Εισαγωγικά: από τη σκοπιά των εργαζομένων
Το πεδίο της κοινωνικής παραγωγής είναι για εμάς δύσκολο -αλλά και κρίσιμο- κατά τη διατύπωση ενός ριζοσπαστικού δημοτικού προγράμματος. Η πρώτη, διαχρονική, δυσκολία ξεκινά από το γεγονός ότι τα ζητήματα της παραγωγής και της εργασίας καθορίζονται σε πολύ μικρό βαθμό από τις αρμοδιότητες του Δήμου, ειδικά μάλιστα ενός Δήμου χωρίς επαρκείς πόρους και αρμοδιότητες. Η δεύτερη, πιο άμεση, αφορά την κοινωνική και πολιτική συγκυρία: μετά από τρεις σχεδόν δεκαετίες νεοφιλελεύθερων πολιτικών και μετά από δέκα χρόνια συνεχόμενης κρίσης και διάλυσης των εργασιακών σχέσεων, με το εργατικό και τα υπόλοιπα κοινωνικά κινήματα να έχουν αναγκαστικά περιοριστεί σε θέσεις άμυνας, φαντάζει εξαιρετικά δύσκολο για ένα δημοτικό σχήμα να διατυπώσει ριζοσπαστικές διεκδικήσεις και προγραμματικές προτάσεις.
Παρόλα αυτά, εμείς ειδικά, δεν μπορούμε να το παρακάμψουμε. Από την ίδρυσή της, η «Πόλη Ανάποδα» αναφέρεται πρώτα και κύρια στον κόσμο της εργασίας –με έμφαση στους χώρους της εργασιακής επισφάλειας, τους άνεργους και τις άνεργες. Χωρίς δουλειά, χωρίς αξιοπρεπείς συνθήκες εργασίας, χωρίς επαρκή και δίκαια αμοιβή, καμία από τις άλλες προτάσεις και διεκδικήσεις μας, κανένα από τα υπόλοιπα πεδία του προγράμματός μας, δεν αρκούν για να βελτιώσουν καθοριστικά τη ζωή των ανθρώπων της πόλης μας. Ισχύει επίσης το αντίστροφο: η ποιότητα του δημόσιου χώρου στις γειτονιές, η μετακίνηση, η κοινωνική πολιτική του Δήμου, καθορίζουν κι αυτές με τη σειρά τους τη ζωή των εργαζομένων, εντείνοντας ή απαλύνοντας την ένταση της κοινωνικής και περιβαλλοντικής αδικίας που υφίστανται.
Ξεκινώντας λοιπόν, να ξεκαθαρίσουμε τη σκοπιά από την οποία τοποθετούμαστε στα παραπάνω ζητήματα: είναι η σκοπιά των εργαζομένων και των ανέργων, των δικών τους (μας) αναγκών, επιθυμιών και συμφερόντων. Γιατί, όπως επισημαίνουμε σε όλα τα πεδία του προγράμματός μας –κι εδώ ακόμα περισσότερο, όταν υπάρχουν αντικρουόμενα συμφέροντα, δεν υπάρχουν κοινές, αντικειμενικές λύσεις που δουλεύουν για το καλό όλων.
Δεν υιοθετούμε λοιπόν τη σκοπιά των συστημικών παρατάξεων για την «αναπτυξιακή προοπτική» της πόλης ή την «προσέλκυση επενδύσεων». Για λόγους τόσο κοινωνικής όσο και περιβαλλοντικής δικαιοσύνης, δεν είμαστε άκριτα με την απεριόριστη ανάπτυξη άνευ όρων. Αν, για παράδειγμα, επένδυση σημαίνει ιδιοποίηση δημόσιου χώρου, κατασκευή ξενοδοχείων ή εμπορικών κέντρων (ειδικά στο κέντρο της πόλης), περαιτέρω τουριστικοποίηση της πόλης, αφαίρεση δομημένου χώρου από τις ανάγκες της κατοικίας για βραχυχρόνια μίσθωση, ανεξέλεγκτη ανάπτυξη της εστίασης και των τραπεζοκαθισμάτων, τότε δεν έχουμε κανένα ενδοιασμό να σταθούμε εμπόδιο σε αυτού του είδους την ανάπτυξη. Ακόμα κι αν στο στάδιο της κατασκευής οι επενδύσεις φέρουν λίγες νέες θέσεις εργασίας (κάτι το οποίο δεν μπορούμε ποτέ να υποτιμάμε σε συνθήκες ανεργίας), σε τελευταία ανάλυση θα επιδεινώσουν τους όρους διαβίωσης για τη μεγάλη πλειονότητα των εργαζομένων, υποβαθμίζοντας την ποιότητα ζωής, αυξάνοντας τον χαμένο χρόνο κίνησης, ανεβάζοντας τα ενοίκια ή ακόμα καταστρέφοντας, με τον ανταγωνισμό ή την υποβάθμιση των όρων παραγωγής, άλλους κλάδους παραγωγής (πχ. τα μικρά μαγαζιά απέναντι στα εμπορικά κέντρα).
Το παραγωγικό τοπίο στη Θεσσαλονίκη: μια πόλη σε διαρκή κρίση
Η διαρκής αποβιομηχάνιση
Η Θεσσαλονίκη δεν περίμενε το ξέσπασμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης το 2008 για να μπει σε ένα καθεστώς κρίσης. Ήδη από τη δεκαετία του 1990, παράλληλα με τις κυρίαρχες αφηγήσεις για «Μητρόπολη των Βαλκανίων», η πόλη παρατηρούσε άπραγη τη διάλυση του παραγωγικού της ιστού. Το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο ιματισμός και η κλωστοϋφαντουργία: ένας κλάδος με μακραίωνη ιστορία στην πόλη -ήδη από την οθωμανική εποχή, όταν η Θεσσαλονίκη ήταν ένα ακμάζον παραγωγικό λιμάνι- κατάφερε να προσαρμοστεί στο πιο ασφυκτικό -οικονομικά και γεωπολιτικά- πλαίσιο της μεταπολεμικής Ελλάδας. Ακόμα και όταν τα ιστορικά εργοστάσια, όπως η Υφανέτ, παρήκμασαν και έκλεισαν, οι μικρές βιοτεχνίες επιβιώσαν ως και τις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα, αξιοποιώντας τη συσσωρευμένη τεχνογνωσία του εργατικού τους δυναμικού, αλλά και τις συνθήκες άτυπης δικτύωσης και συνεργασίας που εξασφάλιζε η συνύπαρξή τους μέσα στο αστικό περιβάλλον.
Η ανάπτυξη του κλάδου βασίστηκε στο πολύ καλής ποιότητας ελληνικό βαμβάκι (μεγάλο μέρος του οποίου παραγόταν στην περιοχή της Κ. Μακεδονίας), προσφέροντας τη δυνατότητα για μια καθετοποιημένη παραγωγή, από το χωράφι ως το ρούχο. Οι ιδιοκτήτες ωστόσο του κλάδου, στο μεγαλύτερο μέρος τους, δεν στάθηκαν ικανοί να αναδείξουν επώνυμα προϊόντα ή να κατοχυρώσουν την παράδοση της πόλης σε ορισμένα κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα, προτιμώντας στην πλειονότητά τους τις παραγγελίες φασόν από ξένες φίρμες.
Έτσι, τη δεκαετία του ’90, σε ένα περιβάλλον που διαμορφώθηκε από την είσοδο στην ΟΝΕ, την παγκοσμιοποίηση και τη χρηματιστικοποίηση της οικονομίας, ο κλάδος συρρικνώθηκε στα όρια της εξαφάνισης. Εκατοντάδες εταιρείες έκλεισαν ή μετέφεραν την παραγωγή τους σε άλλα κράτη, κυρίως τη γειτονική Βουλγαρία, αναζητώντας ακόμα φθηνότερη εργασία. Τις επόμενες δεκαετίες, ακόμα και τα τμήματα των τελικών επεξεργασιών που αρχικά είχαν παραμείνει στη χώρα και την πόλη, σταδιακά περιορίστηκαν, ενώ το σύνολο της παραγωγής μεταφέρθηκε ακόμα πιο πέρα από τα Βαλκάνια, σε χώρες με ακόμα μικρότερο κόστος (Κίνα κ.α.). Αντίστοιχη πορεία ακολούθησαν και μια σειρά ακόμα κραταιές βιομηχανίες της πόλης, από τα ελαστικά αυτοκινήτων και τα λιπάσματα ως το -σχετικά πρόσφατο- παράδειγμα της ΒΙΟΜΕ.
Καθοριστικό ρόλο σε αυτή την πορεία διάλυσης της παραγωγικής βάσης έπαιξαν οι ιδιωτικοποιήσεις δημόσιων επιχειρήσεων. Το σημαντικότερο και πιο τραγικό παράδειγμα εδώ είναι η ΕΛΒΟ: μια κραταιά βιομηχανία, με μεγάλο, εξειδικευμένο προσωπικό, συσσωρευμένη τεχνογνωσία και έναν μοναδικό, πανάκριβο εξοπλισμό, σταδιακά υποβαθμίστηκε, παροπλίστηκε, αποκλείστηκε από την αγορά και τελικά εκποιήθηκε σε ιδιώτες, για να καταλήξει σήμερα ουσιαστικά νεκρή. Χαρακτηριστικό της ποιότητας των ιδιωτικών «επενδύσεων», είναι ότι οι τελευταίοι ιδιώτες που την αγόρασαν έβγαλαν το κόστος της επένδυσης και σημαντικό κέρδος, πουλώντας μόνο ως σκραπ τα απομεινάρια της επιχείρησης. Οι εργαζόμενοι έχουν απορροφηθεί σε άλλες δημόσιες υπηρεσίες, υποβαθμιζόμενοι μισθολογικά, ηθικά κι εργασιακά, ενώ η πόλη έχασε μια πολύτιμη υποδομή. Η απόσυρση της ΕΛΒΟ για παράδειγμα από το σέρβις των λεωφορείων του ΟΑΣΘ, ήταν μία από τις βασικές αιτίες της παρακμής των δημόσιων συγκοινωνιών στην πόλη.
Σε αυτό το υπόβαθρο αποβιομηχάνισης, ιδιωτικοποιήσεων και αυξανόμενης ανεργίας, η οικονομική κρίση του 2008 και οι μνημονιακές πολιτικές της επόμενης δεκαετίες έδωσαν τη χαριστική βολή. Την περίοδο 2008-2015, η επίσημη ανεργία στη Θεσσαλονίκη φτάνει από το 8,6% στο 27%, ενώ στους νέους και τις νέες ξεπερνά κατά πολύ το 60%. Όπως και σε όλη τη χώρα, η ανεργία πλήττει περισσότερο τις γυναίκες. Ακόμα και μετά τη μείωση της ανεργίας τα τελευταία χρόνια, η οποία εξάλλου βασίστηκε κυρίως στη μαζική εξωτερική μετανάστευση, τη διεύρυνση του καθεστώτος ημιαπασχόλησης και την περαιτέρω ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων, η ανεργία παραμένει η βασική απειλή για την εργατική τάξη της πόλης. Σύμφωνα με στοιχεία που παρουσίασαν τα συνδικάτα το 2022, η πραγματική (όχι η δηλωμένη) ανεργία αγγίζει ξανά το 30%. Αυτή τη στιγμή, στην Κεντρική Μακεδονία υπάρχουν 175.000 άνθρωποι που αναζητούν επίσημα εργασία, με την πλειονότητα αυτών να βρίσκεται στη μητροπολιτική Θεσσαλονίκη.
Η εξαίρεση της τεχνολογίας
Η μόνη σημαντική παραγωγική δραστηριότητα της πόλης (πλην τουρισμού, βλ. παρακάτω), η οποία είχε μάλιστα σημαντική και συνεχή άνοδο τα τελευταία χρόνια, είναι ο τομέας της τεχνολογίας και ειδικά του λογισμικού. Πολλές νέες εταιρείες αναπτύχθηκαν φτάνοντας σε αξιοσημείωτα μεγέθη, ξένες πολυεθνικές επέλεξαν την πόλη για δημιουργία παραρτημάτων, ερευνητικά ιδρύματα (όπως το ΕΚΕΤΑ) διατηρούν εκατοντάδες εργαζόμενους/ες, ενώ πολλοί και πολλές ακόμα εργαζόμενοι/ες επιλέγουν να εργαστούν απομακρυσμένα για εταιρείες του εξωτερικού, μια συνθήκη που την καθιστά εφικτή ο συγκεκριμένος κλάδος. Αυτή τη στιγμή, ο συνολικός αριθμός των εργαζομένων στον κλάδο μπορεί να φτάνει τους 10.000, ενώ είναι ο μοναδικός μάλλον κλάδος που απορροφά σχετικά εύκολα νέους/ες εργαζόμενους/ες χωρίς προϋπηρεσία.
Ο κλάδος αυτός αναπτύχθηκε στη Θεσσαλονίκη λόγω της ύπαρξης των δύο δημόσιων πανεπιστημίων και του ΑΤΕΙ, τα οποία διαθέτουν αρκετά συναφή τμήματα με πάνω από 1000 απόφοιτους/ες το χρόνο και μεγάλο όγκο ερευνητικής δουλειάς. Το γεγονός αυτό υπενθυμίζει την κομβική σημασία του δημόσιου πανεπιστημίου γενικά, αλλά και ειδικά για την πόλη μας, κάτι που υποτιμάται συστηματικά από όλες τις δημοτικές αρχές ως σήμερα. Έτσι, οι εταιρείες του κλάδου έχουν τη δυνατότητα να βρίσκουν πολλούς/ες διαθέσιμους/ες νέους/ες εργαζόμενους κι εργαζόμενες με εξαιρετικό επίπεδο εκπαίδευσης. Ακόμα και αν οι συνθήκες είναι σχετικά καλύτερες από άλλους τομείς, οι εργαζόμενοι/ες εργάζονται σε συνθήκες και αμοιβές Ελλάδας, παράγοντας προϊόντα που πωλούνται με τιμές διεθνούς αγοράς, με αποτέλεσμα να διαμορφώνουν ένα υψηλό περιθώριο κερδοφορίας.
Τουριστικοποίηση και κτηματική φούσκα
Κατά τα άλλα, η μερική ανάταξη της οικονομίας από την κρίση του 2008 κι η επαναφορά της σε μια ανασφαλή κατάσταση αναιμικής ανάπτυξης, δεν βασίστηκε στην ανασυγκρότηση κάποιας πραγματικής παραγωγικής βάσης. Όπως και στο υπόλοιπο της χώρας, κινητήρια δύναμη της τοπικής ανάπτυξης θεωρήθηκε κι εδώ ο τουρισμός. Η αρχή έγινε επί διοίκησης Μπουτάρη, με αντιδήμαρχο τον σημερινό υποψήφιο Σπύρο Πέγκα. Η εσωτερική υποτίμηση της εργασίας, το άνοιγμα του λιμανιού στην κρουαζιέρα και μια σειρά επιτυχημένων επιχειρηματικών κινήσεων προβολής και συνεργασιών με χώρες όπως το Ισραήλ, οδήγησαν σε σημαντική αύξηση των αφίξεων και των διανυκτερεύσεων στην πόλη.
Η τουριστική ανάπτυξη έφερε σημαντικά κέρδη στην οικονομία της πόλης. Εξάλλου, μέσα στην ευρύτερη αλλαγή ατμόσφαιρας που σήμαινε για την πόλη η περίοδος Μπουτάρη, μετά την πολυετή κυριαρχία της τριάδας Παπαγεωργόπουλου – Ψωμιάδη – Άνθιμου, η τουριστική ανάπτυξη συνδέθηκε πολιτικά με ένα ορισμένο κλίμα εξωστρέφειας και προβάλλεται μέχρι σήμερα ως ένα από τα κύρια επιτεύγματα της διοίκησης Μπουτάρη.
Αυτή είναι όμως μόνο η μία όψη του νομίσματος. Η τουριστική ανάπτυξη δεν έχει μόνο οφέλη, αλλά και κόστη. Φυσικά, είναι δύσκολο να βγάλουμε το τελικό ισοζύγιο. Το σημαντικό όμως δεν είναι αυτό, αλλά η ανισότητα, η περιβαλλοντική και κοινωνική αδικία: άλλες τάξεις και ομάδες ωφελήθηκαν και ωφελούνται από τον τουρισμό, άλλες καλούνται να πληρώσουν το κόστος. Ας μείνουμε σε λίγα κομβικά παραδείγματα: την υποβάθμιση του δημόσιου χώρου, τον κυκλοφοριακό φόρτο, τη διαχείριση των απορριμμάτων και -κυρίως- τη στεγαστική κρίση.
Όπως αναδεικνύεται και στην 1η θεματική του προγράμματός μας (δημόσιος χώρος), η βιομηχανία της εστίασης στην πόλη, μεγάλο μέρος της οποίας συνδέεται με τον τουρισμό, έχει καταχραστεί μεγάλο μέρος του δημόσιου χώρου για κερδοσκοπία, πολύ παραπάνω από τα ήδη ευρεία όρια του νόμου. Με αυτόν τον τρόπο ιδιοποιείται -σε μεγάλο βαθμό δωρεάν- ένα κοινό αγαθό, υποβαθμίζει την αισθητική της πόλης και, πάνω από όλα, περιορίζει την κινητικότητα για πεζούς και ΑμεΑ, συμβάλλοντας στο κυκλοφοριακό ζήτημα και τον κοινωνικό αποκλεισμό. Στο κυκλοφοριακό χάος της πόλης εξάλλου σημαντική συμβολή έχουν και τα οχήματα των τουριστών, ιδιωτικά ή λεωφορεία, ενώ τα εκατοντάδες ξενοδοχεία του κέντρου καταλαμβάνουν κατά προτεραιότητα πολλές από τις λιγοστές θέσεις πάρκινγκ.
Τρίτο, ο τουρισμός στην πόλη (και ακόμα περισσότερο στην επαρχία) καταναλώνει δυσανάλογα πολλούς πόρους σε σχέση με τους μόνιμους κατοίκους (πχ. σε νερό) και παράγει έναν τεράστιο όγκο απορριμμάτων, αποτελούμενο κυρίως από συσκευασίες μιας χρήσης. Ακόμα κι αν οι υπηρεσίες του Δήμου επαρκούσαν για τη διαχείριση των απορριμμάτων σε κανονικές συνθήκες -κάτι που στη Θεσσαλονίκη δεν ισχύει- είναι φανερό ότι θα χρειαζόταν πολλά περισσότερα μέσα κι εργασία για τη διαχείριση του τουριστικού φορτίου. Έτσι, ακόμα κι αν το καλοκαίρι οι μόνιμοι κάτοικοι της πόλης μειώνονται (κάτι που δυστυχώς ισχύει όλο και λιγότερο λόγω της διαρκούς φτωχοποίησης), βλέπουμε τα βουνά των σκουπιδιών στις γειτονιές να μεγαλώνουν. Η προτεραιοποίηση μάλιστα των τουριστικών περιοχών της πόλης αφήνει τις περιφερειακές γειτονιές, όπως την Ξηροκρήνη, την Αγία Αικατερίνη ή το 5ο Διαμέρισμα, σε ακόμα χειρότερη κατάσταση, ακόμα κι αν οι ίδιες δεν έχουν ιδιαίτερο τουρισμό. Αυτή η μεταφορά του κόστους εκτός είναι μια χαρακτηριστική περίπτωση της περιβαλλοντικής και κοινωνικής αδικίας που συνδέεται με την τουριστική ανάπτυξη: άλλος ωφελείται, άλλος πληρώνει.
Το κυριότερο παράδειγμα ωστόσο αυτής της αδικίας είναι η στεγαστική κρίση. Η ανάπτυξη του τουρισμού στην πόλη ήταν η βασική αιτία που τροφοδότησε μια στεγαστική φούσκα, σε δύο δόσεις μάλιστα: μια πριν την κρίση του 2008 και μία αμέσως μετά, ως τις ημέρες μας. Σύμφωνα με τα στοιχεία της πλατφόρμας Inside AirBnB (13/08/2023), 3.714 ακίνητα της πόλης -3.613 από τα οποία αποτελούν κανονικές, αυτόνομες κατοικίες- αφιερώνονται στη βραχυχρόνια μίσθωση. Με μέση τιμή τα 98 ευρώ/βραδιά και μέσο όρο ενοικίασης τις 66 βραδιές το χρόνο, αποδίδουν στους ιδιοκτήτες τους (το 64% των οποίων διαθέτουν πάνω από μια εκμετάλλευση) πάνω από 4.000 ευρώ το χρόνο και ωθούν έτσι προς τα πάνω και τα ενοίκια των μακροχρόνιων μισθώσεων.
Η πιο γλαφυρή ίσως απεικόνιση των μεταβάσεων της πόλης μας είναι η μαζική μετατροπή των παλιών, εγκαταλελειμμένων βιοτεχνικών χώρων του ιματισμού σε ενοικιαζόμενα δωμάτια, αλλάζοντας τον χαρακτήρα ολόκληρων περιοχών. Ειδικά στην περιοχή της Φράγκων, τον παλιό Φραγκομαχαλά της πόλης, η μετάβαση αυτή είναι ήδη εστία εντάσεων, αφού τα προηγούμενα χρόνια πολλοί από τους παλιούς βιοτεχνικούς χώρους είχαν μετατραπεί σε στούντιο, προβάδικα, αίθουσες χορού κοκ., προσφέροντας μια οικονομική διέξοδο σε ομάδες καλλιτεχνών, σε μια πόλη με ασφυκτική έλλειψη χώρων πολιτισμού. Οι διαρκώς αυξανόμενοι ιδιοκτήτες ανακαινισμένων AirBnB διαμερισμάτων, με τη διαρκώς αυξανόμενη οικονομική ισχύ τους, απαιτούν τελείως διαφορετικούς όρους συμβίωσης σε μια περιοχή που ποτέ δεν ήταν ζώνη κατοικίας, προσπαθώντας έτσι να διώξουν τις υπόλοιπες χρήσεις, είτε άμεσα, είτε έμμεσα, μέσω της αύξησης των ενοικίων.
Το AirBnB είναι όμως μόνο η κορυφή του παγόβουνου. Τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότερα ακίνητα της πόλης μετατρέπονται σε τουριστικά καταλύματα διαφόρων τύπων. Μόνο τα 5άστερα ξενοδοχεία ξεπέρασαν το 2022 τις 5.000 κλίνες, με πολλά νέα πρότζεκτ να βρίσκονται σε στάδιο ανάπτυξης. Δεκάδες ή και εκατοντάδες κτίρια της πόλης, αλλάζουν χρήση. Τελευταίο παράδειγμα η παλιά κατάληψη «Terra Incognita», την οποία, μετά τη βίαιη εκκένωση πριν από λίγα χρόνια, πρόσφατα οι αρχές του πανεπιστημίου την παραχώρησαν για τη δημιουργία ενός ακόμα boutique hotel, αδιαφορώντας για το οξύτατο πρόβλημα στέγασης που αντιμετωπίζουν οι φοιτητές/τριες της πόλης.
Τις χειρότερες όμως επιπτώσεις στην πόλη δεν τις φέρνει η αλλαγή χρήσης υφιστάμενων κτιρίων, αλλά η οικοδόμηση των ελάχιστων ελεύθερων χώρων που έχουν απομείνει. Κάθε σχεδόν μεγάλο πρότζεκτ οικοδόμησης αφορά τον τουρισμό. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα η ΔΕΘ, όπου η επιτόπου ανάπλαση συνοδεύεται με την οικοδόμηση ενός 10όροφου ξενοδοχείου, εκτός κάθε επιτρεπόμενης κλίμακας που ισχύει ήδη στην περιοχή. Όπως αναφέρεται αναλυτικά στην αντίστοιχη θεματική, το σχεδιαζόμενο ξενοδοχείο, μαζί με το εμπορικό και το συνεδριακό κέντρο, αποτελούν μάλλον τα βασικά κίνητρα για την επιλογή της επιτόπου ανάπλασης. Καθώς μάλιστα είναι τα κομμάτια που θα δοθούν άμεσα σε ιδιώτη στο πλαίσιο της σχεδιαζόμενης ΣΔΙΤ, είναι υπαρκτός ο κίνδυνος να διαχωριστούν σταδιακά από το όλο πρότζεκτ, το οποίο χρηματοδοτικά καρκινοβατεί, και να ολοκληρωθούν διακριτά και νωρίτερα (ή και τελικά να γίνουν μόνο αυτά).
Άλλο εμβληματικό παράδειγμα είναι το οικόπεδο ιδιοκτησίας της Εκκλησίας στη διασταύρωση Εθνικής Αμύνης με Τσιμισκή. Ως το 2006 ήταν δεσμευμένο για την κατασκευή σχολείου, επείγουσα ανάγκης της περιοχής ως σήμερα. Σταδιακά, με την ευθύνη όλων των διοικήσεων ως σήμερα, ο χαρακτηρισμός και η δέσμευση άρθηκαν, δόθηκαν υπερβολικοί όροι δόμησης κατά παρέκκλιση κάθε κανόνα που ισχύει στο σημείο και τελικά πρόσφατα η Εκκλησία το παραχώρησε σε διεθνή εταιρεία ξενοδοχείων, για την κατασκευή μιας νέας 5αστερης μονάδας. Και τα δύο παραδείγματα, τα οποία φυσικά δεν είναι τα μόνα, υποδεικνύουν τους πολλαπλούς τρόπους με τους οποίους η απεριόριστη ανάπτυξη του τουρισμού ανταγωνίζεται τις ανάγκες των κατοίκων της πόλης.
Τελικά, η τουριστική ανάπτυξη, για την οποία επαίρονται όλες οι προηγούμενες αρχές και τη συνέχιση της οποίας υπόσχονται όλοι οι συστημικοί διεκδικητές του δημαρχιακού θώκου, δεν αποτελεί κάποια ιδιαίτερη εξαίρεση ή κατόρθωμα για την πόλη, αλλά ακολούθησε τη γενική τάση που χαρακτήρισε το σύνολο της οικονομίας της χώρας κατά τις τελευταίες δεκαετίες: η υποβάθμιση της παραγωγικής βάσης, η εσωτερική υποτίμηση και το φτήνεμα της εργασίας, η απουσία περιορισμών και ελέγχων, η αλόγιστη επιδότηση των τουριστικών επιχειρήσεων με δημόσιο χρήμα, ώθησαν μικρό και μεγάλο κεφάλαιο στην εύκολη λύση του τουρισμού.
Οι περιβαλλοντικές και κοινωνικές συνέπειες αυτής της πολιτικής είναι πια φανερές, από τις παράνομα ιδιοποιημένες παραλίες ως τα κατειλημμένα πεζοδρόμια και από τα διαλυμένα σώματα των εργαζομένων της σεζόν ως την ασφυξία των άλλων κλάδων της οικονομίας, λόγω της μονοπώλησης των πόρων από τον αδηφάγο τουρισμό. Η κρίση εξάλλου της πανδημίας, όπως πιο πριν η κρίση του 2008, έδειξε ότι μια οικονομία μονομερώς εστιασμένη στον τουρισμό είναι εξαιρετικά ευάλωτη. Αυτό που την έσωσε από την κατάρρευση ήταν πάλι το άφθονο κρατικό χρήμα που δόθηκε ως επιδότηση στις τουριστικές επιχειρήσεις και έχει οδηγήσει σε νέα, ανησυχητική εκτόξευση του δημοσίου χρέους.
Πολύμορφοι εργατικοί αγώνες και ταξική αλληλεγγύη
Όλη η περίοδος της μακράς κρίσης της πόλης μας, όπως αδρά περιγράφηκε παραπάνω, συνοδεύτηκε από ισχυρές, και κάποιες φορές νικηφόρες, εργατικές αντιστάσεις. Ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’90 ως και το ξέσπασμα της κρίσης, καταγράφουμε σημαντικούς αγώνες ενάντια στο κλείσιμο εργοστασίων (Goodyear, Λιπάσματα κα.), αλλά και τη συμμετοχή των εργαζομένων της πόλης στα μεγάλα κινήματα της εποχής, από τις απεργίες ενάντια στον περιορισμό των ασφαλιστικών δικαιωμάτων στις αρχές του ’00, ως το κίνημα ενάντια στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση. Από το 2010 και μετά, τα εργατικά κινήματα μπαίνουν στην περίοδο του αντιμνημονιακού αγώνα, με τις μεγάλες απεργίες και το ορόσημο των Πλατειών.
Από την ίδρυσή της ως σήμερα, η Πόλη Ανάποδα έχει σταθεί δίπλα σε σημαντικούς εργατικούς αγώνες της πόλης, επιχειρώντας, όπου αυτό ήταν εφικτό, να μεταφέρει τα αιτήματά τους και μέσα στο Δημοτικό Συμβούλιο. Ξεχωρίζοντας κάποιους από αυτούς, μπορούμε να αναφέρουμε την απεργία στη ΣΙΔΕΝΟΡ και του ΟΤΕ, τις κινητοποιήσεις των εργαζομένων στο λιμάνι της πόλης (ΟΛΘ) και τη διαρκή μας στήριξη στο κίνημα για το δημόσιο νερό, σε στενή συνεργασία με το Σωματείο Εργαζομένων στην ΕΥΑΘ. Στηρίξαμε την κινητοποίηση των εμποροϋπαλλήλων για την υπεράσπιση της κυριακάτικης αργίας, ένα ζήτημα και με μεγάλη τοπική σημασία. Εμπνευστήκαμε και υπερασπιστήκαμε, από την πρώτη στιγμή ως και σήμερα που απειλείται ξανά με έξωση, το κατειλημμένο κι αυτοοργανωμένο εργοστάσιο της ΒΙΟ.ΜΕ., ένα παράδειγμα μοναδικό για τη χώρα και με διεθνή εμβέλεια, για το οποίο είμαστε περήφανοι και περήφανες ως κάτοικοι αυτής της πόλης.
Τον τελευταίο χρόνο, σταθήκαμε δίπλα στον αγώνα των εργαζομένων στην Μαλαματίνα, ενάντια στις άδικες απολύσεις. Ξεχωριστή σημασία είχε επίσης ο πρόσφατος αγώνας των διανομέων, ο οποίος σε μια δύσκολη συγκυρία αναπτέρωσε το ηθικό της εργατικής τάξης της χώρας. Η περίοδος της πανδημίας σημαδεύτηκε από συνεχείς κινητοποιήσεις των εργαζομένων στο ΕΣΥ, στο πλευρό των οποίων βρεθήκαμε κι εμείς. Από την ίδια περίοδο, αξίζει επίσης να αναφέρουμε τις κινητοποιήσεις των εργαζομένων στον πολιτισμό (artworkers). Στον ίδιο χώρο σημειώθηκαν πρόσφατα οι κινητοποιήσεις των σπουδαστών και αποφοίτων των δραματικών σχολών, για τις οποίες το Δημοτικό Συμβούλιο στήριξε σχετικό ψήφισμα μετά από πρωτοβουλία της Πόλης Ανάποδα.
Με τα λίγα αυτά παραδείγματα, θέλουμε να τονίσουμε ότι η ταξική αλληλεγγύη και η ολόπλευρη πολιτική, ηθική και υλική στήριξη των εργατικών αγώνων, βρίσκονται στον πυρήνα του σχήματος και του προγράμματός μας, ενώ θα έπρεπε να αποτελούν και την αυτονόητη προτεραιότητα μιας δημοτικής αρχής που υπηρετεί τις πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας της πόλης μας. Άλλωστε, κανένα σημείο του προγράμματός μας δεν μπορεί να υλοποιηθεί, από καμία διοίκηση, χωρίς την κριτική μα ενεργή στήριξη, την αμφίδρομη σχέση με τους εργαζόμενους και τις εργαζόμενες της πόλης και ειδικότερα του αντίστοιχου πεδίου.
Κατευθύνσεις για τον παραγωγικό μετασχηματισμό της πόλης
Μετά από 15 χρόνια κρίσης και ακραίων νεοφιλελεύθερων επιθέσεων, και παρά τις όποιες αντιστάσεις, αυτή τη στιγμή το εργατικό κίνημα της πόλης βρίσκεται ακόμα σε υποχώρηση. Ακόμα λοιπόν κι αν μπορούσαμε να καταθέσουμε ένα πλήρες πλάνο παραγωγικού μετασχηματισμού της πόλης και της χώρας, αυτό θα έμενε στον αέρα, χωρίς υλική βάση αναφορά. Σε αυτή τη συνθήκη, δεν μπορούμε παρά να περιοριστούμε στη διατύπωση ορισμένων αποσπασματικών προτάσεων, οι οποίες, χωρίς να έχουμε την αυταπάτη ότι μπορούν να αλλάξουν άρδην τις συνθήκες για τους εργαζόμενους και τις εργαζόμενες της πόλης, θα υποδεικνύουν ορισμένες πιθανές παραγωγικές διεξόδους. Οι προτάσεις αυτές οφείλουν να διέπονται από ορισμένες αρχές.
Γενικές αρχές
Πρώτα από όλα, όπως ξεκαθαρίστηκε από την αρχή, οι προτάσεις αυτές δεν τίθενται από τη σκοπιά μιας γενικόλογης «αναπτυξιακής προοπτικής», χωρίς όρους και προϋποθέσεις, αλλά από τη συγκεκριμένη σκοπιά των συμφερόντων και των αναγκών των εργαζομένων της πόλης. Αυτό σημαίνει ότι θέτουν σε προτεραιότητα τον σεβασμό των εργασιακών δικαιωμάτων, την εργασιακή αξιοπρέπεια, τη σωματική και ψυχική υγεία των εργαζομένων, τη δίκαιη αμοιβή (για τον ορισμό της οποίας ο ονομαστικός μισθός θα πρέπει να εξετάζεται σε συνδυασμό με το πραγματικό κόστος ζωής και τον κοινωνικό μισθό, δύο ζητήματα που αφορούν πιο άμεσα τη δημοτική πολιτική).
Δεύτερο, πρέπει να θέτουν πάντα στο επίκεντρο το ίδιο το δικαίωμα στην εργασία, και άρα την καταπολέμηση της ανεργίας, της χειρότερης μορφής βίας, απαξίωσης και στέρησης δικαιωμάτων που μπορεί να υποστεί ένας εργαζόμενος ή -πιο συχνά- μια εργαζόμενη.
Τρίτο, να έχουν στον πυρήνα τους την πάλη ενάντια σε άλλες μορφές εργασιακού και κοινωνικού αποκλεισμού και διακρίσεων, όπως οι έμφυλες ή οι ρατσιστικές: δεν μπορούμε να αγνοούμε για παράδειγμα ότι το καθεστώς ομηρίας στο οποίο υποβάλλονται οι μετανάστες/τριες εργαζόμενοι/ες, οι οποίοι/ες βρίσκονται στον πυρήνα της εργατικής τάξης της χώρας, πλήττει τα δικαιώματα και τον μισθό όχι μόνο για τους ίδιους, αλλά για όλους και όλες μας.
Τέταρτο, οποιαδήποτε συζήτηση για την παραγωγή σήμερα δεν μπορεί να γίνεται αποκομμένη από το μεγάλο ζήτημα της εποχής μας, την περιβαλλοντική και κλιματική κρίση. Δεν γίνεται, όπως κάνουν συστηματικά στα προγράμματά τους οι κυρίαρχες παρατάξεις, η πράσινη διάσταση της πολιτικής να περιορίζεται στα δέντρα (κι ακόμα πιο συχνά στα ωραία λόγια) και κατά τα άλλα να ζητάμε γενικά «αστική ανάπτυξη», δηλαδή διευρυμένη αναπαραγωγή του ίδιου μοντέλου που οδηγεί το αστικό περιβάλλον σε τέτοια ακραία υποβάθμιση.
Πέμπτο, για λόγους τόσο κοινωνικής όσο και περιβαλλοντικής δικαιοσύνης, κάθε αστική πολιτική ανάπτυξης θα πρέπει να ξεκινά από το ζήτημα της αποκέντρωσης, το οποίο, ενώ θεωρούταν κάποτε κομβικό για κάθε προοδευτική πολιτική, σήμερα έχει σχεδόν ξεχαστεί. Στην Ελλάδα για παράδειγμα, περισσότερο από το 50% του πληθυσμού ζει στο 3% της επιφάνειας της χώρας, δηλαδή στα δύο μεγάλα αστικά κέντρα, την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Ακόμα κι αν το βάρος της πάλης για την αποκέντρωση πέφτει κυρίως στην απίστευτα υδροκέφαλη πρωτεύουσα, κάθε παραγωγική πολιτική για τη Θεσσαλονίκη θα πρέπει να έχει την έγνοια μιας όσο το δυνατόν πιο ισορροπημένης σχέσης με την ύπαιθρο και ιδιαίτερα με τις γύρω περιοχές της Κεντρικής Μακεδονίας.
Όπως άλλωστε τονίστηκε ήδη και στην 1η Θεματική για το δημόσιο χώρο, το σωστό επίπεδο συνολικής αντιμετώπισης της μητροπολιτικής Θεσσαλονίκης, όπως ήδη κατοχυρώθηκε από τα αρχικά Ρυθμιστικά Σχέδια της πόλης, περιλαμβάνει όχι μόνο το πολεοδομικό συγκρότημα, αλλά και ολόκληρο τον Νομό Θεσσαλονίκης, καθώς και τμήματα των όμορων νομών της Χαλκιδικής, του Κιλκίς και της Ημαθίας. Ο λόγος είναι ακριβώς ότι οι παραγωγικές διαδικασίες σε όλη αυτή την έκταση είναι αλληλένδετες και δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν διακριτά (πχ. τουρισμός σε Χαλκιδική και Θεσσαλονίκη, αγροτική παραγωγή και μεταποίηση, μεταφορές κα). Στο επίπεδο των γενικών αρχών μιας δημοτικής πολιτικής, αποκέντρωση σημαίνει ότι η Θεσσαλονίκη θα πρέπει να πάψει να απομυζά πόρους και ανθρώπους από τη γύρω έκταση, να φροντίζει για τη δική τους επιβίωση και να μοιράζεται τα πλεονεκτήματα που έχει ως αστικό κέντρο.
Έκτο, κι ίσως πιο σημαντικό: για εμάς, κάθε πρόταση και διεκδίκηση στο παραγωγικό κι εργασιακό πεδίο, πέρα από τη βελτίωση των όρων διαβίωσης στο σήμερα, θα πρέπει να ανοίγει την προοπτική της απελευθέρωσης των εργαζομένων από τα δεσμά της εκμετάλλευσης. Ακόμα κι αν αυτός ο στόχος προφανώς περνά πέρα από τον ορίζοντα μιας δημοτικής πολιτικής, μπορεί να φωτίσει τις προτάσεις μας για το σήμερα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η υποστήριξή μας στις ανακτημένες επιχειρήσεις, όπως η ΒΙΟΜΕ. Σε αυτό το πνεύμα, κεντρικό ρόλο στο πρόγραμμά μας έχει η υποστήριξη όλων των συνεργατικών εγχειρημάτων και γενικότερα της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας, στο βαθμό που αυτή ανταγωνίζεται τα κυρίαρχα καπιταλιστικά πρότυπα.
Συνεταιρισμοί, κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία
Η κρίση του συστήματος δημιουργεί τεράστιο κενό κοινωνικής παραγωγής και αναπαραγωγής (με την επιστημονική έννοια του κοινωνικού, που περιλαμβάνει το οικονομικό, πολιτικό και ιδεολογικό-πολιτισμικό επίπεδο). Σ’ αυτό το κενό, οι εκτοπιζόμενοι από την κρίση πολίτες συναντώνται, αυτοοργανώνονται αμεσοδημοκρατικά χωρίς ανάθεση της διαχείρισης σε άλλους, δημιουργούν δικούς τους θεσμούς (αυτοθέσμιση) χωρίς εξαρτήσεις από κράτος – ιδιωτικές εταιρείες – κόμματα, δημιουργούν νέες κοινωνικές σχέσεις στον αντίποδα των καπιταλιστικών σχέσεων εξάρτησης – αποξένωσης – εκμετάλλευσης, διαχειρίζονται συνεργατικά (αυτοδιαχείριση) και αειφορικά τα κοινά αγαθά, δίνουν έμφαση στην τοπικότητα συμβάλλοντας στην κοινοτική αντίληψη, απομεγέθυνση, ενίσχυση του πρωτογενούς τομέα, αντιμετώπιση της ανεργίας και προστασία του περιβάλλοντος.
Αυτή είναι η κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία (Κ.ΑΛ.Ο.). Όχι ένα εγχείρημα φιλανθρωπίας ή ελεημοσύνης (ο ελεήμων και φιλάνθρωπος ισχυρός, που από τα πάνω βοηθάει τους αδύναμους), αλλά ένα κίνημα αντίστασης στην κοινωνική καταστροφή, κοινωνικής αλληλεγγύης και δημιουργίας (ισότιμα, από τα κάτω, με δράση από κοινού).
Εδώ γεννιέται η εναλλακτική. Όχι σαν ένα όραμα μιας καλύτερης ζωής στο απώτερο μέλλον, αλλά εδώ και τώρα, από εμάς και από τα κάτω. Οικοδομείται από τώρα μια κοινωνία των αναγκών και όχι των εμπορευμάτων, με γνώμονα τον άνθρωπο και όχι τα κέρδη, ένας κόσμος απαλλαγμένος από τον αυτοσκοπό της συσσώρευσης χρήματος.
Ένας κόσμος υπαρκτός
Υπάρχει τέτοιος κόσμος; Υπάρχει. Σ’ όλο τον πλανήτη, πάνω από ένα δισεκατομμύριο άνθρωποι συμμετέχουν σ’ αυτόν. Κι ενώ η κρίση πλήττει τις καπιταλιστικές επιχειρήσεις, τα συνεργατικά εγχειρήματα παντού αναπτύσσονται. Στην Ελλάδα υπάρχουν περισσότερες από 2.500 τέτοιες συλλογικότητες που δραστηριοποιούνται σε πολλούς τομείς.
Τα συνεργατικά εγχειρήματα δεν είναι απομονωμένα. Δικτυώνονται τόσο τοπικά – περιφερειακά (πχ Ένωση φορέων ΚΑΛΟ Κεντρικής Μακεδονίας), όσο σε επίπεδο χώρας και σε διεθνές επίπεδο. Πρόκειται για έναν κόσμο, που δεν είναι απλά εφικτός και αναγκαίος, αλλά και υπαρκτός. Έναν κόσμο, που ενώ γύρω γκρεμίζονται τα θεμέλια του παρελθόντος, αυτός ποτίζει τα λουλούδια που φυτρώνουν στα συντρίμμια [1].
Είναι απόλυτα απαραίτητο να ξεκαθαριστεί ότι κάθε ονομαζόμενος συνεταιρισμός δεν σημαίνει ότι αυτόματα ανήκει στην κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία. Οι συνεταιρισμοί «έχουν αξία μόνον εφόσον είναι ανεξάρτητο δημιούργημα των εργαζομένων και δεν προστατεύονται ούτε από τις κυβερνήσεις ούτε από τους αστούς». Γιατί «το ότι οι εργαζόμενοι θέλουν να δημιουργήσουν τους όρους της συνεργατικής παραγωγής σε μια κοινωνική κλίμακα και πρώτα απ’ όλα σε εθνική κλίμακα, στη χώρα τους, σημαίνει μόνο ότι αυτοί εργάζονται να ανατρέψουν τους σημερινούς όρους της παραγωγής και αυτό δεν έχει καμία σχέση με τη δημιουργία συνεταιρισμών με τη βοήθεια του κράτους». Ακόμα, «αν οι υλικοί όροι της παραγωγής αποτελούν συνεργατική ιδιοκτησία των ίδιων των εργαζομένων, τότε και ο τρόπος διανομής των μέσων κατανάλωσης θα είναι διαφορετικός από το σημερινό» [2].
Υπάρχει λοιπόν «μια ακόμα μεγαλύτερη νίκη της πολιτικής οικονομίας της εργασίας επί της πολιτικής οικονομίας της ιδιοκτησίας. Μιλάμε για το συνεργατικό κίνημα» [3], που θα πρέπει να ομολογήσουμε ότι παρουσιάζει ένα φοβερό πρόβλημα, που εντοπίστηκε εδώ και 1,5 αιώνα περίπου, ότι «οι συνεταιρισμοί των εργαζομένων μπορούσαν να διαχειρίζονται καταστήματα, μύλους και σχεδόν κάθε είδους δραστηριότητα με επιτυχία και αμέσως βελτίωναν τις συνθήκες ζωής των ανθρώπων. Αλλά δεν άφηναν μια διακριτή θέση για αφεντικά. Τρομερό!» [4].
Στον δρόμο για μια δίκαιη και αλληλέγγυα οργάνωση της κοινωνίας «σαν μεταβατικό μέτρο πρώτα-πρώτα οι συνεταιρισμοί (καταναλωτικοί και παραγωγικοί), έδωσαν μια έμπρακτη απόδειξη πως τόσο ο έμπορος, όσο και ο εργοστασιάρχης είναι πρόσωπα που κάλλιστα μπορούν να λείψουν» [5].
H συνεταιριστική εργασία
Η φύση της εργασίας σε ένα συνεταιρισμό είναι ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της κοινωνικής του ταυτότητας. Όπως ένας συνεταιρισμός έχει διπλή φύση, οικονομική και κοινωνική, έτσι και η εργασία σε αυτόν δεν είναι απλά ένα οικονομικό του χαρακτηριστικό, αλλά και κοινωνικό.
Μια σημαντική βάση για την κατανόηση της φύσης της εργασίας σ’ ένα συνεταιρισμό είναι τα σχετικά πρότυπα και οι αρχές της Διεθνούς Συνεταιριστικής Συμμαχίας (ICA). Η εργασία στο συνεταιρισμό, σύμφωνα με την ICA, δεν είναι ούτε μισθωτή εργασία, ούτε αυτοαπασχόληση.
Για το διεθνές συνεταιριστικό κίνημα, δεν μπορεί να υπάρχουν ούτε αφεντικά ούτε υπάλληλοι και άρα, δεν μπορεί να υφίσταται η σχέση «αφεντικά – μισθωτοί» σε ένα συνεταιρισμό ΚΑΛΟ. Το είδος της ασφαλιστικής κάλυψης των εργαζόμενων μελών του συνεταιρισμού είναι ανεξάρτητο από το είδος της εργασίας στο συνεταιρισμό και δεν το καθορίζει. Η αναγκαιότητα για ασφαλιστική κάλυψη (για σύνταξη, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη κλπ) των εργαζόμενων μελών ενός συνεταιρισμού, που οδηγεί, για παράδειγμα, στην ένταξη στο καθεστώς του «ΙΚΑ», δεν σημαίνει και την αποδοχή και καθιέρωση από τον συνεταιρισμό της έννοιας του μισθού και άρα του όρου «μισθωτός», δηλαδή, την ύπαρξη εξαρτημένης μισθωτής εργασίας, και άρα την ύπαρξη αφεντικών και υπαλλήλων.
Ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με το σύστημα της μισθωτής εργασίας. «Το κεφάλαιο προϋποθέτει τη μισθωτή εργασία, η μισθωτή εργασία προϋποθέτει το κεφάλαιο. Το ένα προϋποθέτει το άλλο, το ένα παράγει το άλλο» [6]. «Κατά συνέπεια, το να θέλει κανείς ν’ αφήσει τη μισθωτή εργασία να υπάρχει και ταυτόχρονα να καταργήσει το κεφάλαιο είναι ένα αίτημα αυτοαναιρούμενο, που δεν μπορεί να σταθεί» [7].
Ένα θεμελιώδες χαρακτηριστικό του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής είναι η ιεραρχική και αντιδημοκρατική οργάνωση τόσο των ιδιωτικών όσο και των κρατικών επιχειρήσεων. Οι εργαζόμενοι μισθωτοί σε αυτές, δεν έχουν κανένα λόγο για κανένα ζήτημα. Οι αποφάσεις λαμβάνονται πάντα «από τους επάνω». Αυτό το χαρακτηριστικό στο οικονομικό επίπεδο, επιδρά στο πολιτικό και ιδεολογικό εποικοδόμημα, «εκπαιδεύοντας» τους εργαζόμενους και τους πολίτες στο να θεωρούν ότι η αποτελεσματικότητα σε όλα τα επίπεδα της κοινωνίας συνδέεται υποχρεωτικά με την ανάθεση των αποφάσεων και των επιλογών σε κάποιους «από πάνω».
Στον αντίποδα, βρίσκεται ο συνεταιρισμός, όπου η δημοκρατική οργάνωσή του (αποφάσεις από τη γενική συνέλευση όλων των μελών, ένα άτομο–μία ψήφος κλπ) στο οικονομικό επίπεδο, επιδρά στο πολιτικό και ιδεολογικό εποικοδόμημα, εκπαιδεύοντας τους εργαζόμενους και τους πολίτες στη δημοκρατία, στην ενεργό συμμετοχή και στη λήψη των αποφάσεων και των επιλογών και τελικά, στη διακυβέρνηση «από τα κάτω».
«Η συνεταιριστική επιχείρηση είναι το κλειδί, η αποφασιστική εναλλακτική απέναντι σε μια παραδοσιακή καπιταλιστική επιχείρηση ..… Ο λόγος για τον οποίο ενδιαφερόμαστε για τη μετάβαση από μια ιεραρχική καπιταλιστική οργάνωση των επιχειρήσεων σε μια ριζοσπαστικά διαφορετική συνεταιριστική ή δημοκρατική οργάνωση, είναι απλός: Πιστεύουμε ότι πλέον έχει τελειώσει η ιστορική χρησιμότητα της καπιταλιστικής οργάνωσης της παραγωγής. Πλέον δεν είναι ικανή [η οργάνωση αυτή] να παρέχει αγαθά. Παρέχει κέρδη και ευημερία μόνο σε μια μικρή μερίδα του πληθυσμού και μόνο τα “αρνητικά” στην πλειονότητα» [8].
Οι εργαζόμενοι συμμετέχοντας ισότιμα στον συνεταιρισμό μετατρέπουν τα μέσα παραγωγής πλούτου σε συνεταιριστική ιδιοκτησία και έτσι, καταργούν τον ίδιο τους τον εαυτό ως μισθωτούς εργαζόμενους, και καθίστανται κατ’ αρχήν στο οικονομικό επίπεδο «ελεύθεροι συνεταιρισμένοι παραγωγοί».
Όμως, η εργασία στο συνεταιρισμό (αμειβόμενη και μη αμειβόμενη-εθελοντική), δεν είναι απλά εργασία, δεν είναι μόνον οικονομική δραστηριότητα, δεν είναι μόνον παραγωγή. Με αυτήν αλλάζει και το εποικοδόμημα (πολιτικό και ιδεολογικό επίπεδο), δηλαδή, αλλάζει το κοινωνικό, με την καθολική (ολοκληρωμένη) έννοια του όρου.
Η εργασία στον συνεταιρισμό είναι δημιουργία. Και οι συμμετέχοντες σε αυτήν δεν είναι απλά «ελεύθεροι συνεταιρισμένοι παραγωγοί». Είναι ελεύθεροι συνεταιρισμένοι δημιουργοί [9].
Η απασχόληση στο πεδίο της ΚΑΛΟ
Σε πρόσφατη μελέτη [10], αναδείχθηκε η άμεση και έμμεση συμβολή της ΚΑΛΟ στην απασχόληση, η αμειβόμενη και μη αμειβόμενη απασχόληση εντός των φορέων της και η εργασιακή αυτοδιάθεση ως οραματικός τύπος εξέλιξης και ωρίμανσης των εγχειρημάτων του τομέα αυτού.
Ειδικότερα, η ΚΑΛΟ συμβάλλει στην απασχόληση με άμεσο τρόπο, δημιουργώντας θέσεις εργασίας εντός των φορέων της. Παράλληλα, συμβάλλει και με έμμεσο τρόπο, παρέχοντας χρήσιμες υπηρεσίες, που βελτιώνουν τις συνθήκες άσκησης δραστηριότητας των μελών ή και τρίτων, αυξάνοντας, παράλληλα τη ζήτηση για ορισμένες υπηρεσίες/αγαθά.
Η μορφή της απασχόλησης εντός των φορέων της ΚΑΛΟ παρουσιάζει έντονη ποικιλομορφία. Πέραν της αμειβόμενης απασχόλησης μελών ή και τρίτων, συχνά οι φορείς ΚΑΛΟ βασίζονται και στη μη αμειβόμενη απασχόληση μελών ή και τρίτων. Το ποια ή ποιες μορφές απασχόλησης συναντά κανείς σε έναν φορέα ΚΑΛΟ εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, όπως το είδος, το μέγεθος, τον κλάδο δραστηριοποίησης, αλλά και το ισχύον θεσμικό πλαίσιο και τις οικονομικές συνθήκες. Παρά την ποικιλομορφία με την οποία εμφανίζεται η απασχόληση εντός της ΚΑΛΟ η ιδεατή πορεία εξέλιξης και ωρίμανσης ενός εγχειρήματος τείνει προς την εργασιακή αυτοδιάθεση, η οποία αν και δεν αποτελεί απώτερο σκοπό όλων των φορέων ΚΑΛΟ, είναι ιδεατός τύπος λόγω του ότι υπερβαίνει τη διάκριση εργοδότη- εργαζόμενου, με τη σύμπτωση των δύο αυτών ιδιοτήτων σε ένα πρόσωπο, αυτό του μέλους.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, η ΚΑΛΟ δεν υπήρξε ιδιαίτερα ανεπτυγμένη, σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, τόσο σε ότι αφορά τη δυναμική των φορέων της αλλά και τη συμβολή τους στην απασχόληση, η οποία καταγράφεται ως η χαμηλότερη στην ΕΕ. Παρότι η ΚΑΛΟ αναγνωρίστηκε θεσμικά με τον ν. 4019/2011 και στην συνέχεια με τον ν. 4430/2016, στο ελληνικό νομικό τοπίο, η θεσμικά αναγνωρισμένη ΚΑΛΟ αποτελεί μόνο ένα επιμέρους τμήμα της ευρύτερης ΚΑΛΟ, στην οποία ανήκει ένα πλήθος εγχειρημάτων και οργανώσεων, όπως συνεταιρισμοί, αλληλασφαλιστικοί φορείς, ενώσεις, σωματεία και ιδρύματα. Συνέπεια αυτού, το μεγαλύτερο μέρος της ΚΑΛΟ και, αντίστοιχα, της συμβολής του στην απασχόληση να παραμένει αθέατο για τον νομοθέτη και αχαρτογράφητο για τους διαμορφωτές πολιτικής.
Με τους παραπάνω περιορισμούς των διαθέσιμων στοιχείων, η απασχόληση στους φορείς ΚΑΛΟ έχει ανοδική πορεία. Το 2018 αυξήθηκε κατά 264,5% σε σχέση με το 2011. Σε σχέση όμως με το σύνολο της οικονομίας, για το 2018 η ΚΑΛΟ είχε ιδιαίτερα μικρή παρουσία από πλευράς αριθμού φορέων (0,93% του συνολικού αριθμού φορέων της οικονομίας), από πλευράς κύκλου εργασιών (1,18% του συνόλου της οικονομίας) και εξίσου μικρή συμβολή στην απασχόληση (2,04% του συνολικού αριθμού απασχολούμενων).
Ωστόσο, η συμβολή της ΚΑΛΟ ανά φορέα ήταν μεγαλύτερη από τη συμβατική οικονομία. Πιο συγκεκριμένα, από το 2013 μέχρι και το 2018, ο αριθμός των απασχολούμενων ανά φορέα ήταν διπλάσιος ή μεγαλύτερος στους φορείς ΚΑΛΟ (πάνω από 6 απασχολούμενοι ανά φορέα) σε σχέση με τη λοιπή οικονομία (λιγότερο από 3 απασχολούμενοι ανά φορέα).
Το παραπάνω αποτέλεσμα επηρεάζεται από το ότι η συντριπτική πλειοψηφία των νομικών μορφών είναι ατομικές επιχειρήσεις, όπου συνήθως απασχολείται μόνο ο ιδιοκτήτης τους. Ωστόσο, οι ατομικές επιχειρήσεις δεν μπορούν να εξαιρεθούν από την παραπάνω ανάλυση, καθώς δύνανται να απασχολούν περισσότερα άτομα, πέραν του ιδιοκτήτη, αλλά είτε δεν το επιδιώκουν (λόγω του ότι είναι κερδοσκοπικές και άρα το όποιο κέρδος αποδίδεται στον ιδιοκτήτη) είτε δεν μπορούν να απασχολήσουν μεγαλύτερο αριθμό ατόμων (για παράδειγμα λόγω οικονομικής δυσπραγίας). Αυτό δεν ανατρέπει την παραπάνω παρατήρηση, αντιθέτως αναδεικνύει την αυξημένη συμβολή της ΚΑΛΟ στην απασχόληση ανά φορέα ΚΑΛΟ, σε σχέση με μια συμβατική επιχείρηση (ατομική ή πολυπρόσωπη). Το παραπάνω πιθανόν να συνδέεται τόσο με την ιδιαίτερη σκοποθεσία της ΚΑΛΟ, όσο και με τον συλλογικό ιδιοκτησιακό χαρακτήρα των φορέων της, όπου τείνουν να απασχολούνται περισσότερα άτομα, ιδιοκτήτες ή και τρίτοι.
Με βάση τα παραπάνω, στην Ελλάδα η απασχόληση στην ΚΑΛΟ σε βάθος χρόνου έχει διαγράψει μια ανοδική πορεία με μια τάση σταθεροποίησης τα τελευταία έτη. Αν και η συνολική συμβολή της ΚΑΛΟ στην απασχόληση παραμένει ιδιαίτερα περιορισμένη σε σχέση με την λοιπή οικονομία, η διαπίστωση του διπλάσιου αριθμού απασχολούμενων ανά φορέα ΚΑΛΟ από τον αριθμό απασχολούμενων στην συμβατική οικονομία τείνει να αποτελέσει ένα διαρκές χαρακτηριστικό της. Κατά συνέπεια, ο τομέας της ΚΑΛΟ φαίνεται να έχει τη δυνατότητα να συμβάλει στην απασχόληση σε βάθος χρόνου, ενίοτε σε μεγαλύτερο βαθμό σε σχέση με μια συμβατική επιχείρηση.
Οι φορείς ΚΑΛΟ αναπτύσσονται με έναν αργό και σταθερό ρυθμό, ενδυναμώνοντας παράλληλα τόσο την άμεση όσο και την έμμεση απασχόληση, η οποία υπερβαίνει σε αριθμούς την άμεση απασχόληση. Πέραν όμως της άμεσης ή έμμεσης συμβολής της ΚΑΛΟ στην απασχόληση, υπογραμμίζεται η σημασία της στην παροχή ενός εναλλακτικού παραδείγματος σε σχέση με το κρατούν. Επιπρόσθετα, η εργασιακή αυτοδιάθεση αναδεικνύεται ως ιδεατός στόχος των περισσότερων εγχειρημάτων. Η μη αμειβόμενη απασχόληση, στο αρχικό στάδιο ενός εγχειρήματος αξιολογείται ως απολύτως αναγκαία για να διασφαλίσει τη βιωσιμότητα του εγχειρήματος, η οποία στη συνέχεια υποχωρεί έναντι της αμειβόμενης απασχόλησης. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η μη αμειβόμενη απασχόληση καταργείται, καθώς για αρκετά εγχειρήματα αποτελεί συνώνυμο της προσφοράς και της ανιδιοτελούς στήριξης προς το εγχείρημα και την προώθηση του σκοπού του.
Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, για την ενδυνάμωση της ΚΑΛΟ και της συμβολής της στην απασχόληση κρίνονται αναγκαία -μεταξύ άλλων- τα παρακάτω μέτρα:
▪ η εισαγωγή της συνεταιριστικής εργασίας ως νέου ασφαλιστικού καθεστώτος για τους φορείς ΚΑΛΟ παρέχοντας ασφαλιστικές δικλείδες για την προστασία των απασχολούμενων-μελών. Στο πλαίσιο αυτό, θα μπορούσε να εφαρμοστεί, σαν κίνητρο για τη δημιουργία φορέων ΚΑΛΟ και μέτρο στήριξης των ήδη υπαρχόντων, μια νέα μειωμένη κλίμακα ασφαλιστικών εισφορών που θα περιελάμβανε τη μείωση των υφισταμένων, από το 20% στο 15%. Ειδικότερα, οι εργοδοτικές ασφαλιστικές εισφορές στις επιχειρήσεις ΚΑΛΟ θα μπορούσαν να μειωθούν, από το 13,33% που είναι σήμερα, στο 10%, ενώ οι εισφορές του ασφαλισμένου εργαζόμενου μέλους της επιχείρησης θα μπορούσαν να μειωθούν στο 5% από το 6,67% που είναι σήμερα
▪ η βελτίωση του νόμου-πλαισίου για την ΚΑΛΟ με σκοπό τη διεύρυνση των αναγνωριζόμενων φορέων της και της άμβλυνσης των παρεμβάσεων στις σχέσεις μεταξύ εθελοντών, εργαζομένων και φορέων ΚΑΛΟ
▪ η εναρμόνιση του νόμου-πλαισίου για την ΚΑΛΟ με τους ειδικούς νόμους που διέπουν τους επιμέρους φορείς ΚΑΛΟ
▪ η άρση των περιορισμών πρόσβασης των φορέων ΚΑΛΟ σε υφιστάμενα χρηματοδοτικά εργαλεία και η στήριξη των νέων εργαλείων που διαμορφώνει το ίδιο το πεδίο
▪ η προώθηση και ενδυνάμωση συνεργειών μεταξύ παραδοσιακών – νέων φορέων ΚΑΛΟ
▪ η ενθάρρυνση των εργαζόμενων να γίνουν μέλη στον φορέα ΚΑΛΟ μέσα από την εκπαίδευσή τους και τη διαμόρφωση συνεταιριστικής κουλτούρας
▪ η παροχή κινήτρων σε φορείς ΚΑΛΟ για να δημιουργήσουν και να διατηρήσουν θέσεις εργασίας. Ένα ισχυρό κίνητρο θα μπορούσε να είναι μια σταδιακή επιδότηση για την επαναφορά απολεσθεισών θέσεων εργασίας σε φορείς ΚΑΛΟ που επλήγησαν κατά τη διάρκεια των πρόσφατων υγειονομικών και οικονομικών κρίσεων. Η επιδότηση αυτή θα μπορούσε να φτάνει χρηματικά στο ύψος του απολεσθέντος ετήσιου κύκλου εργασιών σε σχέση με τα, προ κρίσεων, επίπεδα και να διαρκεί χρονικά μέχρι ο φορέας ΚΑΛΟ να μπορέσει να επαναφέρει το σύνολο του απολεσθέντος κύκλου εργασιών. Το μέτρο αυτό μπορεί να λειτουργήσει και αναπτυξιακά δημιουργώντας νέες ποιοτικές θέσεις εργασίας και εστιάζοντας σε τομείς απασχόλησης που αφορούν τις πράσινες τεχνολογίες, την ανθρώπινη ανάπτυξη, τη δημιουργία μιας συνεργατικής εφοδιαστικής αλυσίδας, ενός συνεργατικού δικτύου διανομών κλπ.
▪ η διαμόρφωση εργαλείων και μεθόδων επίλυσης τυχόν εσωτερικών συγκρούσεων.
Η ενδυνάμωση της απασχόλησης στην ΚΑΛΟ διέρχεται μέσα από την ενδυνάμωση του οικοσυστήματος της ΚΑΛΟ. Με εφαλτήριο τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της, η ΚΑΛΟ μπορεί να δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας, να διατηρήσει θέσεις εργασίας, που απειλούνται με κατάργηση και να οργανώσει γενικότερα την απασχόληση ακόμη και σε συνθήκες κρίσης. Επιπρόσθετα, η ΚΑΛΟ μπορεί να προωθήσει την ανάκτηση επιχειρήσεων από τους εργαζομένους τους, την μετατροπή των άτυπων μορφών απασχόλησης σε τυπικές μορφές και την εργασιακή ένταξη ευάλωτων ομάδων, ενισχύοντας παράλληλα την ποιότητα εργασίας.
Συνεργατική σχέση παραγωγών-καταναλωτών
Ο συνεταιρισμένος αγροδιατροφικός τομέας στην Ευρώπη είναι ο δυναμικότερος οικονομικά και κοινωνικά. Από τα 13 εκατ. αγρότες στην ΕΕ, τα 6,2 εκατ. συμμετέχουν σε 22.000 αγροτικούς συνεταιρισμούς, που επεξεργάζονται και εμπορεύονται το 40% της συνολικής παραγωγής. Στην περίοδο κρίσης, όχι μόνο δεν υπέστησαν ζημιές, αλλά συνέχισαν να αναπτύσσονται.
Ο αγροδιατροφικός τομέας στην Ελλάδα είναι από τους μεγαλύτερους παραγωγικούς τομείς με ποσοστά συμμετοχής στο ελληνικό ΑΕΠ και στην απασχόληση υπερδιπλάσια από τα αντίστοιχα της ΕΕ των 27. Αποτελεί κλειδί για τη διατροφική αυτάρκεια, απασχόληση και έξοδο από την κρίση. Παρουσιάζει μεγάλες προοπτικές ανάπτυξης μεν, αλλά δεν έχει ακόμα αξιοποιηθεί επαρκώς το συγκριτικό πλεονέκτημα της συνεργατικής οργάνωσής του.
Παράλληλα, η κοινωνική αλληλέγγυα οικονομία (ΚΑΛΟ) παρουσιάζει μια δυναμική εξέλιξη σε παγκόσμια και εθνική κλίμακα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ανάπτυξη πρωτοποριακών για την Ελλάδα συνεργατικών εγχειρημάτων με σημαντική εμβέλεια τοπική, εθνική, αλλά και διεθνή [11].
Ειδικά στη Θεσσαλονίκη, εδώ και πάνω από μια δεκαετία, δραστηριοποιούνται μερικά από τα πιο πρωτοποριακά και πετυχημένα συνεργατικά εγχειρήματα με ελληνική και διεθνή εμβέλεια. Ενδεικτικά και μόνο αναφέρονται:
– Ο συνεταιρισμός εργαζομένων στο ανακτημένο και αυτοδιαχειριζόμενο εργοστάσιο ΒΙΟΜΕ με βασικό τους αίτημα «τα εργοστάσια και η διαχείριση του πλούτου, σε αυτούς που παράγουν», αγωνιζόμενοι/ες για δικαίωμα στην εργασία και την αξιοπρέπεια. Τα προϊόντα που παράγουν οι εργαζόμενοι/ες σε αυτό το εργοστάσιο, κουβαλάνε το μήνυμα μιας συνολικά διαφορετικής ζωής, από τον τρόπο που δουλεύουμε, μέχρι τη σχέση μας με το περιβάλλον. Για το λόγο αυτό, επέλεξαν την παραγωγή εξ ολοκλήρου και αποκλειστικά φυσικών καθαριστικών. Όπως λένε οι ίδιοι: «Ο χρόνος είναι τώρα, ο τόπος είναι εδώ και ο αγώνας γυρίζει το γρανάζι για να αλλάξουμε τη ζωή μας».
– Γυναικείοι αγροτικοί συνεταιρισμοί (Αγ. Αντωνίου, Βαλμάδα, Εύγε, Κυψέλη), όπου η διαρκής μείωση του αγροτικού εισοδήματος οδήγησε τις γυναίκες να προχωρήσουν στη δημιουργία συνεταιρισμών παράγοντας παραδοσιακά προϊόντα υψηλής ποιότητας με συνταγές που αντανακλούν την πολιτισμική κληρονομιά του τόπου.
– Ο κοινωνικός καταναλωτικός συνεταιρισμός Θεσσαλονίκης “Βίος Coop”, που ιδρύθηκε το 2012 με κεντρικό σύνθημα «Παίρνουμε την τροφή μας στα χέρια μας». Έχει πάνω από 450 μέλη και 3.000 κωδικούς προϊόντων. Πραγματοποιείται διαρκής έλεγχος και αξιολόγηση της ποιότητας των προϊόντων με τιμές χαμηλές για τους καταναλωτές και δίκαιες για τους παραγωγούς, αποφεύγοντας τους μεσάζοντες. Τα προϊόντα προέρχονται από συνεταιρισμούς, μικρές παραγωγικές μονάδες και μεμονωμένους παραγωγούς. Ενδεικτικά, στο καλάθι των 100 βασικών προϊόντων, το 67% προέρχεται από την Κεντρική Μακεδονία.
– Συνεργατικά εγχειρήματα στον τομέα των ΜΜΕ με ηλεκτρονικές εφημερίδες (AlterThess και Infolibre) και βιβλιοπωλείο-εκδόσεις (Ακυβέρνητες πολιτείες) στον τομέα του βιβλίου.
– Ο κοινός και εκ των ων ουκ άνευ παρονομαστής της επιτυχίας των συνεταιρισμών είναι η συνεργατική εκπαίδευση-κατάρτιση. Σε αυτό το πεδίο, ο κοινωνικός μη-κερδοσκοπικός συνεταιρισμός Λαϊκό Πανεπιστήμιο Κοινωνικής Αλληλέγγυας Οικονομίας “UnivSSE Coop” δραστηριοποιείται από το 2013 με κοινωνική απήχηση στη διάδοση και υποστήριξη της ΚΑΛΟ: πάνω από 4.000 άτομα έχουν συμμετάσχει σε εκπαιδευτικές διαδικασίες και πάνω από 100.000 άτομα έχουν ενημερωθεί για την ΚΑΛΟ.
Ως δημοτικό σχήμα παλεύουμε…
…για έναν Δήμο που θα στηρίζει έμπρακτα τις ανακτημένες επιχειρήσεις, αυτές δηλαδή που έχουν κλείσει και περνούν στα χέρια των εργαζομένων, τα συνεργατικά εγχειρήματα και τις συλλογικές δομές εργασίας. Πιο συγκεκριμένα, διεκδικούμε:
- Απορρόφηση των προϊόντων τους από το Δήμο και τις δομές του.
- Παροχή κοινών πόρων -όπως κτίρια και άδειες- για παραγωγή και διάθεση των προϊόντων τους. Παραχώρηση κατάλληλου χώρου, με τη συνεργασία των φορέων ΚΑΛΟ και του Δήμου, για τη δημιουργία συνεργατικού χώρου εργασίας για την προώθηση της συνεργασίας, δικτύωσης και εκπροσώπησης των υφιστάμενων και την ενίσχυση της δημιουργίας νέων φορέων ΚΑΛΟ που θα απαντούν στις ανάγκες των κατοίκων.
- Παροχή κινήτρων σε φορείς ΚΑΛΟ για να δημιουργήσουν και να διατηρήσουν θέσεις εργασίας.
- Άρση των περιορισμών πρόσβασης των φορέων ΚΑΛΟ σε υφιστάμενα χρηματοδοτικά εργαλεία και στήριξη των νέων εργαλείων που διαμορφώνει το ίδιο το πεδίο.
- Εισαγωγή και ενίσχυση των Δημόσιων Συμβάσεων Κοινωνικής Αναφοράς με στόχο ένα σημαντικό μέρος των δημόσιων συμβάσεων για την προμήθεια προϊόντων και υπηρεσιών από τον Δήμο και τους οργανισμούς τους να ενσωματώνει κοινωνικές ρήτρες ή/και να αφορά αποκλειστικά φορείς ΚΑΛΟ.
- Περιορισμό δημοτικών τελών και φόρων.
- Ο Δήμος να συμβάλλει αποφασιστικά στο να μετατρέψουν οι συνεταιρισμοί αγροτών και βιοκαλλιεργητών τους τοπικούς σπόρους και ποικιλίες και γενικά το φυσικό γενετικό υλικό, πάλι σε κοινά αγαθά, που θα ανήκουν σε όλους και όχι στις εταιρείες σποροπαραγωγής. Πιο συγκεκριμένα, θα μπορούσε ο Δήμος να παραχωρήσει καλλιεργήσιμες εκτάσεις όπου συνεταιρισμοί αγροτών, τοπικοί παραγωγοί και βιοκαλλιεργητές θα μπορούσαν, έναντι αμοιβής από τον Δήμο, να καλλιεργήσουν τοπικούς σπόρους και να τους διανείμουν σε κατοίκους οι οποίοι θα τους αξιοποιήσουν στο κήπο ή στο μπαλκόνι τους αποκλειστικά για ίδια χρήση ή επαναδιανομή.
- Δεσμευτικό σύμφωνο ποιότητας, με την εγγύηση και τον έλεγχο του Δήμου, για τις τοπικές επιχειρήσεις και ιδιαίτερα τις τουριστικές επιχειρήσεις εστίασης και στέγασης, το οποίο θα τις κατευθύνει (μεταξύ άλλων):
- στην απορρόφηση τοπικών, ποιοτικών προϊόντων μικρών και συνεργαζόμενων παραγωγών, με στόχο τη διάχυση του οφέλους από τον τουρισμό στις τοπικές κοινωνίες,
- στην προστασία των εργατικών δικαιωμάτων,
- στον αυστηρό περιορισμό του περιβαλλοντικού κόστους (κατανάλωση ενέργειας και νερού, παραγωγή και διαχείριση απορριμμάτων).
- Ταυτόχρονα ο Δήμος να διακόψει οποιαδήποτε συνεργασία και να επανεξετάσει άδειες λειτουργίας με επιχειρήσεις που καταπατούν εργασιακά δικαιώματα ή καταλαμβάνουν δημόσιους χώρους με τραπεζοκαθίσματα και εγκαταστάσεις.
Ενδεικτικές προτάσεις και προτεραιότητες
Με βάση τις παραπάνω αρχές, παρουσιάζουμε παρακάτω κάποιες ενδεικτικές προτεραιότητες για την ανασυγκρότηση και τον μετασχηματισμό του παραγωγικού τοπίου της πόλης μας.
Ανασυγκρότηση της δημόσιας ΕΛΒΟ
Η ΕΛΒΟ υπήρξε μία από τις σημαντικές βιομηχανίες οχημάτων στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων, με μεγάλες παραγωγικές δυνατότητες, προσωπικό με εξαιρετική τεχνογνωσία, σύγχρονο εξοπλισμό και τεράστιες εγκαταστάσεις. Στα χρόνια της λειτουργίας της, και χωρίς να αξιοποιεί στο μέγιστο τις δυνατότητές της λόγω της κακοδιαχείρισης, προσέφερε κρίσιμες υπηρεσίες στην πόλη, ειδικά στον τομέα της δημόσιας μετακίνησης (συναρμολόγηση και επισκευή λεωφορείων). Η διάλυσή της από τις πολιτικές ιδιωτικοποιήσεων, την κατάντησε σήμερα σκιά του εαυτού της, όπου οι ιδιώτες «επενδυτές» νέμονται κέρδος πουλώντας τα απομεινάρια της, χωρίς να παράγουν τίποτα.
Προφανώς, αναγνωρίζουμε ότι το αίτημα για επαναλειτουργία της ΕΛΒΟ προσκρούει αφενός στους σημερινούς πολιτικούς συσχετισμούς και αφετέρου στους κανόνες και τους νόμους της αγοράς και της Ευρωπαϊκής Ένωσης (οι ίδιοι νόμοι άλλωστε την οδήγησαν σε αποκλεισμό από τις προμήθειες και σταδιακή ασφυξία). Ωστόσο, σήμερα η επαναλειτουργία της ΕΛΒΟ θα μπορούσε να παίξει ένα κρίσιμο ρόλο στην ανασυγκρότηση της παραγωγικής βάσης της πόλης, με κυρίαρχο ρόλο στην κλιματική μετάβαση. Η ΕΛΒΟ θα μπορούσε να παράγει (αρχικά όσον αφορά το αμάξωμα, αλλά σε βάθος χρόνου και ολόκληρα) και να συντηρεί τα πολλά, ηλεκτρικά και αξιόπιστα λεωφορεία που χρειάζεται η πόλη, ή ακόμα, σε δεύτερο χρόνο, τα επίγεια μέσα σταθερής τροχιάς (τραμ). Θα μπορούσε επίσης να παράγει και άλλα χρήσιμα οχήματα στην εποχή της κλιματικής κρίσης, όπως πυροσβεστικά και άλλα οχήματα πολιτικής προστασίας, καθώς και ασθενοφόρα, για τα οποία είναι γνωστές οι ελλείψεις.
Για να καταφέρει κάτι αντίστοιχο σήμερα η ΕΛΒΟ, απαιτείται η επανακρατικοποίησή της, μια γενναία δημόσια επένδυση στην επισκευή και τον εκσυγχρονισμό του εξοπλισμού, η επαναπρόσληψη όσων εργαζομένων επιθυμούν να επιστρέψουν καθώς και νέων, ώσπου να φτάσει σταδιακά στο μέγιστο αριθμό που είχε κατά τη λειτουργία της. Καθώς οι παραπάνω δημόσιες ανάγκες είναι δεδομένες και μεγάλες, θα αρκούσαν ως παραγγελίες για να καλύψουν τη λειτουργία της για ένα μεγάλο διάστημα, καθιστώντας ένα τέτοιο μοντέλο, εκτός από κοινωνικά και περιβαλλοντικά αναγκαίο, οικονομικά βιώσιμο και αποτελεσματικό.
Ενεργειακή μετάβαση και παραγωγή ΑΠΕ
Η μετάβαση από τα ορυκτά καύσιμα στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας αποτελεί όχι το αποκλειστικό, αλλά τουλάχιστον ένα από τα κομβικά ζητήματα της κλιματικής μετάβασης. Ως τώρα ωστόσο, η μετάβαση αυτή γίνεται όχι με κοινωνικά ή περιβαλλοντικά κριτήρια, αλλά με μοναδικό κριτήριο το κέρδος, αφού έχει εκχωρηθεί στους ιδιώτες και αξιοποιείται ως όχημα για την ευρύτερη ιδιωτικοποίηση της αγοράς ενέργειας. Οι μορφές που επιλέγονται, όπως τα βιομηχανικά αιολικά πάρκα σε βουνοκορφές, οι τεράστιες εγκαταστάσεις φωτοβολταϊκών σε αγροτική γη, ή τα μικρά υδροηλεκτρικά, προκαλούν δυσανάλογες περιβαλλοντικές επιπτώσεις και δίκαιες διαμαρτυρίες. Οι επιπτώσεις αυτές μάλιστα εντείνουν την κλιματική αδικία, αφού τις υφίστανται οι κάτοικοι της υπαίθρου, για να παράγεται ρεύμα που κυρίως καταναλώνεται στα αστικά κέντρα.
Μία πηγή ΑΠΕ που έχει μικρότερες επιπτώσεις, εξισορροπεί την αδικία μεταξύ πόλης και υπαίθρου και εξασφαλίζει έτσι την ευρύτερη δυνατή συναίνεση, είναι η τοποθέτηση φωτοβολταϊκών σε ήδη δομημένες επιφάνειες. Μια πόλη διαθέτει πολλές τέτοιες επιφάνειες, όπως στέγες και ταράτσες δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, σκέπαστρα σε πάρκινγκ ή στάσεις λεωφορείων, γυάλινες ή άλλες κάθετες επιφάνειες κτιρίων, ακόμα και δρόμοι, καλύψεις εδάφους και ό,τι άλλο μπορεί να αξιοποιηθεί, ανάλογα με την πρόοδο της αντίστοιχης τεχνολογίας και τη φαντασία της δημοτικής αρχής –με μόνο όριο τη χρήση των ίδιων επιφανειών για αύξηση του πράσινου (πράσινες ταράτσες ή στέγες). Η παραγωγή ενέργειας σε αυτή την περίπτωση μπορεί να είναι σημαντική: υπάρχουν μελέτες που δείχνουν ότι μπορούμε να φτάσουμε μακροπρόθεσμα ακόμα και στην ενεργειακή επάρκεια μιας αστικής γειτονιάς. Εξάλλου, οι πρακτικές αυτές συμβάλουν και στη βελτίωση του μικροκλίματος της πόλης, μειώνοντας την εισερχόμενη ενέργεια που καταναλώνεται.
Η ανάπτυξη των ΑΠΕ σε αστικό περιβάλλον προτείνεται να γίνει άμεσα από το Δήμο, ξεκινώντας από τα δημόσια κτίρια και οικόπεδα. Για να πάρει όμως μεγαλύτερες διαστάσεις, πρέπει να περάσει και στις ιδιωτικές επιφάνειες. Ο καλύτερος τρόπος να γίνει αυτός, σύμφωνα με τη γενικότερη προσέγγισή μας, είναι μέσα από ενεργειακές κοινότητες, στις οποίες θα συμμετέχουν κάτοικοι. Πρόσφατος νόμος δίνει αυτή τη δυνατότητα (αν και με όρια και προϋποθέσεις που επιδέχονται κριτικής και βελτίωσης), ενώ ήδη έχουμε τα πρώτα θετικά παραδείγματα ανά τη χώρα. Σε αυτή την περίπτωση, μπορεί να μειωθεί σημαντικά το ενεργειακό κόστος για τα συμμετέχοντα νοικοκυριά, προσφέροντας μια σημαντική ανακούφιση σε περίοδο γενικευμένης ενεργειακής φτώχειας.
Το βασικό πρόβλημα εδώ είναι ότι τέτοιες προοπτικές προσφέρονται στην πράξη σε κατοίκους που έχουν πρόσβαση στην πληροφορία, ικανότητα χειρισμού της απαιτούμενης γραφειοκρατίας και -πρώτα από όλα- επαρκές κεφάλαιο εκκίνησης. Έτσι, τα όποια οφέλη περιορίζονται ξανά σε ένα στενότερο κύκλο, με σχετικά υψηλότερο οικονομικό επίπεδο και δεν κατευθύνονται εκεί που θα έπρεπε, δηλαδή σε αυτούς και αυτές που τις έχουν μεγαλύτερη ανάγκη. Εδώ πρέπει να παρέμβει ο Δήμος και να ισορροπήσει την πρόσβαση με δύο τρόπους: προσφέροντας τεχνική και νομική βοήθεια σε όλους τους κατοίκους και εμπλεκόμενος άμεσα στις κοινότητες, προσφέροντας μεγάλο μέρος του αρχικού κεφαλαίου ως την απόσβεσή του, με προτεραιότητα φυσικά στα φτωχότερα νοικοκυριά.
Τέλος, εξίσου σημαντική είναι και η πηγή του ίδιου του εξοπλισμού. Τα φωτοβολταϊκά βρίσκονται αυτή τη στιγμή στην αιχμή της τεχνολογίας. Η παραγωγή τους απαιτεί υλικά διαθέσιμα σε μεγάλο βαθμό στη χώρα και τεχνολογία που παράγεται ήδη στα δύο πανεπιστήμια και τα δημόσια ερευνητικά ιδρύματα της πόλης. Ήδη δύο έργα με τη συμμετοχή του Πολυτεχνείου ΑΠΘ αφορούν την παραγωγή φωτοβολταϊκών 3ης γενιάς τα οποία ενσωματώνονται εύκολα σε κτίρια και άλλες κατασκευές. Ο Δήμος θα μπορούσε να αποτελεί όχι μόνο πελάτη, αλλά και οργανωτή τέτοιων παραγωγικών εγχειρημάτων, αξιοποιώντας δημόσιους πόρους και επιταχύνοντας την κλιματική προσαρμογή της πόλης.
Προσιτή και συνεταιριστική κατοικία
Όπως αναλύεται στην 4η Θεματική του προγράμματός μας (Κοινωνική Πολιτική), η στεγαστική κρίση αποτελεί αυτή τη στιγμή το σημαντικότερο πρόβλημα για την κοινωνική πλειονότητα της πόλης μας που αναγκάζεται να μείνει στο νοίκι. Την ίδια στιγμή, μεγάλο μέρος του κτιριακού αποθέματος της πόλης παραμένει αναξιοποίητο. Η βασική λύση που προτείνεται εκεί είναι η ανακαίνιση των άδειων κι εγκαταλελειμμένων κτιρίων, με ευθύνη του Δήμου και δημόσια κεφάλαια, και η παροχή τους ως προσιτή κατοικία, με ελεγχόμενο νοίκι, από το οποίο θα ανακτήσει ο Δήμος την αρχική επένδυση, για να χρηματοδοτήσει νέες ανακαινίσεις. Μια δεύτερη εκδοχή, που μόλις αρχίζει να αναπτύσσεται στη χώρα και την πόλη, είναι η συνεταιριστική κατοικία, η οποία επίσης μπορεί να προσανατολιστεί στην ανακαίνιση κι επανάχρηση του αργούντος κτιριακού αποθέματος.
Η ανακαίνιση υφιστάμενων κατοικιών, πέρα από πιο άμεση και προσιτή λύση για την αντιμετώπιση της στεγαστικής κρίσης, είναι επίσης περιβαλλοντικά πιο βιώσιμη από την ανέγερση νέων. Εξάλλου, καθώς αποτελεί μια παραγωγική διαδικασία εντάσεως εργασίας και όχι εντάσεως κεφαλαίου, προσφέρει εργασιακή διέξοδο με μεγαλύτερο όφελος για τους εργαζόμενους του κατασκευαστικού κλάδου, αναζωογονώντας πιο άμεσα την αντίστοιχη αγορά εργασίας.
Αγορές χωρίς μεσάζοντες & μικροπωλητές
Οι αγορές χωρίς μεσάζοντες αποτέλεσαν εμβληματικό θέμα των κοινωνικών αγώνων, ειδικά την περίοδο 2010-2015. Τα εγχείρημα αυτά ενίσχυσαν το εισόδημα των παραγωγών και μείωσαν το κόστος ζωής για τους/ις καταναλωτές/τριες, περιορίζοντας το πεδίο της κεφαλαιοκρατικής κερδοφορίας. Για τον τελευταίο λόγο ωστόσο, αντί να ενισχυθούν από δημοτικές και κυβερνητικές αρχές, στην πράξη καταπολεμήθηκαν και περιθωριοποιήθηκαν.
Ο Δήμος Θεσσαλονίκης μπορεί να αναζωογονήσει και να ενθαρρύνει τέτοια εγχειρήματα, προσφέροντας χώρο, προβολή και άλλες ευκολίες. Στο ίδιο πνεύμα, θα πρέπει να ενθαρρύνει την παρουσία των παραγωγών στις λαϊκές αγορές, οι οποίες αποτελούν σημαντική διέξοδο για τους καταναλωτές. Ιδιαίτερη έμφαση πρέπει να δοθεί στους παραγωγούς βιολογικών προϊόντων.
Ένα δύσκολο θέμα είναι η αντιμετώπιση των μικροπωλητών, συνήθως μεταναστευτικής ή άλλης μειονοτικής καταγωγής. Καθώς εργάζονται κατά κανόνα χωρίς άδεια, ή χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα (εξαιτίας των πολιτικών αποκλεισμού του ελληνικού κράτους) δέχονται συστηματικές διώξεις, κυνηγητό και βία από την αστυνομία. Οι δημοτικές αρχές ως τώρα, πολύ πιο ευεπίφορες στις πιέσεις του εμπορικού κόσμου παρά στις ανάγκες των φτωχών ανθρώπων, πλειοδοτούν σε αυτή την αντιμετώπιση, ζητώντας ακόμα μεγαλύτερη καταστολή.
Για εμάς ωστόσο, η ανάγκη επιβίωσης των μικροπωλητών, νόμιμων ή (καταναγκαστικά) «παράνομων», αποτελεί σημαντικότερη προτεραιότητα. Εξάλλου, κάποιοι από αυτούς, όπως οι ρακοσυλλέκτες, βοηθάνε στην επανάχρηση αντικειμένων, μειώνοντας τον όγκο των σκουπιδιών και το γενικό περιβαλλοντικό κόστος από τη συνεχή παραγωγή νέων αγαθών. Η άτυπη ανακύκλωση που κάνουν αυτοί οι άνθρωποι εδώ και δεκαετίες (παρά τις περιβαλλοντικά προβληματικές πρακτικές που εφαρμόζουν καθώς κινούνται στην γκρίζα ζώνη της παρανομίας), στην πράξη έχει πιθανά μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα από το πλήρως αποτυχημένο μοντέλο της επίσημης ανακύκλωσης. Για το λόγο αυτό, σημαντικά κινήματα σε χώρες της Λατινικής Αμερικής, έχουν απαιτήσει και πολλές φορές κερδίσει την αμοιβή αυτών των ανθρώπων (cartoneros) από τους αντίστοιχους Δήμους, για την περιβαλλοντική τους συνεισφορά.
Το πεδίο αυτό είναι πολύ πιο σύνθετο στην Ελλάδα, εξαιτίας των κυκλωμάτων που τροφοδοτούνται από το καθεστώς παρανομίας, οπότε είναι δύσκολο να προτείνουμε αυτή τη στιγμή συγκεκριμένες λύσεις. Σε γενικές γραμμές ωστόσο, θεωρούμε ότι ο Δήμος (α) θα πρέπει να διευκολύνει το καθεστώς αδειοδότησης των μικροπωλητών και δη των ρακοσυλλεκτών που πουλάνε μεταχειρισμένα είδη, (β) να παρέχει ειδικούς χώρους σε συγκεκριμένα σημεία για αυτά τα παζάρια.
Προοπτικές και όρια του τουρισμού
Παρά τις επιπτώσεις του στην πόλη και ακόμα περισσότερο στην ύπαιθρο, όπως αδρά περιγράφηκαν παραπάνω, ο τουρισμός στην Ελλάδα θεωρείται ως η «βαριά βιομηχανία της χώρας» και αντιμετωπίζεται ως η ιερή αγελάδα του οικονομικού και πολιτικού συστήματος. Το μόνο πεδίο ανταγωνισμού είναι ποιος τον εξυπηρετεί καλύτερα, ποιος θα φέρει ένα ακόμα μεγαλύτερο «ρεκόρ αφίξεων», αγώνισμα στο οποίο επιδίδονται και οι κυρίαρχες παρατάξεις του Δήμου μας.
Το ζήτημα της φέρουσας ικανότητας
Τα τελευταία χρόνια ωστόσο, άρχισε να διευρύνεται ο κάποτε περιθωριακός προβληματισμός για το πού μπορεί να φτάσει και πού πρέπει να σταματήσει όλο αυτό. Ο προβληματισμός αυτός άγγιξε πια και τον επιχειρηματικό κόσμο, αφού οι φετινές επιδόσεις των υπερφορτωμένων προορισμών δείχνουν ότι η μαζικότητα αρχίζει να αποθαρρύνει και τους ίδιους τους επισκέπτες.
Η έννοια που επιστρατεύτηκε για να εκφράσει αυτό τον προβληματισμό, είναι η «φέρουσα ικανότητα», η εκτίμηση δηλαδή για το «πόσος τουρισμός» (βλ. πόσοι επισκέπτες/τριες, ή διανυκτερεύσεις, ή κλίνες, ή κατανάλωση κοκ), χωρά σε μια ορισμένη περιοχή. Πρόσφατα μάλιστα, η έννοια της «φέρουσας ικανότητας» πέρασε στο νομικό πλαίσιο της χώρας. Εκ πρώτης όψεως, η έννοια αυτή μοιάζει ως ένα κατάλληλο εργαλείο, όμως στην πορεία τίθενται σημαντικοί προβληματισμοί, τόσο θεωρητικοί όσο και πρακτικοί.
Πρώτο, η φέρουσα ικανότητα δεν έχει νόημα ως ένα απόλυτο όριο, καθώς ο απόλυτος αριθμός τουριστών/τριων που μπορούν να «χωρέσουν» σε μια περιοχή σαφώς ξεπερνά πολλές φορές οποιαδήποτε πραγματική αντοχή ή οποιαδήποτε πραγματική κατάσταση. Στην πράξη, πίσω από τον δείκτη αυτόν βρίσκεται μια εκτίμηση για το ποιες επιπτώσεις είναι ανεκτές και σε ποιο βαθμό. Ακόμα κι αν γίνει αυτή η εκτίμηση διακριτά για κάθε πιθανή επίπτωση, για να καταλήξουμε στη συνέχεια σε ένα ορισμένο όριο, θα πρέπει οι σύνθετες περιβαλλοντικές και κοινωνικές επιπτώσεις του τουρισμού, η κατάληψη δημόσιου χώρου και κατοικιών, η δόμηση εκτός σχεδίου, η κατασκευή δρόμων, η κυκλοφορία οχημάτων, η όχληση των κατοίκων ή της άγριας ζωής, η κατανάλωση νερού και φυσικών πόρων, η παραγωγή απορριμμάτων, αυτή η άπειρη σειρά ποιοτικών μεταβλητών να ενσωματωθεί σε έναν μονοδιάστατο δείκτη, ένα εγχείρημα εξ αρχής έωλο και αναποτελεσματικό.
Γενικά, η αναζήτηση τέτοιων αντικειμενικών ορίων αποτελεί αντικείμενο κριτικής στην οικολογία, καθώς μετατρέπει τη συζήτηση γύρω από τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις των διάφορων παραγωγικών δραστηριοτήτων σε ένα τεχνοκρατικό ζήτημα, σε μια υπόθεση των ειδικών, περιορίζοντας το πεδίο της κοινωνικής αντιπαράθεσης, δηλαδή της δημοκρατίας. Η επιστήμη μπορεί να εκτιμήσει τις πιθανές επιπτώσεις μιας δραστηριότητας: δεν μπορεί να αποφασίσει αν αυτές οι επιπτώσεις είναι ανεκτές ή όχι. Αυτό παραμένει ένα ζήτημα πολιτικής και κοινωνικής αντιπαράθεσης.
Δεύτερο, σε απόρροια των παραπάνω, στον βαθμό που η φέρουσα ικανότητα είναι μια έννοια ασαφής με υποκειμενικές διαστάσεις, ο τρόπος υπολογισμού της εξαρτάται απόλυτα από τα κριτήρια του εκτιμητή, καθιστώντας την όλη διαδικασία υποκείμενη σε διαφορετικά συμφέροντα. Είναι χαρακτηριστικό ότι σύμφωνα με τον νόμο που ετοιμάζει η κυβέρνηση, η διαδικασίας εκτίμησης της φέρουσας ικανότητας θα γίνεται από ιδιώτες μελετητές, τους οποίους θα προσλαμβάνει ο υποψήφιος επενδυτής. Δηλαδή, ο εκάστοτε επενδυτής θα πληρώνει έναν ιδιώτη μελετητή για να «εκτιμήσει» το κατά πόσον το ξενοδοχείο του «χωράει» ή όχι σε μια περιοχή. Η μεθοδολογία αυτή, σε συνέχεια όλης της πρόσφατης διαδικασίας αποξήλωσης της περιβαλλοντικής νομοθεσίας και εκχώρησης όλων των «ελέγχων» στους ίδιους τους ιδιώτες επενδυτές, είναι φανερά αναξιόπιστη και διαβλητή.
Κι υπάρχει τέλος κι ένα ακόμα κρίσιμο θέμα: όπως και να γίνει ο υπολογισμός, αν θέσει κάποια περιοχή ένα όριο στους επισκέπτες, υπάρχει ο κίνδυνος να απογειωθούν οι τιμές και να γίνουν οι διακοπές ακόμα περισσότερο προνόμιο των πλουσιότερων. Η μόνη λογική λύση εδώ είναι ο υποχρεωτικός έλεγχος των τιμών, με ταυτόχρονη προοδευτική και ισχυρή φορολόγηση των κερδών, ώστε το όφελος από τον τουρισμό να επιστρέφει στην κοινωνία και να απαλύνει κάπως τις πληγές που ανοίγει. Τέτοια μέτρα είναι ωστόσο προφανώς πέρα από τον υπαρκτό πολιτικό ορίζοντα.
Συνεπώς, αν πρέπει να μπουν όρια στον τουρισμό, αυτό δεν μπορεί να ανατεθεί σε μια τεχνοκρατική, ψευδο-αντικειμενική εκτίμηση της φέρουσας ικανότητα. Η συζήτηση για την αναγκαία οριοθέτηση του τουρισμού πρέπει να επιστρέψει εκεί που ανήκει, δηλαδή στην κοινωνία. Να λοιπόν το πρώτο και καθοριστικό όριο: εκείνο πάνω από το οποίο η ανάπτυξη του τουρισμού σε μια περιοχή κάνει τους κατοίκους της να ζούνε χειρότερα από ό,τι θα ζούσαν χωρίς αυτόν.
Περιορισμοί και ανταποδοτικά μέτρα
Επικεντρώνοντας στη Θεσσαλονίκη, όπως αναλύθηκε παραπάνω, η αύξηση των ενοικίων από την απεριόριστη ανάπτυξη της βραχυχρόνιας μίσθωσης, η κατάληψη του δημόσιου χώρου από τη βιομηχανία της εστίασης, η αύξηση των απορριμμάτων (τη διαχείριση των οποίων πληρώνουν κυρίως οι κάτοικοι κι όχι οι επισκέπτες/τριες ή οι επιχειρήσεις), η προσθήκη οχημάτων σε ένα ήδη υπερφορτωμένο δίκτυο, ήδη επιβαρύνουν τους κατοίκους της Θεσσαλονίκης δυσανάλογα πολύ, σε σχέση με το όποιο όφελος προσπορίζονται από την τουριστική βιομηχανία. Μια βιομηχανία άλλωστε που τη νέμονται όλο και λιγότερες, όλο και μεγαλύτερες, επιχειρήσεις, ενώ οι εργαζόμενοι/ες προσπαθούν πια συστηματικά να αποφύγουν αυτές τις κακοπληρωμένες κι ελαστικές, «θέσεις εργασίας».
Φυσικά, ούτε κι αυτό το όριο είναι αντικειμενικό: μπορεί κάποιοι και κάποιες να υπομένουν τις επιπτώσεις και άλλοι να κερδίζουν –οι δύο αυτές κατηγορίες σπάνια ταυτίζονται. Ακριβώς για αυτό, κάθε κοινωνικός και πολιτικός χώρος, κάθε δημοτική παράταξη κι υποψήφιος/α δήμαρχος, οφείλει να πάρει θέση ανάμεσα στις διαφορετικές πλευρές.
Ως Πόλη Ανάποδα λοιπόν, υποστηρίζουμε ότι ο τουρισμός στην πόλη μας δεν χρειάζεται γενικά ποσοτική «ανάπτυξη»: χρειάζεται περιορισμούς, φορολόγηση, έλεγχο και ποιοτικές αλλαγές, ώστε να αμβλυνθούν οι επιπτώσεις, ενώ τα οφέλη που προκύπτουν να διαχέονται πιο δίκαια στην τοπική κοινωνία. Στη συνέχεια προτείνονται ορισμένα ενδεικτικά τέτοια μέτρα –κάποια από τα οποία περιλαμβάνονται και αναλύονται σε άλλες θεματικές:
– Περιορισμός της βραχυχρόνιας μίσθωσης σε μία οικία ανά ΑΦΜ και ορισμένες μέρες τον χρόνο (βλ. Θεματική 4, Κοινωνική Πολιτική).
– Αυστηρή οριοθέτηση των τραπεζοκαθισμάτων στις επιχειρήσεις εστίασης (βλ. Θεματική 1, Δημόσιος Χώρος).
– Δικαιότερη κατανομή των τελών καθαριότητας, με επιβάρυνση των τουριστικών επιχειρήσεων και ελάφρυνση των κατοίκων (βλ. Θεματική 3, Διαχείριση απορριμμάτων).
– Δημοτική φορολόγηση σε κάθε διανυκτέρευση σε όλα τα καταλύματα της πόλης, αναλογική με τη χρέωση.
– Υποχρέωση των τουριστικών επιχειρήσεων να προμηθεύονται προϊόντα από τις γύρω περιοχές και την τοπική αγορά, ώστε να μοιράζεται το όφελος και να μειώνεται το περιβαλλοντικό κόστος.
– Να σταματήσει η επιδότηση για τη δημιουργία νέων ξενοδοχειακών μονάδων στην πόλη –να απαγορευτεί η ανέγερση ξενοδοχείων σε αδόμητα οικόπεδα (με παράδειγμα το οικόπεδο ιδιοκτησίας της Εκκλησίας σε Εθνικής Αμύνης και Τσιμισκή).
[1] Νικολάου Κ., Συνεργατισμός: Ένας υπαρκτός κόσμος αντίστασης, κοινωνικής αλληλεγγύης και δημιουργίας, Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 1.12.2013
[2] Marx K., Κριτική του προγράμματος της Γκότα, Εκδ. Καμπίτση, Αθήνα
[3] Marx K., Inaugural Address of the International Working Men’s Association – The First International, 1864, Marxists Org.
[4] Marx K., The Capital. A critique of political economy, Ed. Lawrence and Wishart, London, 1954
[5] Engels F., Αντι-Ντύρινγκ, Εκδ. Αναγνωστίδη, Αθήνα, 1960
[6] Marx K., Μισθωτή εργασία και κεφάλαιο, Εκδ. Αναγνωστίδη, Αθήνα
[7] Marx K., Grundrisse – Fondements de la critique de l’ économie politique, Ed. Anthropos, Paris, 1968
[8] Wolff R., Ο θάνατος του καπιταλισμού και το αντιπαράδειγμα της συνεταιριστικής οικονομίας, Συνέντευξη του Richard Wolff στον Ed Rampell, http://www.counterpunch.org. Επίσης στο: https://barikat.gr, 2013
[9] Nikolaou K., Social and legal aspects of the co-operative labor, 2nd International Forum on Cooperative Law “Cooperative law and cooperative principles”, ICA – IUS Cooperativum – HOU – UnivSSE Coop, Athens, 26-28 September 2018
[10] Δουβίτσα Ι., Η απασχόληση στον χώρο της κοινωνικής οικονομίας: τάσεις και προοπτικές, Εκδ. ΙΜΕ-ΓΣΕΒΕΕ, Αθήνα, 2023
[11] Νικολάου Κ., Η δυναμική του αγροδιατροφικού συνεργατισμού, Έθνος, 2.3.2019