Τοπική αυτοδιοίκηση, δημοκρατία, συμμετοχή

Η Δημοκρατία σήμερα φαντάζει όλο και πιο απόμακρη και οι πολίτες, κι ακόμα περισσότερο οι πολίτισσες, όλο και πιο απομονωμένοι/ες. Αυτό δεν αποτελεί μια ανάγνωση των «ηττημένων» της πρόσφατης ιστορίας, αλλά συνιστά κοινή παραδοχή στις πλατιές μάζες του εργαζόμενου κόσμου. Δεν έχουμε λόγο στις αποφάσεις και αυτές ουδέποτε μας λαμβάνουν υπόψη ή γίνονται προς το συμφέρον μας. 

Οι διαδικασίες κοινωνικού ελέγχου και συμμετοχής υποκαθίστανται όλο και περισσότερο από τους μηχανισμούς του πελατειακού κράτους, της πολιτικής επικοινωνίας και του λόμπινγκ εκ μέρους των διαφόρων, μικρότερων ή μεγαλύτερων, επιχειρηματικών συμφερόντων. Η πολιτική μετατρέπεται σε μια στενή τεχνοκρατική διαχείριση των δεδομένων συνθηκών, δηλαδή των όρων της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Η συναίνεση γύρω από ένα φανταστικό πολιτικό και κοινωνικό «κέντρο», αποκλείει από τη σφαίρα του πραγματικού κάθε σημαντική αλλαγή. Η σύγκρουση, η αντιπαράθεση των διαφορετικών τάξεων, ο κοινωνικός ανταγωνισμός, ο οποίος αποτελεί τον όρο κάθε δημοκρατικής συνθήκης, εξοβελίζεται από τη δημόσια σφαίρα. Η κατάσταση αυτή συμπυκνώθηκε στη ρήση της Μάργκαρετ Θάτσερ «There is no alternative (TINA)» (=Δεν Υπάρχει Εναλλακτική), ή σε αυτό που στην πολιτική θεωρία ονομάστηκε Μεταδημοκρατία.

Τοπική αυτοδιοίκηση (;)

Αυτή η μεταδημοκρατική, ή πιο απλά, αντιδημοκρατική συνθήκη αποτυπώνεται και στις πρόσφατες εξελίξεις στο πεδίο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Η αυτοδιοίκηση ξεκινά καταστατικά ως μια αναγκαία διακλάδωση κάθε κρατικού μηχανισμού ώστε να καταστεί λειτουργικός. Ταυτόχρονα όμως, ως ένα πεδίο δημοκρατίας πολύ πιο κοντινό, υλικά και συμβολικά, στον τόπο, τον τρόπο και στις συνθήκες ζωής της εργαζόμενης πλειοψηφίας, έχει λειτουργήσει ιστορικά ως ένα πεδίο κινηματικής συγκρότησης, διεκδίκησης, ακόμα και αντιπαράθεσης με το κεντρικό κράτος. Πατώντας σε αυτή την παράδοση, εμπνεόμαστε από την ιστορία του δημοτιστικού κινήματος, από την παράδοση των «κόκκινων Δήμων» της Ιταλίας ή ακόμα από της προπολεμικής και μεταπολεμικής Ελλάδας,  τα δημοτικά συμβούλια της Λατινικής Αμερικής, αλλά και από σύγχρονα εγχειρήματα που -με όλες τις αντιφάσεις τους- έχουν κατορθώσει να διευρύνουν το πεδίο της κοινωνικής συμμετοχής και να αλλάξουν αποφασιστικά τις συνθήκες ζωής σε μια σειρά μεγάλων πόλεων, από την Βαρκελώνη ως το Ζάγκρεμπ.

Ωστόσο, οι πρόσφατες μεταρρυθμίσεις στην τοπική αυτοδιοίκηση έχουν περιορίσει ασφυκτικά τις δυνατότητες για τέτοιες αλλαγές. Πρώτα ο «Καποδίστριας» και μετά ο «Καλλικράτης» απομάκρυναν την αυτοδιοίκηση από την κοινωνική της βάση, καταστρέφοντας τις όποιες σχέσεις δημοκρατικής εκπροσώπησης και σχηματίζοντας έναν απόμακρο, γραφειοκρατικό Δήμο. Στη συνέχεια η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ με την ψήφιση του «Κλεισθένη», ενσωμάτωσε κατά γράμμα τις κατευθύνσεις του 3ου μνημονίου για «Τριετή Στρατηγική Μεταρρυθμίσεων» και επιτάχυνε τη μετατροπή της Τοπικής Αυτοδιοίκησης σε εργαλείο εφαρμογής των νεοφιλελεύθερων πολιτικών. Νομιμοποίησε τις αντισυνταγματικές περικοπές των ΚΑΠ (Κεντρικοί Αυτοτελείς Πόροι), στερώντας από τους Δήμους τεράστια έσοδα (σύμφωνα με στοιχεία της ΚΕΔΕ, από το 2010 μέχρι και το 2022, το ύψος των παρακρατηθέντων – υπεξαιρεθέντων φόρων θα φθάσουν τα 26 δις ευρώ).

Σχεδιο Καλλικράτης

Το σχέδιο νόμου Καλλικράτης ήρθε στην Βουλή το 2010, φέροντας τρεις τομές:

  1. Πρώτον, τη δημιουργία πολύ μεγαλύτερων δήμων και την παράλληλη κατάργηση των νομαρχιών, με την αντικατάστασή τους από τις περιφέρειες. 
  2. Δεύτερον, τη δραστική μείωση της ενίσχυσης που παρέχουν τα κρατικά κονδύλια στον προϋπολογισμό τους, καθώς και την μεταβίβαση των αρμοδιοτήτων διαχείρισης σημαντικού μέρους των ευρωπαϊκών κονδυλίων από το κεντρικό κράτος στις περιφέρειες.
  3. Τρίτο, τη δημιουργία οργάνων σχεδιασμού και διαχείρισης με διορισμένους κρατικούς παράγοντες και συμμετοχή εκπροσώπων της αγοράς. 

Έχουμε λοιπόν, πρώτον μια διαδικασία διοχέτευσης εξουσιών από την κεντρική εξουσία προς όλες τις κατευθύνσεις. Προς τα κάτω (με τις αυξημένες αρμοδιότητες που αναλαμβάνουν τόσο οι δήμοι, όσο και οι περιφέρειες), προς τα πάνω, με την δραστική μείωση της κρατικής χρηματοδότησης και την υποκατάσταση αυτών των κονδυλίων από την ΕΕ και τέλος, προς τα έξω, με την παροχή θεσμοθετημένης παρέμβασης στους παράγοντες της αγοράς στον σχεδιασμό των νέων οργάνων. 

Η διαδικασία ίδρυσης των νέων Δήμων και Περιφερειών, συνεπάγεται επίσης μια ουσιαστική αναβάθμιση του ελλείμματος δημοκρατίας στο εσωτερικό τους. Πλέον, ο όποιος έλεγχος των διαδικασιών και αποφάσεων τους καθίσταται πιο δύσκολος καθώς κάνουμε αναφορά σε οργανισμούς που εποπτεύουν χωρικά και πληθυσμιακά πολλαπλάσιες κοινότητες. Η εκλογική διαδικασία δεν αφήνει χώρο σε μικρότερες δυνάμεις να επιδιώκουν την εκλογή τους, το επίπεδο της γειτονιάς και η ικανότητά της να διαθέτει ελεγκτικό ρόλο στην άσκηση της εξουσίας αποδιαρθρώνεται. 

Η παράλληλη κατάργηση των «μικρών» δήμων με την τρομερή μείωση της χρηματοδότησης στους νέους, δημιουργεί ένα καθεστώς αυτονόμησης των νέων οργάνων διοίκησης οικονομικά, καθώς de facto τους θέτει σε μια διαδικασία αναζήτησης εναλλακτικών πόρων. Οποιαδήποτε λογική ισόνομης ανάπτυξη μεταξύ υποβαθμισμένων και αναπτυγμένων περιοχών απομακρύνεται και οι ΟΤΑ οδηγούνται σε μια κούρσα για απόσπαση χορηγιών και αναπτυξιακών κονδυλίων, στην οποία ο αναπτυγμένος ξεκινά πάντα από καλύτερη θέση. Υποχρεώνει παράλληλα τους Δήμους στη δραστική μείωση των κονδυλίων που παρέχουν για την όποια κοινωνική πολιτική τους και συναφή «μη αναγκαία» κόστη και τους υποχρεώνει σε μια διαδικασία πειραματισμού με αντικοινωνικά κριτήρια για την δημιουργία ευνοϊκών συνθηκών προς τις επενδύσεις. 

Τέλος, η σύνδεση νομοθετικά των νέων Δήμων/Περιφερειών με τις μνημονιακές δεσμεύσεις συνεπάγεται την δημιουργία προϋπολογισμών «εξορθολογισμένων», κατά τους οποίους η αναλογία εσόδων κι εξόδων οφείλει να είναι ισοσκελισμένη, ενώ οι προϋπολογισμοί, στο ίδιο κλίμα με το ολοένα και μεγαλύτερο έλλειμμα δημοκρατίας, κατατίθενται λίγες μέρες πριν την ψήφιση τους, δίχως να υπάρχει η οποιαδήποτε δυνατότητα παρέμβασης σε αυτούς. Όλα αυτά προφανώς, δημιουργούν ένα ασφυκτικό πλαίσιο στην προσπάθεια άσκησης μιας πολιτικής ριζοσπαστικής στους δήμους. 

Σχεδιο Κλεισθένης

Το σχέδιο Κλεισθένης, παρά την εφαρμογή της απλής αναλογικής, έρχεται να βαθύνει τις παραπάνω τομές:

  1. Εντείνεται η επιβολή των επιχειρηματικών κριτηρίων λειτουργίας των Δήμων. 
  2. Οι Δήμοι τελούν υπό την εποπτεία Οικονομικού Παρατηρητηρίου για την συμμόρφωσή τους για τους προϋπολογισμούς τους και την όλη οικονομική τους πολιτική στις οδηγίες του. Η γενική κατεύθυνση είναι να αποσυνδεθούν οι προϋπολογισμοί των δήμων από την οποιαδήποτε χρηματοδότηση, να στηριχθούν στους «ιδίους πόρους», που θα είναι προϊόν τοπικών τελών και φόρων.
  3. Θεσπίζεται ειδικό σώμα ελεγκτών -εποπτών των αποφάσεων των δήμων με στόχο τον  αυστηρότερο και πιο οργανωμένο κρατικό έλεγχο.
  4. Η δημοτική περιουσία καταχωρείται και παρακολουθείται από κεντρική τράπεζα πληροφοριών στο Υπουργείο.
  5. Τέλος, διευρύνεται η μετάβαση των ευθυνών απο το εκλεγμένο συμβούλιο στις εκάστοτε επιτροπές, οι οποίες αναλαμβάνουν τον σχεδιασμό των πολιτικών, ενώ το δημοτικό συμβούλιο περιορίζεται σε έναν επικυρωτικό ρόλο. 

Τελευταία εξέλιξη ο νέος νόμος Βορίδη, ο οποίος επιδιώκει να αποκλείσει τις μικρότερες φωνές από την τοπική αυτοδιοίκηση, καταργώντας την απλή αναλογική και επιβάλλοντας υψηλά πλαφόν στον αριθμό των υποψηφίων και τις αναγκαίες δαπάνες. Η πολιτική αποπολιτικοποιείται, οι ενοχλητικές φωνές αποκλείονται, η δυνατότητα μιας δημοκρατικότερης διαχείρισης των πόρων καθίσταται παρασάγγας πιο δύσβατη, προνομοποιούνται οι συγκλίσεις μεταξύ των μεγάλων παρατάξεων οι οποίες στηρίζουν τις γενικές κατευθύνσεις της εκάστοτε δημοτικής αρχής, το κράτος έχει έναν πολύ πιο ισχυρό εποπτικό ρόλο ως προς τη λειτουργία των δήμων και οι μετακύλιση ευθυνών καθιστά ιδιαιτέρως δύσκολη την γενεαλογική, πλέον, ιχνηλάτηση της υπηρεσίας στην οποία θα πρέπει ο πολίτης να απευθυνθεί ώστε να λάβει απαντήσεις για το ζήτημα που τον απασχολεί.

Συμπεριληπτικότητα στην τοπική αυτοδιοίκηση

Οι επιπτώσεις της πατριαρχικής δομής της ελληνικής κοινωνίας, δε θα μπορούσαν παρά να αποτυπώνονται και στο πεδίο της αυτοδιοίκησης. Στις φετινές δημοτικές εκλογές, ο Δήμος Θεσσαλονίκης βλέπει μόνο μία γυναίκα Υποψήφια Δήμαρχο (κι έχουμε την τιμή να είναι η δική μας υποψηφιότητα) έναντι 9 ανδρών. Η εκπροσώπηση δημοτικών παρατάξεων από γυναίκες αποτελεί ακόμα σήμερα «είδηση» και η κατάσταση δεν διαφοροποιείται προς το καλύτερο ούτε σε περιφερειακό ούτε σε εθνικό επίπεδο.

Τα στοιχεια σχετικής έκθεσης του ΚΕΘΙ για τη συμμετοχή των γυναικών στην πολιτική ζωή που βασίζεται στα στοιχεία των προηγούμενων αυτοδιοικητικών εκλογών (2019) μαρτυρούν ακόμα καλύτερα την υποεκπροσώπηση και μειωμένη συμμετοχή των γυναικών στην πολιτική, καταλαμβάνοντας τρομακτικά ελάχιστες θέσεις ευθύνης και προβολής έναντι των ανδρών ομολόγων τους. Στους 332 δήμους της Ελλάδας, οι υποψήφιες γυναίκες δήμαρχοι το 2019 ήταν 180 έναντι 1455 ανδρών (συμμετοχή 20% έναντι 80%) ενώ στο 60% των δήμων της χώρας (199 σε αριθμό) δεν υπήρξε ούτε μία γυναίκα υποψήφια δήμαρχος. Τέλος, οι εκλεγμένες δήμαρχοι την προηγούμενη 4ετία ήταν μόλις 19 στο σύνολο της χώρας. Αριθμός που αντιστοιχεί  σε 5,7% συμμετοχή γυναικών στο αξίωμα. Ούτε συζήτηση βέβαια (δεν υπάρχουν καν διαθέσιμα στοιχεία) για τη συμμετοχή μη-δυαδικών, διεμφυλικών και intersex ατόμων στη δημόσια πολιτική σφαίρα καθώς αποτελούν -δυστυχώς μέχρι σήμερα- μη αποδεκτές έμφυλες ταυτότητες από το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας και ασκούνται εις βάρος τους σοβαρές διακρίσεις που δεν τους επιτρέπουν να έχουν ορατότητα, αποδοχή και ισότιμη συμμετοχή στην τοπική αυτοδιοίκηση.

Εξακολουθεί λοιπόν να αποτελεί μείζον ζήτημα η πολιτική συμμετοχή, και στην τοπική αυτοδιοίκηση, των γυναικών, αλλά και των ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων και κάθε άλλου πολιτικού υποκειμένου που βιώνει δυσμενείς διακρίσεις στη βάση οποιουδήποτε ταυτοτικού χαρακτηριστικού. Στο ερώτημα αν αρκούν οι νόμοι και τα διατάγματα για να διασφαλίσουν την πρόσβαση των γυναικών στην πολιτική και στην τοπική αυτοδιοίκηση ειδικότερα, η απάντηση είναι για εμάς σαφώς αρνητική. Ένα από τα βασικά σημεία της κριτικής που ασκείται, άλλωστε, στον «φιλελεύθερο ισονομιστικό φεμινισμό» είναι ακριβώς ότι προήγαγε μια τυπική, ισοπεδωτική αντίληψη περί ισότητας των φύλων, αδιαφορώντας για την ουσιαστική ισότητα. Ήταν η συλλογιστική που αναπτύχθηκε κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1970 και στη δεκαετία του 1980, που υποστήριζε με θέρμη τα θετικά μέτρα υπέρ των γυναικών και ιδίως τις ποσοστώσεις. Έχει καταστεί βεβαίως σήμερα, πέρα από κάθε αμφιβολία, αντιληπτό ότι δεν αρκεί ένας επαναπροσδιορισμός του (πολιτικού) υποκειμένου των δικαιωμάτων, με την επέκταση των τελευταίων και στο υπόλοιπο μισό του πληθυσμού, στις γυναίκες, για την κατάκτηση της έμφυλης ισότητας, στο μέτρο που δεν ανατρέπονται όλες εκείνες οι οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές και πολιτισμικές συνθήκες που αφενός διαμορφώνουν και αφετέρου στηρίζουν την επιβίωσή τους στη διαιώνιση της έμφυλης και μη ανισότητας.

Αξίζει όμως να επισημάνουμε ότι έχουν σημειωθεί κάποια αποτελέσματα από την εφαρμογή, σε επίπεδο τοπικής αυτοδιοίκησης, θετικών (αντισταθμιστικών) δράσεων υπέρ των γυναικών, δράσεων δηλαδή που λαμβάνοντας υπόψη ένα ταυτοτικό χαρακτηριστικό, εν προκειμένω το φύλο, επιφυλάσσουν ευνοϊκότερη μεταχείριση στα μέλη μιας κοινωνικής ομάδας –των θηλυκοτήτων– αίροντας εμπόδια που την τοποθετούν σε μειονεκτική θέση. Η εφαρμογή αυτή έχει καταδείξει μια περιορισμένη έστω δυνατότητα άρσης δυσμενών διακρίσεων, που υφίστανται οι γυναίκες κατά την πρόσβασή τους στην τοπική αυτοδιοίκηση. Μια δυνατότητα δηλαδή, όχι φυσικά να αναδιαμορφώσουν οικονομικές ή κοινωνικοπολιτικές δομές (όπως θα απαιτούνταν για την πραγματική ανατροπή των έμφυλων και μη ανισοτήτων), αλλά να αποτελέσουν παράγοντα μεταβολής κοινωνικών και πολιτισμικών αντιλήψεων και στάσεων γύρω από τη συμμετοχή των γυναικών στην τοπική αυτοδιοίκηση και εν γένει στην πολιτική. Αυτό αποδεικνύεται από μελέτες και έρευνες που αποδεικνύουν την, μικρή έστω, προοδευτική αύξηση της πολιτικής συμμετοχής γυναικών μετά την καθιέρωση θετικών μέτρων, όπως οι ποσοστώσεις, αλλά και τον σημαντικό κοινωνικό αντίκτυπο αυτού του μέτρου. 

Για να καταφέρουμε λοιπόν να κάνουμε τη Θεσσαλονίκη μια πόλη φεμινιστική είναι κρίσιμο γυναίκες και ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα να συμμετέχουν στον σχεδιασμό της και να έχουν λόγο στη λήψη αποφάσεων που γίνονται σχετικά με αυτήν, αλλά και να συμμετέχουν σε θέσεις ευθύνης. Η χρήση των ποσοστώσεων στα όργανα αυτοδιοίκησης μπορεί να βοηθήσει ώστε οι φωνές των γυναικών και ΛΟΑΤΚΙ+ υποκειμένων να ακούγονται περισσότερο. Αυτό δεν μπορεί να συμβεί χωρίς επαρκή εκπροσώπηση στην αυτοδιοίκηση και μέσα σε ένα τόσο εχθρικό περιβάλλον υποτίμησης και παραγκωνισμού, η εκπροσώπηση δεν μπορεί παρά να επιβάλλεται, αν και όπως αναφέραμε και παραπάνω, από μόνη της η επιβολή δεν αρκεί. Αποτελούν δηλαδή μια αναγκαία, αλλά όχι ικανή συνθήκη (όπως οι τρανσφεμινιστικοί αγώνες) για την ουσιαστική και σε βάθος χρόνου αλλαγή αντιλήψεων και την εξάλειψη των έμφυλων διακρίσεων και ανισοτήτων για τις οποίες παλεύουμε. 

Με βάση τα παραπάνω, Η Πόλη Ανάποδα έχει υιοθετήσει το μέτρο της ποσόστωσης 50% στη σύνθεση της συλλογικής εκπροσώπησης του δημοτικού σχήματος, ενώ, όπως ήδη αναφέρθηκε, επέλεξε αυτή τη φορά γυναίκα υποψήφια για τη θέση της επικεφαλής του ψηφοδελτίου, τη Μαρία Κέκη.  Η επιλογή του μέτρου της ποσόστωσης υιοθετήθηκε χωρίς αυταπάτες ως προς τις πεπερασμένες δυνατότητές του να αποτελέσει παράγοντα άρσης της έμφυλης ανισότητας, αλλά ως ένα μόνο από τα αναγκαία μέτρα για:

  • τη μη-υποχώρηση στην εύκολη επιλογή της δημιουργίας ανδροκρατούμενων οργάνων εκπροσώπησης και ψηφοδελτίων,
  • την αναγνώριση του προβλήματος ακόμα και στο εσωτερικό του δημοτικού σχήματος, και την εμπέδωση της δέσμευσης για επίλυσή του,
  • την εξασφάλιση ότι πολιτικός λόγος, στο πλαίσιο της δράσης μας, δε θα εκφράζεται μόνο, ούτε κατά βάση, από άνδρες.

Απομένει φυσικά, κι ένας αναστοχασμός γύρω από την εννοιολόγηση του φύλου, κατά την κατάστρωση του πλαισίου που ρυθμίζει τις ποσοστώσεις, στην κατεύθυνση του απεγκλωβισμού από το μη συμπεριληπτικό δίπολο «αρσενικό–θηλυκό» και απαιτείται διαρκής επαγρύπνηση και παράλληλοι αγώνες, ώστε να μην καταστούν μέτρα όπως αυτό της ποσόστωσης, αποπροσανατολιστικά από το υλιστικό, ταξικό υπόβαθρο των έμφυλων διακρίσεων, από το οικονομικό, κοινωνικοπολιτικό και πολιτισμικό πλαίσιο που τις διαμορφώνει.

Προς μια συμμετοχική αυτοδιοίκηση

Με δεδομένους τους παραπάνω περιορισμούς, εμείς παλεύουμε να ανοίξουμε χώρους ελευθερίας, δημοκρατίας, συμμετοχής των πολιτών, αξιοποιώντας κάθε θεσμοθετημένη διαδικασία και διεκδικώντας νέα πεδία παρέμβασης. Γνωρίζουμε ωστόσο ότι κάθε βήμα σε αυτή την κατεύθυνση, εξαρτάται από την κοινωνική αυτοοργάνωση, συμμετοχή και κινητικότητα, από το επίπεδο ανάπτυξης του κοινωνικού ανταγωνισμού. Χωρίς την πραγματική, ενσώματη συμμετοχή της κοινωνικής πλειοψηφίας και ιδιαίτερα των χαμηλότερων στρωμάτων, ακόμα και καλοπροαίρετα πειράματα συμμετοχικού σχεδιασμού, κινδυνεύουν να μετατραπούν σε ακαδημαϊκές ασκήσεις που θα αφορούν έναν στενό κύκλο ανθρώπων, οι οποίοι διέθεταν εκ των προτέρων καλύτερη πρόσβαση στην πληροφορία. 

Ορίζοντας αυτής της πορείας είναι ένας δήμος που να αντιστοιχεί στη σημασία του ονόματός του: δηλαδή ένα δήμος που όχι μόνο να επιτρέπει τον κοινωνικό έλεγχο στις αποφάσεις, αλλά να ενθαρρύνει τη συμμετοχή όλων και ειδικά όσων για τυπικούς ή ουσιαστικούς λόγους είναι αυτή τη στιγμή αποκλεισμένοι/ες από τις πολιτικές διεργασίες, όσων δηλαδή στερούνται κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα. Ο στόχος και η προϋπόθεση των εγχειρημάτων και των θεσμών συμμετοχής είναι να εξισώσουν σταδιακά αυτές τις διαφορές, όχι να τις αναπαράγουν. 

Οι συνελεύσεις γειτονιάς

Για να γίνει αυτό, η βάση των θεσμών συμμετοχής μπορεί να είναι μόνο η ίδια η γειτονιά, στην μικρότερη δυνατή κλίμακα, εκεί δηλαδή που οι άνθρωποι ζουν, εργάζονται, συναντώνται και -δυνητικά- οργανώνονται και κινητοποιούνται. Τα κύτταρα της τοπικής δημοκρατίας, στη δική μας αντίληψη για την αυτοοργάνωση και τον δήμο, είναι οι συνελεύσεις γειτονιάς. Οι συνελεύσεις γειτονιάς, όπως εμείς τις ορίζουμε, δεν μπορεί να πηγάζουν «από τα πάνω», να δημιουργούνται και να καθοδηγούνται θεσμικά. Αποκτούν σώμα, ουσία και περιεχόμενο, στα βαθμό που πηγάζουν αυθόρμητα, από τις ίδιες τις ανάγκες και τις επιθυμίες των κατοίκων. Ούτε όμως επιδιώκουμε να λειτουργούν έξω από τους θεσμούς. Διεκδικούμε, αντίθετα, να αναλαμβάνουν ουσιαστικές αρμοδιότητες, επικαθορίζοντας την πολιτική του Δήμου, τουλάχιστον στα πεδία της παρέμβασής τους. 

Ήδη στην πόλη μας είχαμε και έχουμε κάποια ενθαρρυντικά παραδείγματα προς αυτή την κατεύθυνση. Ειδικά την περίοδο από το 2012 ως το 2015, μέσα στη γενικότερη κινηματική ανάταση, δημιουργήθηκαν συνελεύσεις σε γειτονιές της πόλης, οι οποίες οργάνωσαν δομές έμπρακτης αλληλεγγύης (συσσίτια, διανομή αγαθών κοκ), στέκια, κινητοποιήσεις. Στα τελευταία χρόνια, είχαμε επίσης αντίστοιχες πρωτοβουλίες, με χαρακτηριστικότερες την Πρωτοβουλία Γειτονιάς Αλεξάνδρου Σβώλου και την Ομάδα Γειτονιάς στο Βαρδάρη. Με τη συνεχή δράση, αναγνωρισιμότητα, ουσιαστική ανεξαρτησία και προσφορά τους στη γειτονιά, οι ομάδες αυτές αποτελούν ένα παράδειγμα για το πώς φανταζόμαστε την αυτοοργάνωση. 

Στο ίδιο πλαίσιο, τέλος, όπως αναφέρεται και στην 1η θεματική του προγράμματος (για τον Δημόσιο Χώρο), εντάσσονται και πρωτοβουλίες κατοίκων που δημιουργούνται ad hoc γύρω από κάποιο αίτημα ή διεκδίκηση, όπως συνέβη πρόσφατα στην Αλυσίδα, τα Τροχιοδρομικά, το Κρυονέρι και την Υφανέτ. Οι πρωτοβουλίες αυτές, ξεκινώντας από ένα ζήτημα, δημιουργούν έναν χώρο συνάντησης και μπορούν να αποκτήσουν σταδιακά ευρύτερα ενδιαφέροντα και διάρκεια. 

Δημοτικοί θεσμοί 

Έχοντας στο μυαλό τις προαναφερόμενες συνθήκες, καταθέτουμε προτάσεις διεύρυνσης της κοινωνικής συμμετοχής -και άρα της δημοκρατίας- στο επίπεδο του Δήμου. 

Κοινότητες: Οι Κοινότητες που δημιουργήθηκαν με το σχέδιο Κλεισθένης ως ένας θεσμός δημοκρατίας και συμμετοχής, δεν έχουν λειτουργήσει μέχρι τώρα παρά μόνο τυπικά, χωρίς ουσιαστικές αρμοδιότητες. Η εφαρμογή του Νόμου Βορίδη -με το 60% των εδρών στην πρώτη παράταξη- αναμένεται να τις αποδιοργανώσει ακόμα περισσότερο. Παρόλα αυτά, συνεχίζουμε να παρεμβαίνουμε και σε αυτό το επίπεδο, διεκδικώντας πρώτα από όλα την υλοποίηση της πρόβλεψης του νόμου για συνελεύσεις κατοίκων επίπεδο κοινότητας (ή χαμηλότερο, όπου αυτό είναι πιο πρακτικό και εξασφαλίζει την άμεση συμμετοχή), αλλά και σεβασμό των αποφάσεών τους από τα Δημοτικά όργανα.

Συμμετοχικός προϋπολογισμός: προτείνουμε την καθιέρωση συμμετοχικού προϋπολογισμού μέσα από ανοιχτές διαδικασίες διαβούλευσης σε τοπικό επίπεδο, οι οποίες θα αποφασίζουν για το σύνολο των εσόδων και εξόδων του Δήμου που προέρχονται από ανταποδοτικά τέλη και φόρους, με την εξαίρεση των λειτουργικών δαπανών, καθώς και για το μεγαλύτερο μέρος των δαπανών που αφορούν το Τεχνικό Πρόγραμμα. Η διασύνδεση του συμμετοχικού προϋπολογισμού με τις συνελεύσεις των κοινοτήτων, μπορεί να αποτελέσει το κλειδί για την ουσιαστική ενδυνάμωση των τελευταίων, προσφέροντας μια διαδικασία κατά την οποία οι πολίτες αντιλαμβάνονται που κατευθύνονται οι φόροι τους και λαμβάνουν τελικά την απόφαση για την χρήση τους. Ζητούμενο εδώ είναι επίσης η παράλληλη ύπαρξη ελεγκτικών μηχανισμών της κοινότητας στα έργα προς διεκπεραίωση. Είναι αναγκαίο να καταστεί σαφές πως η δουλειά δεν σταματά απλώς στον σχεδιασμό, αλλά υπάρχει ανάγκη για τη συνέχειά της και κατά τη διάρκεια υλοποίησης, αλλά και ζωής του κάθε έργου.

Τοπικά δημοψηφίσματα: Δυνατότητα διεξαγωγής τοπικών δημοψηφισμάτων ανά Δήμο ή Κοινότητα, με κάλυψη των τεχνικών αναγκών από τον Δήμο, κατόπιν απόφασης διευρυμένης πλειοψηφίας του Δημοτικού Συμβουλίου, των Κοινοτικών Συμβουλίων, ή με αίτημα του 10% των κατοίκων αντίστοιχα. 

Λειτουργία Δημοτικού Συμβουλίου & Επιτροπών: Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, τα τελευταία νομοθετήματα τείνουν να ακυρώσουν ακόμα περισσότερο τον όποιο πολιτικό ρόλο και κοινωνικό έλεγχο ασκούσε το Δημοτικό Συμβούλιο της πόλης, το μόνο εκλεγμένο όργανο με καθολική ψηφοφορία. Αυτό γίνεται κυρίως με τη μεταβίβαση των περισσότερων ουσιαστικών αρμοδιοτήτων στα κλειστά και μη αντιπροσωπευτικά όργανα της Οικονομικής Επιτροπής και της Επιτροπής Ποιότητας Ζωής. Το Δημοτικό Συμβούλιο απογυμνώνεται έτσι από κάθε ουσιαστική αρμοδιότητα και καλείται απλά να επικυρώνει γραφειοκρατικές εισηγήσεις των υπηρεσιών, σε μια διαδικασία χαοτική και χωρίς ουσιαστική συζήτηση. Η όλη πολιτική αντιπαράθεση περιορίζεται στις «ανακοινώσεις» των επικεφαλής, σε μια διαδικασία δηλαδή καθαρά επικοινωνιακή και χωρίς συγκεκριμένη κατάληξη. Τέλος, τα ψηφίσματα και οι παρεμβάσεις των πολιτών, όποτε επιτρέπονται, περιορίζονται σε έναν συμβολικό ρόλο, χωρίς να δεσμεύουν ουσιαστικά την εκάστοτε διοίκηση. Η κατάσταση αυτή θα επιδεινωθεί με τον καλπονοθευτικό νόμο Βορίδη, ο οποίος, πέρα από κάθε λογική αναλογικότητας, θα χαρίζει το 60% των εδρών στην παράταξη του Δημάρχου, ανεξάρτητα από το ποσοστό που θα παίρνει αυτή στις εκλογές. 

Από την πλευρά μας, συνεχίζουμε να υποστηρίζουμε αταλάντευτα την απλή και ανόθευτη αναλογική, χωρίς ελάχιστο όριο, για την εκλογή του Δημοτικού Συμβουλίου. Ενάντια στο δημαρχιοκεντρικό μοντέλο, υποστηρίζουμε την εκλογή του/ης Δημάρχου από το ίδιο το Συμβούλιο. 

Ζητάμε την επιστροφή όλων των ουσιαστικών αρμοδιοτήτων από τις Επιτροπές στο Δημοτικό Συμβούλιο και ταυτόχρονα τον περιορισμό στο αναγκαίο των περιττών γραφειοκρατικών του αναθέσεων (έγκριση πρακτικών κοκ.). 

Τέλος, διεκδικούμε ένα Δημοτικό Συμβούλιο ανοιχτό στην κοινωνία και την αντιπολίτευση.  Σε αυτή την κατεύθυνση, καταθέτουμε συγκεκριμένες προτάσεις για την τροποποίηση του Κανονισμού Λειτουργίας:

  • Ημερήσια διάταξη (άρθρο 3): Για τη σύνταξη της ημερήσιας διάταξης, ο Πρόεδρος να συνεργάζεται με τους επικεφαλής των παρατάξεων και να περιλαμβάνει υποχρεωτικά τα θέματα που προτείνουν -πέρα από τις υπηρεσίες και τις Επιτροπές- (α) τουλάχιστον το ένα πέμπτο (1/5) των Δημοτικών Συμβούλων ή τρεις επικεφαλής παρατάξεων και (β) τουλάχιστον 25 δημότες/ισσες με τις υπογραφές τους (βλ. άρθρο 5). Στα θέματα αυτά, τις εισηγήσεις τις καταθέτουν αντίστοιχα αυτοί/ες που τα πρότειναν. 
  • Σε όλα τα θέματα να επιτρέπεται η κατάθεση διαφορετικών/εναλλακτικών εισηγήσεων από τα μέλη του Συμβουλίου. Κάθε εισηγητής/τρια να διαθέτει ισότιμο χρόνο. 

Κλείνοντας, γνωρίζουμε ότι είναι δύσκολο οι παραπάνω αλλαγές να αποκτήσουν ουσιαστικό περιεχόμενο και σημασία για την κοινωνία της πόλης, κάτω από διοικήσεις που θα συνεχίσουν να βρίσκονται στην απέναντι πλευρά, στην πλευρά των επιχειρηματικών συμφερόντων. Αυτό δεν μας εμποδίζει όμως να καταθέτουμε προτάσεις και διεκδικήσεις προς αυτή την κατεύθυνση. Πιστεύουμε ότι οι προτάσεις αυτές, προτάσεις αυτοοργάνωσης αλλά και ριζοσπαστικών θεσμικών αλλαγών, σε συνδυασμό πάντα με όλο το σκεπτικό και τις θέσεις που αναπτύχθηκαν στις 7 θεματικές του προγράμματός μας, μπορούν να ανοίξουν τον δρόμο σε μια πραγματική αλλαγή, μια αλλαγή που να ξεκινά από την κοινωνική βάση, τις γειτονιές, και να φτάνει στο επίπεδο της διοίκησης. Μια αλλαγή που θα φέρει πραγματικά την πόλη στα χέρια των κατοίκων της!