Τα 10 τελευταία μνημονιακά χρόνια, εκατομμύρια άνθρωποι γίνανε πολύ φτωχότεροι και αδυνατούσαν να εξυπηρετήσουν τα δάνειά τους. Τα φορολογικά βάρη της ιδιοκατοίκησης -βλ. το γνωστό «χαράτσι» που μετά ονομάστηκε ΕΝΦΙΑ- πολλαπλασιάστηκαν. Ο Οργανισμός Εργατικής Κατοικίας καταργήθηκε, οι θεσμοί που υποστηρίζουν τις στεγαστικές ανάγκες όπως η φοιτητική εστία, απαξιώνονται.
Το αποτέλεσμα; Διόλου τυχαία, το «υπερβολικά μεγάλο», σύμφωνα με τους δανειστές, ποσοστό ιδιοκατοίκησης, το ποσοστό δηλαδή των ανθρώπων που έχει την τύχη να έχει δικό του σπίτι, έπεσε ήδη από το 80% στο 70%. Είναι σίγουρο ότι η κατάργηση από την κυβέρνηση της όποιας προστασίας της πρώτης κατοικίας προσέφερε μέχρι πρότινος ο νόμος Κατσέλη, θα πολλαπλασιάσει τους πλειστηριασμούς και τις εξώσεις, ώστε το ποσοστό ιδιοκατοίκησης να πλησιάσει τον αντίστοιχο ευρωπαϊκό μέσο όρο, που βρίσκεται κοντά στο 50%.
Δεν πρόκειται για ατύχημα, αλλά για συνειδητό στόχο. Στη νεοφιλελεύθερη Ενωμένη Ευρώπη η στέγη δεν θεωρείται στοιχειώδες ανθρώπινο δικαίωμα, αλλά ένα εμπόρευμα, ένα ακόμη πεδίο ανταγωνισμού, κερδοφορίας, συγκέντρωσης του κεφαλαίου. Έτσι και στην Ελλάδα της κρίσης, καθώς οι επενδυτές αναζητούν μέσα σε ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον ευκαιρίες στο real estate και οι κερδοσκόποι επιβάλουν μέσω της ελεύθερης αγοράς ενοίκια ίσα σχεδόν με το βασικό μισθό, οι χαμένοι τελικά θα είναι οι κάτοικοι των πόλεων και ιδιαίτερα οι εργαζόμενοι και οι φτωχοί.
Σε αυτό το περιβάλλον, έρχεται να εισβάλει και η βραχυχρόνια μίσθωση, μέσα κυρίως από διεθνείς πλατφόρμες τύπου Airbnb. Μια ιδέα, η οποία, ενώ στην αφετηρία της υποτίθεται ότι θα εξασφάλιζε στους επισκέπτες το δικαίωμα σε φτηνές διακοπές και στους μικρούς ιδιοκτήτες ένα επιπλέον μικρό εισόδημα, έχει μετατραπεί σταδιακά σε ένα μηχανισμό επιτάχυνσης της συγκέντρωσης της ιδιοκτησίας, έξωσης και εκμετάλλευσης των ενοικιαστών.
Τα στοιχεία υποδεικνύουν ότι η μεγάλη πλειοψηφία των βραχυχρόνιων μισθώσεων δεν αφορούν «ένα κρεβάτι στο καθιστικό», αλλά σπίτια που έχουν μισθωθεί και ανακαινιστεί από μεγάλες εταιρίες εκμετάλλευσης ακινήτων. Οι παλιοί ενοικιαστές εκδιώκονται, ενώ όλα τα νοίκια παρασέρνονται προς τα πάνω. Ήδη σε ολόκληρες γειτονιές στο κέντρο, την Άνω Πόλη και αλλού, οι κάτοικοι δηλώνουν ότι συναντάνε πια περισσότερους τουρίστες, παρά γείτονες. Παράλληλα, έχει δημιουργηθεί μια νέα μεγάλη αγορά, με υψηλό ποσοστό παραοικονομίας και μαύρων εισοδημάτων, καθώς και άθλιες συνθήκες εργασίας για τις λιγοστές εργαζόμενες στην καθαριότητα.
Με μια φράση, έρχονται οι επενδυτές να μας διώξουν από τα σπίτια μας! Ήδη, είναι πολύ δύσκολο για έναν μισθωτό, πόσο μάλλον για έναν άνεργο ή έναν φοιτητή, να βρει στην πόλη μας ένα αξιοπρεπές σπίτι με ένα λογικό νοίκι. Το πρόβλημα της στέγης αρχίζει να γίνεται, πιστεύουμε, ένα από τα βασικότερα προβλήματα επιβίωσης. Και τα πράγματα θα γίνονται όλο και πιο δύσκολα, όσο η μόνη αναπτυξιακή πολιτική της πόλης είναι η disneyfication, η κυριαρχία δηλαδή του μαζικού τουρισμού, εις βάρος ακόμα και των αναγκών των ίδιων των κατοίκων της.
Καμία όμως από τις κυρίαρχες δημοτικές παρατάξεις δεν λέει κουβέντα για αυτό. Ποιος έχει την πολιτική βούληση να συγκρουστεί με τα μεγάλα και μικρά συμφέροντα που κερδοσκοπούν πάνω στην κατοικία; Ποιος έχει το θάρρος να πάρει ανοιχτά το μέρος του ενοικιαστή, όταν μάλιστα είναι πιο πιθανό αυτός να μην ψηφίζει καν στην πόλη; Ποιος θα υπερασπιστεί το δικαίωμα στην κατοικία, όταν όλα τα δικαιώματα ισοπεδώνονται στο όνομα της «μεταμνημονιακής ανάπτυξης», όταν όλοι έχουν ευθυγραμμιστεί στην πολιτική των μνημονίων και επιχαίρουν μάλιστα για την αποτελεσματικότητά τους;
Για την «Πόλη Ανάποδα» όμως, το δικαίωμα στη στέγη, η προστασία των ενοικιαστών και ο έλεγχος των ενοικίων, το δικαίωμα όλων των κατοίκων να εξασφαλίζουν μια αξιοπρεπή στέγη με ένα κόστος λογικό σε σχέση με το εισόδημά τους, είναι απόλυτη προτεραιότητα. Ταυτόχρονα, σεβόμαστε το δικαίωμα των πραγματικά μικρών ιδιοκτητών -οι οποίοι μέσα στα μνημόνια φορτώθηκαν με έναν σκασμό νέους φόρους- να αποκομίζουν μέσω της βραχυχρόνιας μίσθωσης από την ιδιοκτησία τους ένα εισόδημα που θα τους βοηθήσει να επιβιώσουν και να μην ξεπουλήσουν την ιδιοκτησία τους στο μεγάλο κεφάλαιο.
Υπάρχει τρόπος να συμβιβαστούν αυτές οι ανάγκες: με ρυθμίσεις και περιορισμούς, ό,τι δηλαδή η ελεύθερη αγορά φοβάται σαν το διάολο. Ενδεικτικά, η βραχυχρόνια μίσθωση θα πρέπει να πραγματοποιείται μόνο από φυσικά πρόσωπα, τα οποία δεν θα διαθέτουν πάνω από 1 κατοικία ανά ΑΦΜ (ή 2, ανάλογα με τις οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες). Το διάστημα της μίσθωσης πρέπει επίσης να ρυθμιστεί ανάλογα. Για να επιβληθούν βέβαια τέτοιοι περιορισμοί χρειάζονται αυστηροί έλεγχοι. Το ηλεκτρονικό σύστημα της ΑΑΔΕ μπορεί να απορρίπτει αμέσως της δυνατότητα απόκτησης μητρώου βραχυπρόθεσμης ενοικίασης σε ΑΦΜ νομικών προσώπων ή για παραπάνω από 1 κατοικία.
Αυτό που χρειαζόμαστε όμως πάνω από όλα είναι ένα κίνημα· ένα κίνημα που μπορεί να εμπνευστεί από τις κινητοποιήσεις ενάντια στους πλειστηριασμούς, για να υπερασπιστεί καθολικά το δικαίωμα στη στέγη απέναντι στα κερδοσκοπικά συμφέροντα. Να διεκδικήσει έλεγχο των ενοικίων και προστασία των ενοικιαστών.