από δημόσια μέσα μεταφοράς, το ποδήλατο και την κίνηση των πεζών.


Πηγές – υποσημειώσεις

1 https://parallaximag.gr/thessaloniki-news/gia-tin-ygeia-stin-poli

2 https://tkm.tee.gr/wp-content/uploads/2018/02/4.pdf

3 Η ακριβής αναλογία εξαρτάται από τί προσμετράται κάθε φορά ως πράσινο, και από τη συμπερίληψη ή μη τμημάτων του Σέιχ Σου που φτάνουν ως την πόλη. Έτσι, διάφορες εκτιμήσεις κάνουν λόγο από 1,6 ως 2,7 τ.μ. ανά κάτοικο.

4 Εξαιρετικά αναλυτική δουλειά για τα ρέματα της Θεσσαλονίκης, την ιστορία και το παρόν τους, αποτελεί το βιβλίο των Γ. Μπλιώνη και Μ. Τρεμόπουλου “Η Θεσσαλονίκη των νερών”, εκδ. Αντιγόνη, 2017.

5 https://ejournals.epublishing.ekt.gr/index.php/geographies/article/view/33565/25544

6https://www.researchgate.net/publication/350871680_E_periballontike_semasia_tou_Metropolitikou_Parkou_ste_DETH_sto_plaisio_schediasmou_tes_Metropolitikes_Perioches_Thessalonikes

7https://www.researchgate.net/publication/275963571_Aeria_rypanse_esoterikon_choron_kai_prosopike_ekthese_To_Europaiko_programma_AIRMEX_ste_Thessalonike

8 Τα γεωγραφικά όρια του Ρυθμιστικού Θεσσαλονίκης, Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 22.6.2014, http://www.dialektika.gr/2014/06/blog-post.html

9 https://www.thelancet.com/journals/lancet/article/PIIS0140-6736(22)02585-5/fulltext

10 ο.π.

11 https://parallaximag.gr/epikairotita/thessaloniki-kai-astiko-prasino-to-simera-kai-to-orama-ton-katoikon

12 Βλ. Παρ. σημ. 2

13 Βλ. Και Υπόμνημα του του Συλλόγου Ελλήνων Πολεοδόμων και Χωροτακτών https://sepox.gr/wp-content/uploads/2023/05/%CE%A3%CE%95%CE%A0%CE%9F%CE%A7-2023.05.12-%CE%A5%CF%80%CF%8C%CE%BC%CE%BD%CE%B7%CE%BC%CE%B1-%CE%B3%CE%B9%CE%B1-%CF%87%CF%89%CF%81%CE%B9%CE%BA%CF%8C-%CF%83%CF%87%CE%B5%CE%B4%CE%B9%CE%B1%CF%83%CE%BC%CF%8C.pdf

14 Σύμφωνα με τη μελέτη της Συντονιστικής Επιτροπής Επιστημονικών Συλλόγων για την Προστασία του Περιβάλλοντος Θεσσαλονίκης του 1979, ο μέσος όρος για το πολεοδομικό συγκρότημα ήταν τότε 2,73 τετραγωνικά μέτρα πρασίνου ανά κάτοικο. Από το 1979 μέχρι σήμερα ο πληθυσμός αυξήθηκε κατά περίπου 40%, ενώ σύμφωνα με υπολογισμούς, η έκταση των ελεύθερων και πράσινων χώρων μειώθηκε κατά 20%. Μερικοί από τους πράσινους και ελεύθερους χώρους που θυσιάστηκαν από το 1979 μέχρι σήμερα είναι ο χώρος του Βυζαντινού Μουσείου, το πάρκο της Κληματαριάς, ο Κήπος του Καλού, ο χώρος όπου είναι χτισμένο το κτίριο της Τράπεζας Πειραιώς στην Εθνικής Αμύνης και της Δημοτικής Βιβλιοθήκης, το νέο Δημαρχείο, ενώ πυκνοδομήθηκαν τμήματα που είχαν κενά, όπως η Άνω Πόλη. Στον αντίποδα διαμορφώθηκαν ελάχιστοι νέοι χώροι πρασίνου, με φωτεινές εξαιρέσεις τα δύο πάρκα στην περιοχή Χαριλάου και την αναμόρφωση όλων των παραλιακών πάρκων.

15https://www.researchgate.net/publication/275963641_Oi_astikes_kalliergeies_sta_plaisia_tou_periballontikou_schediasmou_ton_ellenikon_poleon_se_periodo_oikonomikes_ypheses

16 Στις 31 Μαΐου 1958 η «Μακεδονία» ανακοίνωνε με πρωτοσέλιδο άρθρο της τη δυσάρεστη είδηση: «Ο Δήμος Θεσσαλονίκης θέλει να μετατρέψη εις σταθμόν αυτοκινήτων την Πλατεία Ελευθερίας». «Το γεγονός», παρατηρεί με λύπη του ο άγνωστός μας δημοσιογράφος, «προξένησε κατάπληξιν, διότι και μία άλλη πλατεία της Θεσσαλονίκης, αποτελούσα τον πνεύμονα της πόλεως και εις την οποία προσφεύγει προς αναψυχήν τας απογευματινάς ώρας πολύς κόσμος, μετατρέπεται επισήμως πλέον εις υπαίθριον γκαράζ. Ούτως καταστρέφεται η αισθητική όψις του κεντρικού τούτου τμήματος της πόλεως, περιφρονούνται τα δικαιώματα των δημοτών να απολαμβάνουν ολίγης δροσιάς και παραδίδεται η πλατεία εις μίαν πολυθόρυβον εκμετάλλευσιν, αντί ολίγων χιλιάδων δραχμών τας οποίας αναμένει να εισπράξη εξ αυτής ο δήμος».

17https://secure.avaaz.org/community_petitions/en/demos_thessalonikes_demarkhos_thessalonikes_to_rema_kuberneiou_kharilaou_einai_koinokhrestos_khoros_okhi_oikopedo/?fbclid=IwAR0FGCvVRK287MGLoVYXN_Lud24GcsKfTQsSoB5XoXa3SzOwPLjb49zs6Cw

18 https://pavlosmelas.gr/karatasiou_ekdilosi_13mar2023/

19https://ipolianapoda.gr/%cf%84%ce%bf-%ce%bd%ce%b5%cf%81%cf%8c-%ce%b5%ce%af%ce%bd%ce%b1%ce%b9-%ce%b4%ce%b7%ce%bc%cf%8c%cf%83%ce%b9%ce%bf-%ce%b1%ce%b3%ce%b1%ce%b8%cf%8c-%ce%ba%ce%bf%ce%b9%ce%bd%cf%8c%cf%87%cf%81%ce%b7%cf%83/?fbclid=IwAR1IO5Wy7U3JJWRC_gIgy7zQhWx8Z879z3nzuy9QVsXqTILsBtvVX3z31sU

20 Βλ. το πολύ ενδιαφέρον project “Δεντρί” https://mamagea.gr/projects/5_dentriproject


Περίληψη

Μέρος Ι: Πόλη και δημόσιος χώρος

Ιστορικά, η πόλη γεννιέται ως δημόσιος χώρος. Ένα μέρος του υλικού χώρου της πόλης ιδιωτικοποιείται, ως χώρος κατοικίας ή εργασίας αρχικά και σταδιακά για άλλες χρήσεις. Η διάκριση δημόσιου και ιδιωτικού χώρου εντός της πόλης δεν είναι αντικειμενική, σαφής και οριστική, αλλά αποτελεί αντικείμενο διαρκούς ανταγωνισμού και ανατρέπεται διαρκώς μέσα στην ιστορία των πόλεων και την ιστορία της κάθε πόλης.

Η διαρκής τάση του κεφαλαίου να ιδιοποιείται και να εντάσσει στην αναπαραγωγή του νέους χώρους, πόρους και δημόσια αγαθά, μέσα από μια συνεχιζόμενη διαδικασία πρωταρχικής συσσώρευσης, δημιουργεί τη συνθήκη μιας διαρκούς σύγκρουσης γύρω από τα όρια δημόσιου και ιδιωτικού, ή -πιο συγκεκριμένα- γύρω από την ιδιοκτησία και τη χρήση του δημόσιου χώρου.

Ειδικότερα τα χρόνια της κρίσης, από το 2008 ως σήμερα, η προσπάθεια ανάταξης της κερδοφορίας οδήγησε διεθνώς -κι ακόμα περισσότερο στις ελληνικές πόλεις- σε μια σειρά επιθετικών ενεργειών ιδιοποίησης δημόσιων χώρων, καθώς και στη συγκέντρωση ιδιωτικών χώρων από την ατομική ή μικρή ιδιοκτησία σε μεγαλύτερης κλίμακας επιχειρήσεις. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσονται οι προσπάθειες πώλησης και οικοδόμησης δημόσιων εκτάσεων, οι επιχειρήσεις αστικού “εξευγενισμού” (gentrification), η αύξηση των ενοικίων και η εκδίωξη των κατοίκων με στόχο την τουριστική ανάπτυξη, η -νόμιμη ή παράνομη- κατάληψη δημόσιου χώρου για εμπορικές χρήσεις, ακόμα και οι ατομικές πρακτικές ιδιοποίησης του δημόσιου χώρου, όπως λόγου χάρη η ανεξέλεγκτη παράνομη στάθμευση.

Στον αντίποδα, είχαμε την ανάπτυξη μιας σειράς σημαντικών αγώνων γύρω από την υπεράσπιση του δημόσιου χώρου ως κοινού αγαθού. Οι αγώνες αυτοί αφορούν την ιδιοκτησία και τη χρήση συγκεκριμένων δημόσιων χώρων, αλλά περιλαμβάνουν και την πιο υπόγεια κοινωνική διαμαρτυρία ενάντια στον διωγμό των κατοίκων λόγω της αύξησης των ενοικίων, τις αντιδράσεις για τις τάσεις εξευγενισμού και τουριστικοποίησης, ακόμα και την τάση επανοικειοποίησης πλατειών, πάρκων, πεζόδρομων, για συνάντηση κι αναψυχή, έξω από τα όρια των εμπορικών σχέσεων.

Λιγότερη ορατή, αλλά όχι λιγότερη σημαντική είναι η έμφυλη διάσταση του δημόσιου χώρου. Ο δημόσιος χώρος, με τη συμβολική ή υλική διάστασή του, έχει συνδεθεί ως ένα βαθμό με την ανδρική παρουσία και κυριαρχία, σε αντιδιαστολή με τον ιδιωτικό χώρο του σπιτιού, όπου καταχωρείται η γυναικεία παρουσία. Αυτή η ανισότητα λαμβάνει και υλική διάσταση, αφού το μεγαλύτερο μέρος των δημόσιων χώρων είναι σχεδιασμένο από και για ένα συγκεκριμένο πρότυπο άντρα, μεσήλικα, υγιή και αρτιμελή. Σαφείς έμφυλες διαστάσεις έχει το ζήτημα της ασφάλειας του δημόσιου χώρου. Ο δημόσιος χώρος για να είναι φιλόξενος για τις γυναίκες και τις θηλυκότητες, οφείλει να είναι και ασφαλής: ασφάλεια από βία, εμπόδια στην ελεύθερη κίνηση, παράνομους μηχανισμούς επιτήρησης, με ό,τι αυτό σημαίνει για την ορατότητα, τον φωτισμό, τον ανοιχτό χαρακτήρα, την παρουσία ανθρώπων κοκ.

Αυτοί κι αυτές που χρειάζονται περισσότερο τον δημόσιο χώρο, είναι αυτοί κι αυτές που έχουν και τη μικρότερη πρόσβαση σε αυτόν. Δεν είναι τυχαίο ότι οι φτωχότερες, λαϊκές συνοικίες έχουν σχεδόν πάντα τους λιγότερους ελεύθερους χώρους, το λιγότερο πράσινο, τη λιγότερη φροντίδα για καθαριότητα. Από αυτή τη σκοπιά, η υπεράσπιση του δημόσιου χώρου έχει ένα σαφές ταξικό πρόσημο: όχι μόνο γιατί εναντιώνεται σε κρίσιμες ανάγκες του κεφαλαίου, αλλά γιατί απαντά σε ζωτικές ανάγκες της κοινωνικής πλειοψηφίας. Δεν πρόκειται για μια δευτερεύουσα αντίθεση, μια ‘’middle class’’ ανησυχία, αλλά μια αναπόσπαστη σκοπιά της ταξικής πάλης.

Εκτός όμως από επίδικο του κοινωνικού ανταγωνισμού, ο δημόσιος χώρος αποτελεί ο ίδιος και το πεδίο ανάπτυξής του. Σε όλη τη σύγχρονη ιστορία, οι δρόμοι κι οι πλατείες των πόλεων μας υπήρξαν πάντα τα κρισιμότερα πεδία των κινημάτων, των εξεγέρσεων, των επαναστάσεων. Η ύπαρξη ανοικτών δημόσιων χώρων αποτελεί προϋπόθεση της ανάπτυξης των αγώνων κυρίως για την πλευρά των κυριαρχούμενων: όσο η πρόσβαση στον δημόσιο χώρο στενεύει, είτε λόγω καταστολής, είτε λόγω εμπορευματοποίησης, τόσο τα κοινωνικά κινήματα χάνουν τον ζωτικό τους χώρο – τον χώρο δηλαδή όπου οι άνθρωποι μπορούν ενσώματα να συναντιούνται, να συναθροίζονται, να εκφράζονται συλλογικά.

Ο περιορισμός του δημόσιου χώρου διαλύει τα συλλογικά κινήματα, την αίσθηση της κοινότητας και αποδιοργανώνει συνολικά τον κοινωνικό ιστό της πόλης γενικά και της κάθε γειτονιάς ειδικότερα. Χωρίς επαρκείς, φιλόξενους, ελεύθερους χώρους δεν μπορεί να συγκροτηθεί η ταυτότητα μιας γειτονιάς, και αυτή καταλήγει τελικά σε ένα άθροισμα απομονωμένων ιδιωτικών κατοικιών, χωρίς κοινό νόημα. Αντίστροφα, η διεκδίκηση ενός ελεύθερου χώρου συμβάλλει καθοριστικά στην ανασυγκρότηση των κοινωνικών σχέσεων, στο δέσιμο των ανθρώπων, στην ανάδυση μιας κοινής ταυτότητας, τελικά στη δημιουργία μιας γειτονιάς.

Εν τέλει, ο δημόσιος χώρος σε μια πόλη μπορεί να οριστεί πρώτα από όλα ως αντικείμενο αγώνα. Ο δημόσιος χώρος είναι το επίδικο ανάμεσα στις διαφορετικές χρήσεις και ανάγκες, από τη μία του κεφαλαίου και από την άλλη των δημοτών,και ιδιαίτερα των φτωχότερων, των πιο αποκλεισμένων, των νέων, όσων δηλαδή έχουν μεγαλύτερη ανάγκη να βρουν καταφύγιο στον δημόσιο χώρο καθώς αποστερούνται ή απορρίπτουν τα ιδιωτικά καταφύγια: το μεγάλο και άνετο σπίτι, τις συχνές αποδράσεις εκτός πόλης, τα εμπορικά καταστήματα.

Συνεπώς, τα διάφορα ζητήματα του δημόσιου χώρου, από την αναπτυξιακή προοπτική μιας πόλης ως την οικοδόμηση μιας αλάνας, δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν πάρα μέσα από τη σκοπιά του κοινωνικού ανταγωνισμού. Δεν υπάρχουν ουδέτερες, αντικειμενικές λύσεις στα προβλήματα. Κάθε πρόταση για τον δημόσιο χώρο οφείλει να παίρνει θέση σε αυτό το πεδίο ανταγωνισμού, να διαλέγει πλευρά, ακόμα και να συγκρούεται.

Από αυτή την ανταγωνιστική σκοπιά αντιμετωπίζουμε τα ζητήματα του δημόσιου χώρου. Σε αυτόν τον διαρκή ανταγωνισμό για εμάς δεν υπάρχουν θέσφατα: ακόμα και το δικαίωμα στην ατομική ιδιοκτησία, μπορεί και πρέπει να αμφισβητηθεί, αν αυτό απαιτεί η κοινωνική ανάγκη.

Το να διαλέγεις θέση δεν είναι πάντα εύκολο. Δεν διεκδικούμε το αλάθητο – ούτε για τις θέσεις που ακολουθούν. Ίσα – ίσα, πιστεύουμε ότι αν θέλουμε να ακολουθούμε τις κοινωνικές αλλαγές, οι θέσεις μας οφείλουν να κρίνονται, να επανεξετάζονται και να εξελίσσονται διαρκώς. Μέσα από αυτή την κίνηση, μέσα από τις συγκεκριμένες θέσεις και διεκδικήσεις, σχηματίζεται σταδιακά το όραμά μας για την πόλη – κι όχι ανάποδα, από κάποια παγιωμένη ιδεολογική αντίληψη.

Διεκδικούμε, λοιπόν, το δικαίωμα στην πόλη. Σε μια πόλη που θα θέτει σε προτεραιότητα το δικαίωμα των κατοίκων της στην αξιοπρεπή, προσιτή κατοικία – ακόμα κι αν αυτό έρχεται σε σύγκρουση με τα συμφέροντα των ιδιοκτητών. Σε μία πόλη που θα αφιερώνει τον ζωτικό χώρο που χρειάζονται οι πεζοί, τα ποδήλατα, τα δημόσια μέσα μεταφοράς, τα άτομα με αναπηρία – ακόμα κι αν πρέπει να τον στερήσει από το ΙΧ. Μια πόλη που θα υποδέχεται κατοίκους κι επισκέπτες/τριες σε ανοιχτούς, πράσινους, ασφαλείς για όλους, όλες και όλα ελεύθερους χώρους. Μια πόλη που θα μειώνει τη δομημένη επιφάνεια και θα αυξάνει διαρκώς το πράσινο για να προφυλάσσει την υγεία των κατοίκων της, ανθρώπινων και μη, αλλά και να συνεισφέρει έμπρακτα στον παγκόσμιο αγώνα ενάντια στην κλιματική κρίση. Μια πόλη φροντιστική για τα πιο αδύναμα μέλη της, που δεν θα αφήνει κανέναν και καμία χωρίς κρεβάτι, φαγητό ή περίθαλψη, όταν την χρειαστούν. Μια πόλη ανοιχτή και φιλόξενη στους πρόσφυγες και τους/ις μετανάστες/τριες – και συνεπώς χωρίς καμία ανοχή σε όσους εχθρεύονται τον διπλανό μας. Οι θέσεις που ακολουθούν, σε όλες τις θεματικές του προγράμματός μας, προσφέρουν τις ψηφίδες που συγκροτούν ένα τέτοιο όραμα για την πόλη μας, ένα όραμα που αξίζει στη Θεσσαλονίκη και την ιστορία της.

Οικολογικές λειτουργίες του δημόσιου χώρου

Βασική λειτουργία των ελεύθερων δημόσιων χώρων είναι να διατηρούν την ελάχιστη αναγκαία βλάστηση για την υγεία των πόλεων και των κατοίκων τους. Η βλάστηση βελτιώνει το κλίμα και μειώνει τη θερμοκρασία στις μέρες καύσωνα, περιορίζει την ατμοσφαιρική ρύπανση και βελτιώνει την ποιότητα του αέρα, διατηρεί το έδαφος και την ικανότητα απορρόφησης νερού, αμβλύνει τις επιπτώσεις από πλημμύρες και δυνατούς ανέμους, προσφέρει καταφύγιο και τροφή στην άγρια ζωή. Όλες αυτές οι οικολογικές λειτουργίες αποκτούν πολύ μεγαλύτερη σημασία στην εποχή της κλιματικής κρίσης, η οποία στην περιοχή μας αναμένεται να εκφραστεί κυρίως από πιο έντονα και παρατεταμένα κύματα καύσωνα.

Το πράσινο αποτελεί έτσι μια κρίσιμη παράμετρο για την υγεία των κατοίκων, γεγονός που αποτυπώνεται άμεσα με τη μείωση τόσο της νοσηρότητας όσο και της θνησιμότητας. Η κυριότερη όμως επίδραση της βλάστησης στην υγεία των κατοίκων είναι η τεράστια συμβολή που έχει στην ψυχική κατάσταση, την ηρεμία (ή, αντίστροφα, στο άγχος και την κατάθλιψη όταν απουσιάζει), την ευεξία, την αισθητική, γενικά στην ψυχογεωγραφία της πόλης.

Στη Θεσσαλονίκη, παρόλα αυτά, συναντάμε μια από τις χειρότερες απουσίες αστικού πράσινου, με μόλις 2 τ.μ. πρασίνου ανά κάτοικο. Η αναλογία αυτή είναι ακόμη χειρότερη στις λαϊκές γειτονιές, όπως στην Τούμπα, όπου αντιστοιχεί 0,76 τ.μ. πρασίνου ανά κάτοικο. Προβληματική είναι επίσης η κατάσταση όσων χώρων πρασίνου έχουν απομείνει, αλλά και η πρόσβαση των κατοίκων σε αυτούς. Επίσης, οι διαχρονικές τάσεις παραμένουν δυσοίωνες, καθώς το πράσινο και οι ελεύθεροι χώροι στην πόλη διαρκώς μειώνονται και δεν υπάρχει κανένας σχεδιασμός για σημαντική αύξηση των ελεύθερων χώρων, ενώ ακόμα και δεσμευμένα οικόπεδα επιστρέφουν στους ιδιοκτήτες για να οικοδομηθούν.

Οι ελεύθεροι, αδόμητοι χώροι έχουν κρίσιμο ρόλο τους στον αερισμό της πόλης. Η διασφάλιση διόδων, όπως ο άξονας Σέιχ Σου – ΑΠΘ – ΔΕΘ – Παραλία, χωρίς επιπλέον δόμηση, αποτελεί βασική προϋπόθεση για τη βελτίωση της ποιότητας του αέρα της πόλης.

Τα ρέματα, ως χώροι πρασίνου, θα μπορούσαν να προσφέρουν μερικούς εξαιρετικά χρήσιμους πράσινους διαδρόμους, ξεκινώντας από το περιαστικό δάσος και φτάνοντας ως τη θάλασσα. Δυστυχώς, τα περισσότερα από αυτά έχουν μπαζωθεί ή εγκιβωτιστεί. Σε αυτή την κατάσταση, δεν μπορούν να επιτελέσουν και τον βασικό, φυσικό τους ρόλο, να διοχετεύουν δηλαδή το νερό της βροχής προς τη θάλασσα. Η καταστροφή των ρεμάτων συνεπώς είναι ο κυριότερος λόγος που η Θεσσαλονίκη πλημμυρίζει τόσο εύκολα, ακόμα και από σχετικά αναμενόμενες βροχοπτώσεις.

Πέρα από τα ρέματα, κρίσιμο ρόλο στον υδρολογικό κύκλο έχουν όλοι οι ελεύθεροι, αδόμητοι χώροι μιας πόλης. Στον βαθμό που δεν έχουν τσιμεντοποιηθεί -και ακόμα περισσότερο όταν φέρουν πράσινο- συμβάλλουν καθοριστικά στην απορρόφηση των νερών της βροχής, αποφορτίζοντας το αποχετευτικό δίκτυο και προλαμβάνοντας τις πλημμύρες.

Πολεοδομική ρύθμιση

Η ρύθμιση των χρήσεων, των δικαιωμάτων, της ιδιοκτησίας, με δυο λέξεις η σχέση δημόσιου / ιδιωτικού, αποτέλεσε από νωρίς πεδίο κρατικής παρέμβασης. Η παρέμβαση αυτή έχει αντιφατικά χαρακτηριστικά. Από τη μία πλευρά, το κράτος παρεμβαίνει για να οργανώσει και να κανονικοποιήσει την αξιοποίηση της πόλης από το κεφάλαιο. Από την άλλη, θέτει όρια στη διαρκή επέκταση και προστατεύει κοινωνικές ομάδες και ανάγκες για να αμβλύνει τις κοινωνικές εντάσεις, ή ακόμα τις συγκρούσεις μεταξύ διαφορετικών τμημάτων του κεφαλαίου. Όπως είναι αναμενόμενο, στα χρόνια της απεριόριστης επέκτασης του κεφαλαίου, της απορρύθμισης των κρατικών ελέγχων, της διάλυσης του κοινωνικού κράτους, η ρύθμιση των χρήσεων και της δόμησης μέσα στις πόλεις υποχώρησε συστηματικά, αφήνοντας ακόμα πιο ευάλωτο τον δημόσιο χώρο.

Στη Θεσσαλονίκη, η τάση για μια συνολικότερη ρύθμιση που θα εξετάζει το πολεοδομικό συγκρότημα στο σύνολό του και θα προσπαθήσει να συμβιβάσει διαφορετικές ανάγκες, εκφράστηκε με τη θεσμοθέτηση του Ρυθμιστικού Σχεδίου Θεσσαλονίκης (ΡΣΘ). Σύμφωνα με την επιστήμη και τη διεθνή πρακτική, ως περιοχή αναφοράς ορίστηκε μια ευρύτερη ενότητα που περιλαμβάνει τον νομό Θεσσαλονίκης και τμήματα των όμορων.

Ένας τέτοιος καθολικός σχεδιασμός όμως θεωρήθηκε εχθρικός για τις ανάγκες του κεφαλαίου σε περίοδο κρίσης. Έτσι, το 2014 το τελικό κείμενο αποσύρθηκε από την Βουλή. Τη θέση του ενιαίου Ρυθμιστικού Σχεδίου πήραν τα επιμέρους Ειδικά Χωροταξικά Σχέδια, όπως αυτά για τη ΔΕΘ, το Παραλιακό Μέτωπο, την περιοχή Αλλατίνι κα. Τα Ειδικά Χωροταξικά, από τη φύση τους, δεν λαμβάνουν υπόψη ευρύτερες ανάγκες και συνθήκες της πόλης, αλλά εξετάζουν διακριτά κάθε έκταση σαν να ήταν απομονωμένη. Η προσέγγιση αυτή, αυτονόητα ακατάλληλη για μια πόλη, προκρίνεται γιατί επιτρέπει τη σαλαμοποίηση του αστικού περιβάλλοντος και ιδιαίτερα του δημόσιου χώρου, ανοίγοντας τον δρόμο στην εμπορική ή άλλη αξιοποίησή του.

Γενικές αρχές για την υπεράσπιση του δημόσιου χώρου

  1. Η διαχείριση του δημόσιου χώρου στην πόλη και ο πολεοδομικός σχεδιασμός θα πρέπει να πραγματοποιούνται σε επίπεδο Μητροπολιτικής Θεσσαλονίκης, όπως αυτή περιγράφηκε παραπάνω, και όχι με τα αποσπασματικά ειδικά χωροταξικά σχέδια που εξυπηρετούν μόνο ad hoc ανάγκες μιας ορισμένης επένδυσης.
  2. Οι δημόσιοι χώροι της πόλης, πλατείες, πάρκα, δρόμοι, πεζοδρόμια, δημόσια κτίρια κ.α., θα πρέπει να προστατευτούν από κάθε προσπάθεια ιδιωτικοποίησης, άμεσης ή έμμεσης. Αυτό σημαίνει αντίσταση σε κάθε προσπάθεια δόμησης δημόσιου χώρου, αλλά και περιορισμό των εμπορικών χρήσεων που καταλαμβάνουν ή ιδιοποιούνται δημόσιο χώρο, νόμιμα ή παράνομα, καθώς και της ζώνης κυριαρχίας του ΙΧ. Σημαίνει επίσης ότι οι δημόσιοι χώροι, δομημένοι και ανοιχτοί, πρέπει να είναι ελεύθερα προσβάσιμοι σε όλους, όλες και όλα.
  3. Επιδιώκουμε την ανάπτυξη του δημόσιου χώρου, με την υλική και τη συμβολική έννοια, ως κοινού αγαθού. Οι ελεύθεροι χώροι αποκτούν νόημα όταν γίνονται αναπόσπαστο μέρος της συλλογικής ζωής της κοινότητας. Για να εξασφαλιστεί αυτό, ο σχεδιασμός τους θα πρέπει να βασίζεται στις πραγματικές, τοπικές ανάγκες της κάθε κοινότητας, ή ακόμα καλύτερα η ίδια η κοινότητα να συμμετέχει ενεργά σε αυτόν τον σχεδιασμό.
  4. Ειδικά για το πράσινο, είναι επιτακτική ανάγκη της πόλης οι ελεύθεροι χώροι πρασίνου και τα δέντρα στην πόλη να υπερδιπλασιαστούν σε ένα ορατό χρονικό ορίζοντα. Για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο, χρειάζεται η επιβολή ενός μακρόχρονου μορατόριουμ στην επιπλέον δόμηση, ώστε νέες εκτάσεις να μετατραπούν σε μεγαλύτερα ή μικρότερα πάρκα, με ισότιμη κατανομή στις γειτονιές (κι έμφαση στις πλέον πυκνοδομημένες).

Να σταματήσουν άμεσα οι μαζικές κοπές δέντρων. Να γίνουν ατομικά δελτία εκτίμησης κινδύνου για κάθε δέντρο και να ληφθούν τα αντίστοιχα μέτρα. Να γεμίσουν οι άδειες δενδροδόχοι, να ανανεωθεί ο σχεδιασμός του πράσινου στους δρόμους ώστε να αυξηθούν οι θέσεις και να αντικατασταθούν οι δενδροκτόνες πρακτικές βαθιού κλαδέματος από τις εγκεκριμένες, ήπιες δενδροκομικές πρακτικές.

  1. Άμεση οριοθέτηση των ρεμάτων και απαγόρευση κάθε δόμησης στη ζώνη που ορίζει ο νόμος. Προστασία της υψηλής βλάστησης. Απόρριψη των έργων διευθέτησης της κοίτης και εξασφάλιση της αντιπλημμυρικής προστασίας με διεύρυνση της ανοιχτής περιοχής γύρω από την κοίτη. Εξέταση στο μέλλον της δυνατότητας αποκάλυψης κάποιων ιστορικών ρεμάτων που φέρουν ακόμα σημαντικά πλημμυρικά φορτία, όπως ο χείμαρρος που διαπερνά τη ΔΕΘ.
  2. Διαρκή ενίσχυση των τεχνικών υπηρεσιών του Δήμου, ώστε να αναλαμβάνουν αυτές την ολοκλήρωση όλο και περισσότερων έργων και να έχουν την επάρκεια, τη γνώση, την ενημέρωση και τη διαθεσιμότητα για τον σωστό έλεγχο των εξωτερικών αναθέσεων.

Μέρος ΙΙ: ειδικότερα ζητήματα, αιτήματα και προτάσεις

Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης

Διεκδικούμε τη μετεγκατάσταση της ΔΕΘ στα δυτικά και τη μετατροπή του χώρου της σε Μητροπολιτικό Πάρκο, με κυρίαρχο το υψηλό πράσινο. Το Πάρκο αυτό θα ενοποιηθεί με τους περιβάλλοντες ελεύθερους χώρους, ως το ΑΠΘ και τη θάλασσα, εξασφαλίζοντας τον ενιαίο διάδρομο πρασίνου. Στον ίδιο χώρο μπορούν και πρέπει να παραμείνουν κάποια κτίρια με μεγάλη αρχιτεκτονική αξία ή κατοχυρωμένη χρήση, όπως το Περίπτερο 1, το MoMus κα. Τα κτίρια αυτά και οι χρήσεις που στεγάζουν μπορούν να δημιουργήσουν εντός του ενιαίου Μητροπολιτικού Πάρκου μία πολιτιστική διαδρομή που περιλαμβάνει μουσεία και χώρους πολιτισμού, από το Τελλόγλειο ως το Αρχαιολογικό και Βυζαντινό Μουσείο, τον Λευκό Πύργο και το Βασιλικό Θέατρο.

Πλατεία Ελευθερίας

Να σταματήσει κάθε ιδέα για καθιέρωση του πάρκινγκ στην Πλατεία Ελευθερίας. Να εγκαταλειφθεί ο σχεδιασμός για υπόγειο πάρκινγκ, και αντ’ αυτού να διεκδικήσει ο Δήμος εκτενείς χώρους δωρεάν στάθμευσης στο λιμάνι. Να διαμορφωθεί από τις υπηρεσίες του Δήμου ένας ελεύθερος κοινόχρηστος χώρος με δέντρα, παρτέρια και υπαίθριους καθιστικούς χώρους και να αποδοθεί προς χρήση στους κατοίκους της πόλης το συντομότερο δυνατό. Η πλατεία να συνδεθεί με την πολυπολιτισμική ιστορία της πόλης, με μνημείο για το δράμα των Εβραίων κατοίκων, με τους μεγάλους κοινωνικούς αγώνες που έλαβαν χώρα.

Πλατείες Διοικητηρίου, Αριστοτέλους & Δικαστηρίων

Η Πλατεία Διοικητηρίου να αναπλαστεί, με πρότυπο την ιστορική της μορφή και χρήση, αλλά κι αυξημένη παρουσία υψηλού πρασίνου.

Μια ακριβή ανάπλαση της Πλατείας Αριστοτέλους δεν περιλαμβάνεται στις προτεραιότητες αυτής της πόλης. Αυτό που χρειάζονται είναι η προστασία της από τα καταστήματα εστίασης που την καταχρώνται με όλο και μεγαλύτερη ένταση, και από την Ελληνική Αστυνομία που την χρησιμοποιεί παράνομα ως πάρκινγκ. Χρειάζεται περιποίηση κι αύξηση του πράσινου, φωτισμό, καθαριότητα και, πάνω από όλα, ενθάρρυνση της χρήσης της από την κοινωνία.

Παραλιακό μέτωπο

Στον αντίποδα της λογικής του Ειδικού Πολεοδομικού, οι δικές μας θέσεις για το παραλιακό μέτωπο θέτουν σε προτεραιότητα την ανάγκη των κατοίκων για πράσινο, ελεύθερους χώρους και πρόσβαση.

Για το δυτικό τμήμα (γύρω από τους Λαχανόκηπους), προτείνουμε την εξασφάλιση του μεγαλύτερου δυνατού κι ενιαίου χώρου πρασίνου, ο οποίος λείπει από το υποβαθμισμένο δυτικό κομμάτι του Δήμου, με διατήρηση του εναπομείναντος υγροτοπικού χαρακτήρα της περιοχής δίπλα στο Λιμάνι, αποκατάσταση και προστασία της φυσικής κοίτης και των εκβολών του Δενδροποτάμου κι επαναφορά περιαστικών καλλιεργειών. Τα παλιά βιομηχανικά κτίρια να διασωθούν και να αξιοποιηθούν για ήπιες δραστηριότητες μεταποίησης με κοινωνικά κριτήρια, ενώ οι βαριές βιομηχανικές χρήσεις, που είναι ασύμβατες με την κατοικία, πρέπει σταδιακά να απομακρυνθούν.

Για τη Νέα Παραλία, απαιτούνται ήπιες εργασίες συντήρησης και καθαριότητας, μέσα από τις υπηρεσίες του Δήμου, χωρίς αναδοχή σε χορηγίες. Η λειτουργία των περιπτέρων θα πρέπει να περιοριστεί και να μην αυξηθούν τα τραπεζοκαθίσματα.

Για τον Κελάριο κόλπο, ζητάμε τη διαφύλαξη και προστασία του αδόμητου τμήματος, με ήπιες παρεμβάσεις μόνο για την πρόσβαση και το καθαρισμό. Μακροπρόθεσμα, προτείνουμε την αποκατάσταση της κοίτης – εκβολών ρέματος Αλλατίνι. Το εργοστάσιο Αλλατίνι μπορεί να ζωντανέψει ως χώρο εργασίας για ήπιες δραστηριότητες μεταποίησης με κοινωνικά κριτήρια.

Αντιστεκόμαστε στο σχέδιο εγκατάστασης Πλωτής Μονάδας Αποθήκευσης και Αεριοποίησης Υγροποιημένου Φυσικού Αερίου LNG εντός του όρμου της Θεσσαλονίκης, για λόγους περιβαλλοντικών επιπτώσεων αλλά και κλιματικής κρίσης.

Ρέματα

Διεκδικούμε την άμεση οριοθέτηση και προστασία των εναπομεινάντων ρεμάτων εντός της πόλης. Σχεδιάζουμε τη σταδιακή αποκάλυψη ρεμάτων που έχουν μπαζωθεί ή εγκιβωτιστεί κι αποχευτευθεί στο δίκτυο.

Ειδικά για το ρέμα Πολυγνώτου στο Κρυονέρι, ζητάμε να προχωρήσει η διοίκηση άμεσα σε αναστολή οποιασδήποτε οικοδομικής δραστηριότητας μέχρι να ολοκληρωθεί η οριοθέτηση του ρέματος, που προβλέπεται στο Master Plan. Αυτό έχει τη δικαιοδοσία να το κάνει δηλώνοντας πως ταυτόχρονα προτίθεται να προχωρήσει σε τροποποίηση του υφιστάμενου ρυμοτομικού σχεδίου.

Για το ρέμα ΚυβερνείουΧαριλάου ζητάμε την να αναλάβει την αποζηµίωση για την απαλλοτρίωση της επίδικης έκτασης εξ ολοκλήρου ο Δήµος Θεσσαλονίκης, ώστε να διασωθεί το Ρέµα και να παραµείνει Κοινόχρηστος Χώρος Πρασίνου.

Στρατόπεδα

Ζητάμε την άμεση απόδοση στο Δήμο των πρώην στρατοπέδων, τη διατήρηση όλων των ελεύθερων χώρων ως χώρου πρασίνου και η αξιοποίηση των κτιρίων για κοινωνικές ανάγκες. Επιπλέον, προτείνουμε τη σταδιακή απόδοση και των ενεργών στρατοπέδων και ειδικά του 3ου Σώματος Στρατού, ο χώρος του οποίου είναι κρίσιμος για την ολοκλήρωση του άξονα πρασίνου Σέιχ Σου – ΑΠΘ – ΔΕΘ – Παραλία.

Περιαστικό δάσος

Το Σέιχ Σου δεν χρειάζεται μείζονες παρεμβάσεις, οι οποίες θα φέρουν περισσότερη αναστάτωση, παρά οφέλη. Εκείνα που χρειάζεται είναι:

  • Συστηματική πυροπροστασία, με έμφαση στην πρόληψη: ενίσχυση της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, συμμετοχή και συντονιστικό όλων των φορέων, καλή συντήρηση των υποδομών (δρόμοι, παροχές, δεξαμενές) και ενεργή συμμετοχή των πολιτών, κυρίως στην πρόληψη.
  • Κατάλληλη διαχείριση, ώστε να προληφθούν νωρίτερα βιολογικοί κίνδυνοι, όπως ήταν το φλοιοφάγο έντομο.
  • Ενίσχυση της σχέσης της πόλης με το δάσος και διευκόλυνση της πρόσβασης μέσα από την πόλη, με ήπιες παρεμβάσεις, όπως καθαρισμοί και σήμανση μονοπατιών. Ο Δήμος να αναλάβει το κόστος μετακίνησης για τουλάχιστον δύο ημερήσιες εκδρομές το χρόνο για κάθε σχολείο της πόλης, ώστε αυτές να πραγματοποιούνται στο περιαστικό δάσος.

Χώροι άθλησης

Ζητάμε την αύξηση των χώρων άθλησης, μέσα από τη συνολική αύξηση των ελεύθερων χώρων στην πόλη. Ειδικά στην περιοχή Τροχιοδρομικών-Χαριλάου, μαζί με τους κατοίκους, απαιτούμε ο Δήμος να άρει την απόφασή του για οικοδόμηση και να αναλάβει πρωτοβουλίες για την εύρεση της αναγκαίας χρηματοδότησης για χρήση του οικοπέδου ως χώρου αθλητικών εγκαταστάσεων.

Αδόμητα οικόπεδα

Διεκδικούμε να μην επιστραφεί σε ιδιώτες κανένας χώρος που προορίζεται για χώρο πρασίνου, άθλησης, σχολείου ή για οποιοδήποτε άλλη χρήση που καλύπτει τις ανάγκες των κατοίκων του δήμου Θεσσαλονίκης.

Τα δημόσια αδόμητα οικόπεδα να αξιοποιηθούν για τη δημιουργία πάρκων τσέπης στις γειτονιές.

Ειδικότερα για τα 9 οικόπεδα της Εκκλησίας της Ελλάδας, τα οποία σχεδιάζει να αποδώσει προς οικοδόμηση διεκδικούμε την απόδοσή τους στο Δήμο και σε κοινωνικές χρήσεις, είτε για ανέγερση σχολικής στέγης, είτε ως κοινόχρηστοι χώροι πρασίνου.

Προσβασιμότητα & πεζοδρόμια

Σε πρώτη φάση, θα πρέπει να εφαρμοστεί το παρόν πλαίσιο, με απόλυτη αυστηρότητα. Να εξασφαλίζεται επαρκής διάδρομος ελεύθερης διέλευσης πεζών και αμαξιδίων 1,5 μ. σε κάθε πεζοδρόμιο. Να αφαιρεθούν όλες οι μόνιμες κατασκευές. Να αντιμετωπίζεται με αυστηρές ποινές, κάθε παράνομο παρκάρισμα που περιορίζει την κινητικότητα.

Σε δεύτερη φάση, χρειάζεται με μια συμπεριληπτική διαδικασία διαβούλευσης να οριστούν εκ νέου οι κανόνες που θα αποδίδουν περισσότερο χώρο στους χρήστες, χωρίς να ακυρώνουν τη λειτουργία των καταστημάτων.

Δημόσιες βρύσες και νερό

Μαζί με τις κινήσεις των πολιτών και το Σωματείο Εργαζομένων της ΕΥΑΘ, συνεχίζουμε να διεκδικούμε την επαναλειτουργία όλων των δημόσιων βρυσών, τη σωστή συντήρησή τους και την εγκατάσταση νέων. Ειδική μνεία πρέπει να γίνει στις ιστορικές βρύσες της πόλης, οι περισσότερες από την εποχή της οθωμανικής κυριαρχίας.

Να κατοχυρωθεί η υποχρέωση των καταστημάτων εστίασης να παρέχουν δωρεάν νερό στους/ις περαστικούς/ες.

Σημαντική είναι ακόμα η λειτουργία δημόσιων τουαλετών, οι περισσότερες από τις οποίες έχουν κλείσει, λόγω των περικοπών και της ανεπάρκειας προσωπικού.

Παιδικές χαρές

Προτείνουμε την αύξηση της κρατικής χρηματοδότησης προς τους Δήμους, προσλήψεις προσωπικού και στελέχωση των υπηρεσιών με το κατάλληλο εργατοτεχνικό και επιστημονικό προσωπικό. Εκσυγχρονισμό των πληροφοριακών συστημάτων επικοινωνίας με τον Δημότη. Δημιουργία υπηρεσίας φύλαξης για την πραγματοποίηση έστω περιοδικών ελέγχων στις παιδικές χαρές. Επανεξέταση του θεσμικού πλαισίου για τις παιδικές χαρές, όχι βέβαια όσον αφορά τις προδιαγραφές ασφαλείας, αλλά κυρίως την δομή των κατασκευών, μια και πολλές από αυτές είναι πολύπλοκες, χρησιμοποιούν ακριβά υλικά και είναι απαιτητικές στην συντήρηση.

Σχολική Στέγη

Παρά τις εγνωσμένες ελλείψεις, δεν έχουμε καμία συστηματική πρόοδο, ενώ πολλές εκτάσεις που είχαν δεσμευθεί (ή και θα έπρεπε να δεσμευτούν) για σχολική στέγη, τα τελευταία χρόνια έχουν αποχαρακτηριστεί με σκοπό την οικοδόμηση και εκμετάλλευσή τους.

Στην πυκνοδομημένη Χαριλάου, εδώ και χρόνια ένα οικόπεδο στην συμβολή των οδών Αλ. Σταύρου και Αλκμήνης στην περιοχή Χαριλάου είχε δεσμευτεί για την κατασκευή Νηπιαγωγείου. To 2021 η διοίκηση Ζέρβα αποφάσισε την αποδέσμευση και τελικά το χτίσιμο του οικοπέδου. Το κίνημα κατοίκων στην Αλυσίδα, διεκδίκησε και πέτυχε τη συνέχιση της απαλλοτρίωσης.

Αδέσποτα και ζώα συντροφιάς

Αναγνωρίζουμε φυσικά ότι η δημιουργία ενός δημοτικού καταφυγίου δεν είναι από μόνη της η λύση, αλλά μέρος μιας συνολικής πολιτικής που πρέπει να αναπτυχθεί με άξονα την ευζωία και την προστασία των αδέσποτων ζώων συντροφιάς, αλλά και τη βελτίωση των συνθηκών συνύπαρξής τους με τους ανθρώπους. Σε αυτή τη λογική, προτείνουμε:

  1. Περισυλλογή των αδέσποτων για κτηνιατρικό έλεγχο/σήμανση και επανένταξή τους στο φυσικό τους περιβάλλον εφόσον είναι υγιή και άνω των 5 μηνών.
  2. Εμβολιασμό, σήμανση, στείρωση, έλεγχο και περίθαλψη των αδέσποτων σε δημοτικά κτηνιατρεία ή καταφύγια αδέσποτων ζώων. Καταγραφή των αδέσποτων σε ειδική ηλεκτρονική βάση του Δήμου.
  3. Ίδρυση και λειτουργία δημοτικού καταφυγίου αδέσποτων ζώων συντροφιάς.
  4. Ίδρυση και λειτουργία δημοτικών κτηνιατρείων για τον έλεγχο και τη φροντίδα της ευζωίας των αδέσποτων ζώων.
  5. Δημιουργία δικτύου πάρκων σκύλων.