28/04/1913 – Η πρώτη απογραφή επί ελληνικής διοίκησης

Στις αναρτήσεις μας που ανήκουν στη γενική θεματική «Ιστορία Ανάποδη» θυμόμαστε, με αφορμή την επέτειό τους κάθε φορά, λιγότερο ή περισσότερο ξεχασμένες στιγμές της κοινωνικής ιστορίας αυτής της πόλης, στιγμές που φωτίζουν όχι μόνο τον τρόπο που βλέπουμε ως δημοτικό σχήμα το παρελθόν, αλλά και το παρόν και το μέλλον της, στιγμές που κατέγραψε το μέλος και υποψήφιός μας Γιάννης Γκλαρνέτατζης στα βιβλία του «Στιγμές Σαλονίκης».

 
 

«Βασίλειον της Ελλάδος

Νομαρχία Θεσσαλονίκης

Το Γραφείον Εργασίας προς πάντας τους κατοίκους της Θεσσαλονίκης γνωστοποιεί ότι

Την Κυριακήν 28 Απριλίου 1913 (παλαιά χρονολογία) θέλει ενεργηθή γενική απογραφή πάντων ανεξαιρέτως των κατοίκων Θεσσαλονίκης αδιακρίτως φύλου, ηλικίας, επαγγέλματος και θρησκεύματος.

Η απογραφή δεν έχει κανένα ούτε φορολογικόν, ούτε στρατολογικόν, ούτε πολιτικόν σκοπόν, αλλ’ έχει απλώς και μόνον καθαρώς στατιστικόν και δημογραφικόν χαρακτήρα.

Η απογραφή των κατοίκων θέλει διενεργηθή υπό επιτροπών αποτελουμένων εξ υπαλλήλων και μορφωμένων ιδιωτών της πόλεως, οίτινες θα περιέλθωσι τας οικίας των κατοίκων και θα γράψωσιν εις οικογενειακά δελτία τον αριθμόν, όνομα, επάγγελμα κτλ. των μελών πάσης οικογένειας και

ΚΑΛΕΙ

Πάντας τους κατοίκους της Θεσσαλονίκης όπως κατά την ημέραν της απογραφής δεχθώσι μετά προθυμίας εις τας οικίας αυτών τους απογραφείς και δώσωσιν εις αυτούς μετ’ ακριβείας τας αιτηθησομένας στατιστικάς πληροφορίας.

Εν Θεσσαλονίκη 13 Απριλίου 1913

Ο Νομάρχης Θεσσαλονίκης

Π.Α. Αργυρόπουλος

Ο Διευθυντής του Γραφείου Εργασίας

Θ.Δ. Λιβέριος»

Με αυτή την ανακοίνωση τοιχοκολλημένη και δημοσιευμένη στις εφημερίδες της πόλης σε τέσσερις γλώσσες (ελληνικά, γαλλικά, τουρκικά και εβραϊκά) πληροφορήθηκαν οι κάτοικοι της Θεσσαλονίκης την πρόθεση των ελληνικών αρχών να τους μετρήσουν.1

Ποιος ο ρόλος, λοιπόν, της απογραφής; Ένα ανυπόγραφο κείμενο της εποχής εκείνης, από τα αρχεία της Γενικής Διοίκησης Μακεδονίας που δημοσίευσε ο Χεκίμογλου, αναφέρει: «Ως γνωστόν, πρώτιστον μέλημα παντός πεπολιτισμένου Κράτους αποβλέποντος και σκοπούντος εις την γενικήν αυτού πρόοδον είναι η διακρίβωσις του πληθυσμού αυτού υπό πάσας και ποικίλας άλλως τε απόψεις, επιτυγχανομένη διά της εν ορισμένω χρόνω απογραφής πάντων των ατόμων».2 Η διατύπωση μοιάζει γενική, αλλά μας δίνει ένα πλαίσιο εξήγησης, το οποίο μπορεί να γίνει πιο σαφές αν λάβουμε υπόψη τον Μπένεντικτ Άντερσον, ο οποίος, μελετώντας κυρίως την αποικιοκρατούμενη Νοτιοανατολική Ασία, γράφει σχετικά: «Τρεις θεσμοί εξουσίας αποκαλύπτουν περισσότερο τη γραμματική [μέσα από την οποία αναπτύχθηκαν τα αποικιακά κράτη] και παρόλο που επινοήθηκαν πριν από τα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα, άλλαξαν μορφή και λειτουργία καθώς οι αποικιοκρατούμενες περιοχές μπήκαν στην εποχή της μηχανικής αναπαραγωγής. Αυτοί οι τρεις θεσμοί είναι η Απογραφή, ο Χάρτης και το Μουσείο: όλοι μαζί διαμόρφωσαν έντονα τον τρόπο με τον οποίο το αποικιακό κράτος συνέλαβε την κυριαρχία του – τη φύση των ανθρώπων που εξουσίασε, τη γεωγραφία της επικράτειάς του και τη νομιμότητα της καταγωγής του».3 Είναι λογικό ο βασικός φορέας της ελληνικής διοίκησης στις νεαποκτηθείσες περιοχές («Νέες Χώρες» ήταν ο όρος που χρησιμοποιούνταν σχεδόν μέχρι το ’40, ενώ τώρα έχει απομείνει μόνο στην εκκλησιαστική διοικητική ορολογία) να θέλει να έχει μια λεπτομερή εικόνα της πληθυσμιακής κατάστασης που βρίσκεται στα χέρια του, ενώ θα επιθυμούσε να έχει κι ένα επιπλέον επιχείρημα για να καταδείξει τα εθνικά δικαιώματα του ελληνικού κράτους σ’ αυτές τις περιοχές. Ας μην ξεχνάμε ότι δεν είχε υπογραφεί ακόμα η Συνθήκη του Βουκουρεστίου, ενώ τα σύνορα και η πληθυσμιακή σύνθεση της Ελλάδας οριστικοποιήθηκαν –σε μεγάλο βαθμό– δέκα χρόνια αργότερα.

Στοιχεία, βέβαια, υπήρχαν από διάφορους περιηγητές, εκτιμήσεις προξενικών αρχών, θρησκευτικά κατάστιχα, αλλά και τις οθωμανικές απογραφές. Κάποια απ’ αυτά ήταν –για προφανείς λόγους– έντονα αλλοιωμένα από τις εθνικιστικές επιθυμίες. Το πιο εξωφρενικό παράδειγμα αποτελεί μια στατιστική του ρουμανικού προξενείου Θεσσαλονίκης, που, στα 1880, «βρήκε» 75.000 Εβραίους, 25.000 μουσουλμάνους, 2.500 Ρουμάνους και καθόλου Έλληνες!4 Οι επίσημες οθωμανικές απογραφές, από την άλλη, είχαν το πρόβλημα «των μεγάλων χρονικών περιόδων (από τρία έως δέκα χρόνια) που απαιτήθηκαν για τη συλλογή των στοιχείων της επαρχίας και την επεξεργασία τους στην Κωνσταντινούπολη».5 Επίσης, η κύρια στόχευσή τους παρέμενε προνεωτερική, είχε δηλαδή φορολογικούς και στρατολογικούς στόχους.6

Έχοντας, προφανώς, γνώση αυτής της πρακτικής, αλλά και θέλοντας να διασκεδάσουν τους φόβους των κατοίκων της πόλης, οι ελληνικές αρχές τονίζουν –όπως είδαμε στην αρχή– ότι η απογραφή δεν έχει «ούτε φορολογικόν, ούτε στρατολογικόν, ούτε πολιτικόν σκοπόν». Το κατά πόσο το έχαψαν αυτό οι Σαλονικιοί είναι, βέβαια, άλλο ζήτημα. «Οι χαμουτζήδες έχουν ανάγκ’ απού παράδις κι απού φαντάρους», έλεγαν –σύμφωνα με τον Τομανά– οι Μπαγιάτηδες (οι παλιοί δηλαδή Έλληνες κάτοικοι της πόλης).7 Και δεν είχαν εντελώς άδικο. Όπως αποδεικνύει έγγραφο το οποίο ερεύνησε πάλι ο Χεκίμογλου, υπήρχε διαταγή (αρ. πρωτ. 7784, 5.4.1913) του υπουργού Εσωτερικών Εμμανουήλ Ρέπουλη η οποία «διέτασσε τον καταρτισμόν απλών προχείρων απογραφικών πινάκων των αρρένων της Μακεδονίας των γεννηθέντων από του έτους 1862 έως 1894».8 Ο αρχικός στόχος, δηλαδή, της κυβέρνησης ήταν καθαρά στρατολογικός (άνδρες 18-50 ετών), αλλά στη συνέχεια η παρέμβαση του υπουργού Δικαιοσύνης και πρώτου γενικού διοικητή Κωνσταντίνου Ρακτιβάν οδήγησε σε γενική απογραφή πληθυσμού, παρά τις επιφυλάξεις του ίδιου του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου «ότι η σχεδιαζόμενη απογραφή προκαλεί ανησυχίας του εγχωρίου, και ιδία του ισραηλιτικού πληθυσμού», όπως αναφέρει ο ίδιος ο Ρακτιβάν.9

Για τη διενέργεια της απογραφής δεν έφταναν, φυσικά, οι υπάλληλοι της Γενικής Διοίκησης Μακεδονίας, γι’ αυτό και επιστρατεύτηκαν ιδιώτες από διάφορες πλευρές. Όπως σημειώνει ο Ρακτιβάν: «Ως εκ της φύσεως αυτής η επιχείρησις δεν ηδύνατο να διεξαχθή διά μόνων των κυβερνητικών οργάνων άνευ θετικής συνεργασίας και των εις τοιαύτας περιστάσεις προσλαμβανομένων πολιτών, εκ των ανεπτυγμένων ιδία τάξεων. Ο διευθύνων το αρμόδιον τμήμα δεξιώτατος διοικητικός υπάλληλος Θ. Λιβέριος επεμελήθη επί τούτω να έλθη εις συνεννοήσεις μεθ’ όλων των καταλλήλων στοιχείων, σωματείων και ιδιωτών, εν τοις πρώτοις δε εκ των Ισραηλιτών, και να καταστρώση πλήρες το δίκτυον των απογραφέων».10 Έτσι, από τις θρησκευτικές αρχές ο αρχιραβίνος πρότεινε περίπου 800 άτομα, ο μητροπολίτης 409 κι ο μουφτής περίπου 200. Επίσης η Δημαρχία υπέδειξε 75 υπαλλήλους, ενώ στην απογραφή συμμετείχαν και πολλοί τραπεζικοί υπάλληλοι (Τράπεζα Ανατολής 47, Τράπεζα Αθηνών 41, Τράπεζα Θεσσαλονίκης 10, Τράπεζα Εμπορίου και Αποθηκών 6 και Οθωμανική Τράπεζα 5). Τέλος, άλλη πηγή απογραφέων ήταν οι διάφοροι σύλλογοι και σωματεία. Πιο συγκεκριμένα ο Γυμναστικός Σύλλογος «Ηρακλής» έδωσε 50 μέλη, η Νέα Λέσχη (Nouveau Club) άλλα 50, η Νέα Λέσχη των Φιλαλλήλων (Nouveau Cercle des Intimes) 24, ο Σύλλογος Αποφοίτων της Αλλιάνς (Association des Anciens Élèves) 11. Συνολικά υπήρχαν 21 κεντρικές επιτροπές (όσα και τα τμήματα στα οποία χωρίστηκε η πόλη), 412 μικτές απογραφικές υποεπιτροπές, με 2.100-2.300 άτομα να εργάζονται για την ολοκλήρωση της απογραφής. Ακόμη, το Γραφείο Εργασίας ζήτησε εγγράφως από τα προξενεία, τον Βούλγαρο αρχιμανδρίτη και τον Αρμένιο πρωθιερέα να συστήσουν στους υπηκόους και το ποίμνιό τους, αντίστοιχα, «να συμπληρώσουν τα απογραφικά δελτία». Παράλληλα, ο διευθυντής του Γραφείου κάλεσε τους μουχτάρηδες (δημογέροντες) όλων των συνοικιών για σχετική ενημέρωση.11

Οι απογραφείς μοίρασαν από το Σάββατο 27.4 οικογενειακά δελτία απογραφής στα οποία καταγράφονταν για κάθε μέλος της οικογένειας το ονοματεπώνυμο, το φύλο, το έτος γέννησης, η θρησκεία (και το συγκεκριμένο δόγμα), η υπηκοότητα, η μητρική γλώσσα, το επάγγελμα κι ο τόπος μόνιμης κατοικίας.12 Τα περισσότερα απ’ αυτά τα στοιχεία χάθηκαν. Διασώθηκαν τα αποτελέσματα κατά περιοχή και εθνότητα (που είναι σαφές ότι προκύπτει από το θρήσκευμα), καθώς και κατά φύλα και εθνότητα για το σύνολο της πόλης. Τα παραθέτουμε στον πίνακα που αντιγράφουμε (βάζοντας και ποσοστά) από τον πρωτότυπο που φέρει την υπογραφή του «δεξιώτατου» διευθυντή του Γραφείου Εργασίας Θ.Δ. Λιβερίου. Οι περισσότερες επεξηγήσεις για τις συνοικίες στις οποίες αντιστοιχούν τα απογραφικά τμήματα είναι από το σχετικό άρθρο του Δημητριάδη, καθώς κι από το ογκώδες έργο του ιδίου για την τοπογραφία της Θεσσαλονίκης κατά την Τουρκοκρατία.13

Πίνακας 1

Αποτελέσματα της απογραφής κατά εθνότητα και περιοχή

Τμήμα

Άτομα εν όλω

Έλληνες

Ισραηλίται

Οθωμανοί

Βούλγαροι

Ξένοι

1

3.175

2.420

76,2%

499

15,7%

122

3,8%

10

0,3%

214

6,7%

2

3.577

2.336

65,3%

138

3,9%

885

24,7%

21

0,6%

199

5,6%

3

2.571

1.179

45,9%

354

13,8%

488

19,0%

432

16,8%

118

4,6%

4

6.791

1.645

24,2%

2.468

36,3%

2.211

32,6%

114

1,7%

356

5,2%

5

7.192

3.384

47,1%

2.328

32,4%

698

9,7%

506

7,0%

276

3,8%

6

198

118

59,6%

36

18,2%

23

11,6%

0

0,0%

21

10,6%

7

1.842

1.511

82,0%

15

0,8%

35

1,9%

20

1,1%

261

14,2%

8

14.364

2.576

17,9%

11.315

78,8%

317

2,2%

22

0,2%

134

0,9%

9

8.165

3.797

46,5%

3.419

41,9%

915

11,2%

172

2,1%

62

0,8%

10

10.120

7.198

71,1%

344

3,4%

1.279

12,6%

1.145

11,3%

154

1,5%

11

13.984

1.437

10,3%

25

0,2%

12.174

87,3%

268

1,9%

44

0,3%

12

6.295

597

9,5%

5.423

86,1%

47

0,7%

111

1,8%

117

1,9%

13

9.338

734

7,9%

8.445

90,4%

61

0,7%

47

0,5%

51

0,5%

14

13.093

1.228

9,4%

8.241

62,9%

2.959

22,6%

546

4,2%

119

0,9%

15

12.113

81

0,7%

1.362

11,2%

10.596

87,5%

67

0,6%

17

0,1%

16

3.906

2.169

55,5%

822

21,0%

367

9,4%

107

2,7%

441

11,3%

17

14.564

1.623

11,1%

9.355

64,2%

2.944

20,2%

391

2,7%

251

1,7%

18

8.593

279

3,2%

1.398

16,3%

6.886

80,1%

21

0,2%

9

0,1%

19

7.591

1.138

15,0%

3.193

42,1%

1.945

25,6%

1.082

14,3%

233

3,1%

20

9.263

3.531

38,1%

2.344

25,3%

1.110

12,0%

1.181

12,7%

1.097

11,8%

21

1.187

975

82,1%

5

0,4%

17

1,4%

0

0,0%

190

16,0%

Σύν.

157.889

39.956

25,3%

61.439

38,9%

45.867

29,1%

6.263

4,0%

4.364

2,8%

Τα απογραφικά τμήματα στα οποία είχε χωριστεί η Θεσσαλονίκη ξεκινούσαν από τα νοτιοανατολικά και κατέληγαν στα βορειοδυτικά ως εξής (μετά την παύλα η έδρα κάθε τμήματος):

1: Συνοικία Βουγιούκ-Δερέ και Δεπό (Büyük dere, δηλ. Μεγάλος Λάκκος ονομαζόταν ο χείμαρρος του Κυβερνείου, καθώς και οι οδοί Κρήτης και Δελφών, ενώ Ντεπό λέγεται ακόμη και σήμερα η περιοχή γύρω από το παλιό αμαξοστάσιο των τραμ που μέχρι πριν λίγα χρόνια στάθμευαν οχήματα της αστυνομίας) – Λύκειον Νούκα (πιο γνωστό ως Μαράσλειο, μετέπειτα Β΄ κι αργότερα Ζ΄ Γυμνάσιο Θηλέων, κατόπιν 19ο Γυμνάσιο και σήμερα 19ο Λύκειο Θεσσαλονίκης, στην οδό Αλεξανδρείας 93).14

2: Συνοικία Αναλήψεως και Καραγάτς (Καραγάτσια λεγόταν μέχρι και μετά τον πόλεμο η περιοχή πέρα από την Ανάληψη προς την οδό 25ης Μαρτίου) – Αστυνομικός Σταθμός Καραγάτς.

3: Συνοικία Δεφτερδάρ και Κάρλο Αρσλάν (Defterdar λεγόταν ο χείμαρρος Κωνσταντινίδη δυτικά της Σχολής Τυφλών, ενώ ο χείμαρρος Karlo Arslan περνούσε πλάι από το παλιό κεραμοποιείο Αλλατίνι στην περιοχή της σημερινής οδού 26ης Οκτωβρίου και χυνόταν στη θάλασσα δίπλα στο παλιό Κυβερνείο, δηλ. το σημερινό Εθνικό και Λαογραφικό Μουσείο) – Εμπορική Σχολή Κωνσταντινίδου (αρχικά το αρχοντικό του Αλβανού Ομάρ Πριστίνα, χρησιμοποιήθηκε κατόπιν ως Δημόσιο Ταμείο [Defterdar] και σήμερα στεγάζει τη Σχολή Τυφλών, Βασιλίσσης Όλγας 32).15

4: Συνοικία Αγίας Τριάδος και Κερίμ Εφένδη (όπως ονομαζόταν τότε η σημερινή οδός Παρασκευοπούλου) – Αστυνομικός Σταθμός Αγίας Τριάδος.

5: Συνοικία Ορφανοτροφείου (Παπάφειου) – Αστυνομικός Σταθμός Ορφανοτροφείου.

6: Συνοικία Στρατώνων (η περιοχή του Γ΄ Σώματος Στρατού και η ομώνυμη λεωφόρος) – Φυλάκιον Στρατώνων.

7: Συνοικία Χαμηδιέ, ανατολική πλευρά και Παρθεναγωγείον Νούκα (Χαμιντιέ λεγόταν η οδός Εθνικής Αμύνης, άρα το τμήμα αυτό είναι εκτός των τειχών) – δεν αναγράφεται έδρα, αλλά είναι πιθανόν να είναι το παρθεναγωγείο –όπως φαίνεται παραπάνω, κι άλλα σχολεία ήταν έδρες απογραφικών τμημάτων– το οποίο στεγαζόταν τότε στο αρχοντικό του Αγγελάκη, όπου αργότερα κτίστηκε το κτίριο που στεγάζει τον χριστιανικό σύλλογο Φάρο – Απόστολο Παύλο, Εθνικής Αμύνης 22 γωνία με Μανουσογιαννάκη).

8: Συνοικία Χαμηδιέ, δυτική πλευρά μέχρι Μητροπόλεως και Αστυνομικός Σταθμού Λευκού Πύργου Χαμηδιέ (αυτό το τμήμα ήταν εντός των τειχών και –απ’ ότι φαίνεται από το επόμενο– μάλλον κάτω από τη σημερινή οδό Μανουσογιαννάκη και την πλατεία Ναυαρίνου) – κι εδώ δεν αναγράφεται έδρα, αλλά είναι σχεδόν σίγουρο ότι θα ήταν ο αστυνομικός σταθμός της περιοχής, κάτι που συμβαίνει σε άλλα εννέα τμήματα.

9: Συνοικία Ιπποδρομίου μέχρι Αγίας Σοφίας και οδού Εγνατίας – Συνοδικόν Εκκλησίας Παναγούδας.

10: Συνοικία Αγίου Αθανασίου μέχρι Συντριβανίου και οδού Μιδάτ Πασσά (Midhat Paşa ονομαζόταν η οδός Αγίου Δημητρίου, κάτω όριο αυτού του τμήματος ήταν η Εγνατία απ’ όπου ξεκινούσε το προηγούμενο τμήμα, ενώ δυτικά σταματούσε στην Αχειροποίητο, όπως φαίνεται από το τμήμα 14 παρακάτω) – Συνοδικόν Αγίου Αθανασίου.

11: Συνοικία Τσαούς Μοναστήρ και από της οδού Μιδάτ Πασσά μέχρι του Γεδή Κουλέ (Τσαούς Μοναστήρ είναι η Μονή Βλατάδων κι είναι λογικό να υποθέσουμε ότι δυτικά έφθανε μέχρι την οδό Αγίας Σοφίας, όπως και τα προηγούμενα τρία τμήματα) – Αστυνομικός Σταθμός Μονής Βλατάδων.

12: Συνοικισμός Παλαιά Ψαράδικα, Αγίας Ελεούσης (τα Παλιά Ψαράδικα βρισκόταν κοντά στην εκκλησία του Αγίου Μηνά, ενώ η Αγία Ελεούσα ήταν ναός επί της Τσιμισκή που κάηκε, τώρα υπάρχει ομώνυμο παρεκκλήσι ενσωματωμένο σε πολυώροφο κτίριο στον αριθμό 50 της ίδιας οδού,16 με βάση το επόμενο τμήμα είναι πιθανό αυτό το τμήμα να ήταν κάτω από τη Βασ. Ηρακλείου και μάλλον μεταξύ Αγίας Σοφίας και Βενιζέλου) – Αστυνομικός Σταθμός Ψαράδικα.

13: Συνοικισμός Αγίας Θεοδώρας και Μεγάλης Χάβρας (η μονή της Αγίας Θεοδώρας υπάρχει ακόμη στην οδό Ερμού μεταξύ Αριστοτέλους και Καρόλου Ντηλ, ενώ η Αρχιραβινεία με τη Μεγάλη Συναγωγή [Χάβρα] και τη σχολή Ταλμούδ Τορά βρισκόταν στο χώρο της σημερινής αγοράς Μοδιάνο, λογικά το τμήμα ήταν κάτω από την Εγνατία κι επίσης μεταξύ Αγίας Σοφίας και Βενιζέλου) – Αρχιραβινεία.

14: Συνοικισμός Αγίου Νικολάου μέχρι Αγίου Δημητρίου και Αγίας Παρασκευής (ο ναός του Αγίου Νικολάου του Τρανού κάηκε στην πυρκαγιά του ’17 και στη θέση του χτίστηκε το σημερινό παρεκκλήσι επί της οδού Μητροπολίτου Γενναδίου, ενώ Αγία Παρασκευή είναι το άλλο όνομα της Αχειροποιήτου, όπως φαίνεται από τα όρια του τμήματος 17 παρακάτω η άλλη άκρη πρέπει να ήταν η οδός Βενιζέλου, ενώ το άνω άκρο ήταν η Αγίου Δημητρίου) – Εκκλησία Αγίου Νικολάου.

15: Συνοικισμός από της οδού Μιδάτ Πασσά προς ανατολάς του Διοικητηρίου μέχρι του τείχους (η περιοχή της Άνω Πόλης γύρω από τον Προφήτη Ηλία μέχρι το Τσινάρι, μεταξύ Αγίας Σοφίας από τη μια και Φιλήμονος Δραγούμη και Κλειούς από την άλλη) – Αστυνομικός Σταθμός Προφήτου Ηλία.

16: Συνοικισμός Φραγκομαχαλά, Τοπχανέ, Άγιος Μήνας μέχρι παραλίας (Τοπχανέ δηλ. Πυροβολοστάσιο ονομαζόταν ο Πύργος που βρισκόταν στην άκρη του τείχους στα σημερινά Δικαστήρια, πέρα από τη Βενιζέλου και κάτω από την Εγνατία) – Οίκημα της Δ΄ Μεραρχίας.

17: Συνοικισμός Δημαρχίας μέχρι Πύλης Βαρδαρίου άνωθεν της Εγνατίας οδού – Οίκημα της Δημαρχίας (που τότε βρισκόταν στη σημερινή οδό Ίωνος Δραγούμη, πίσω από Χαμζά Μπέη τζαμί, γνωστό ως Αλκαζάρ).17

18: Συνοικισμός: Τας συνοικίας από Διοικητηρίου δυτικώς μέχρι Γενή Καπού άνωθεν της οδού Μιδάτ Πασσά (Γενή Καπού ήταν η πύλη του τείχους στην αρχή της οδού Αγίου Δημητρίου, στο καφενείο του Καφαντάρη) – Αστυνομικός Σταθμός Γενή Καπού.

19: Συνοικισμός Ρεζή, Κιλκίς Μαχαλά Β. πλευρά μέχρι σταθμού Κωνσταντινουπόλεως (η συνοικία που πήρε τ’ όνομά της από το καπνομάγαζο της Regie ήταν περίπου μεταξύ των σημερινών οδών Λαγκαδά και Μοναστηρίου μέχρι το Νέο Σιδηροδρομικό Σταθμό πάνω από τον οποίο ήταν ο Κιλκίς Μαχαλά, ενώ ο Σταθμός Κωνσταντινουπόλεως βρισκόταν στην περιοχή της Επταλόφου)18 – Αστυνομικός Σταθμός Πύλης Βαρδαρίου.

20: Συνοικισμός Καβάκια, σιδ. σταθμός Μοναστηρίου, Βεξινάρ (Καβάκια είναι η περιοχή βόρεια από τον Παλιό Σταθμό, ενώ το Μπεστσινάρ δυτικά στην περιοχή της σημερινής πύλης 10 του λιμανιού και ο Σταθμός Μοναστηρίου είναι ο Παλιός Σιδηροδρομικός Σταθμός) – Αστυνομικός Σταθμός σιδηροδρόμου.

21: Ανεξάρτητον τμήμα Λιμένος (εδώ απογράφηκαν τα πληρώματα των πλοίων που ήταν αραγμένα στο λιμάνι το βράδυ της 27ης προς 28η Απριλίου) – Λιμεναρχείον.

Όπως βλέπουμε από τον πίνακα, γενικά υπήρχε διασπορά των εθνοθρησκευτικών ομάδων, με μεγάλες όμως διακυμάνσεις στην ποσοστιαία συμμετοχή. Έτσι, οι Ισραηλίτες έχουν τις μεγαλύτερες συγκεντρώσεις εντός της πόλης προς τη θάλασσα, στα τμήματα 13 (Αγίας Θεοδώρας και Μεγάλης Χάβρας – 90,4%), 12 (Παλιά Ψαράδικα και Αγίας Ελεούσης – 86,1%) και 8 (δυτική πλευρά Χαμηδιέ μέχρι Μητρόπολη – 78,8%). Οι Οθωμανοί είναι μαζεμένοι στα ψηλά, με υψηλότερα ποσοστά στα τμήματα 15 (ανατ. Διοικητηρίου από Μιδάτ Πασσά μέχρι τείχους – 87,5%), 11 (Τσαούς Μοναστήρ από Μιδάτ Πασσά μέχρι Γεδή Κουλέ – 87,3%) και 18 (δυτ. Διοικητηρίου μέχρι Γενή Καπού άνωθεν Μιδάτ Πασσά – 80,1%). Αν εξαιρέσουμε το ιδιόμορφο τμήμα 21 (Λιμένος), οι μεγαλύτερες πυκνότητες Ελλήνων συναντούνται ανατολικά, δηλ. τμήμα 7 (ανατ. πλευρά Χαμηδιέ – 82,0%), 1 (Βουγιούκ-Δερέ και Δεπό – 76,2%) και 10 (Αγίου Αθανασίου – 71,1%). Οι υψηλότερες συγκεντρώσεις Βουλγάρων εμφανίζονται εκτός των τειχών στο τμήμα 3 (Δεφτερδάρ και Κάρλο Αρσλάν – 16,8%), καθώς και στα δύο δυτικά τμήματα 19 (Ρεζή, Κιλκίς Μαχαλά – 14,3%) και 20 (Καβάκια, Σ.Σ. Μοναστηρίου και Βεξινάρ – 12,7%). Τέλος οι πολλοί Ξένοι εμφανίζονται στα τμήματα 7 (ανατ. πλευρά Χαμηδιέ – 14,2%), 20 (Καβάκια, Σ.Σ. Μοναστηρίου και Βεξινάρ – 11,8%) και βέβαια στο 16 (Φραγκομαχαλάς, Τοπχανέ, Άγ. Μηνάς – 11,3%).

Αν, τώρα, ενοποιήσουμε τα απογραφικά τμήματα κατά μεγαλύτερες γεωγραφικές ενότητες, καταλήγουμε στις εξής κατανομές. Ανατολικά εκτός των τειχών έχουμε: 49,7% Έλληνες, 23,0% Ισραηλίτες, 17,6% Οθωμανούς, 5,7% Ξένους και 4,4% Βούλγαρους. Εκτός των τειχών πάλι, αλλά από την άλλη πλευρά, η κατανομή είναι: Ισραηλίτες 32,9%, Έλληνες 27,7%, Οθωμανοί 18,1%, Βούλγαροι 13,4% και Ξένοι 7,9%. Εντός της περιτειχισμένης πόλης κατοικούν: 43,8% Ισραηλίτες, 33,7% Οθωμανοί, 19,0% Έλληνες, 2,5% Βούλγαροι και 1,2% Ξένοι. Βέβαια, εντός των τειχών κατοικεί η συντριπτική πλειοψηφία του απογραφέντος πληθυσμού, δηλ. 114.499 άτομα. Αν, τώρα, χωρίσουμε και την εντός των τειχών πόλη σε τρεις περιοχές θα δούμε πως πάνω από την οδό Αγίου Δημητρίου (τμήματα 11, 15 και 18) έχουμε την κυριαρχία του οθωμανικού στοιχείου (85,6%), στην περιοχή κάτω από την Αγίου Δημητρίου και ανατολικά της οδού Αγίας Σοφίας (τμήματα 8, 9 και 10) υπάρχει μια ισορροπία μεταξύ Ισραηλιτών (46,2%) και Ελλήνων (41,6%), ενώ, τέλος, στο μεγαλύτερο κομμάτι της πόλης, αυτό δηλαδή δυτικά της Αγίας Σοφίας και κάτω από την Αγίου Δημητρίου (τμήματα 12, 13, 14, 16 και 17), πάνω από τα δύο τρίτα του πληθυσμού είναι Ισραηλίτες (68,4%).

Η εθνοτική κατανομή γίνεται προφανώς με βάση το θρήσκευμα, δηλαδή ως Οθωμανοί καταγράφονται όλοι οι μουσουλμάνοι (Τούρκοι, Αλβανοί, Τσιγγάνοι, ντονμέδες), ως Έλληνες οι ορθόδοξοι πατριαρχικοί και ως Βούλγαροι οι ορθόδοξοι εξαρχικοί. Αν είχαν διασωθεί τα στοιχεία για τη μητρική γλώσσα, θα είχαμε μια καλύτερη εικόνα για την κατανομή των εθνοτήτων στην πόλη, όπως –βέβαια– και για την ταξική κατανομή, αν δεν είχαν χαθεί και οι καταγραφές των επαγγελμάτων. Η ιστορία όμως δεν γράφεται με «αν».

Όσον αφορά την ποιότητα της απογραφής, εντοπίσαμε κάποια λαθάκια στις αθροίσεις. Έτσι, στο τμήμα 1, αν προσθέσουμε τους αριθμούς κατά εθνότητα, προκύπτει ένας αριθμός μεγαλύτερος κατά 90 άτομα απ’ αυτό που καταγράφεται στο σύνολο των ατόμων, ενώ, παράλληλα, αν αθροίσουμε τη στήλη των Ισραηλιτών, θα δούμε το σύνολο να βγαίνει μεγαλύτερο, από το επίσημα καταγραφόμενο, κατά 90, μπορούμε επομένως βάσιμα να υποθέσουμε ότι κάπου «χάθηκαν» 90 Ισραηλίτες του Ντεπό. Το μεγαλύτερο σφάλμα στην άθροιση εμφανίζεται στο τμήμα 9 (Ιπποδρόμιο), όπου το καταγραφόμενο σύνολο είναι κατά 200 άτομα μικρότερο από το άθροισμα των εθνοτήτων της περιοχής, ενώ πολύ μικρά σφάλματα εμφανίζονται στα τμήματα 15 (Προφήτης Ηλίας) και 2 (Ανάληψη) με διαφορές δέκα και δύο ατόμων αντίστοιχα. Καθώς το άθροισμα των Οθωμανών είναι μικρότερο κατά 212 άτομα από το καταγραφόμενο, είναι λογικό να θεωρήσουμε ότι οι συγκεκριμένοι κάτοικοι που λείπουν ανήκουν στην κατηγορία των Οθωμανών. Τέλος, από το σύνολο του τμήματος 4 (Αγίας Τριάδος) λείπουν τρία άτομα, τα οποία όμως έχουν συμπεριληφθεί στο γενικό άθροισμα όλων των τμημάτων. Εν πάση περιπτώσει, το ποσοστό αυτών των σφαλμάτων στην πρόσθεση είναι 0,2%.

Ένα άλλο στοιχείο είναι τα πληρώματα των πλοίων, που στη συντριπτική τους πλειοψηφία είναι Έλληνες (975 στα 1.187 άτομα). Επίσης, στην πόλη υπήρχαν αρκετές χιλιάδες στρατιώτες, κυρίως Έλληνες αλλά και Βούλγαροι. Τι έγινε μ’ αυτούς; «Οι στρατιώτες βέβαια δεν απογράφηκαν», σημειώνει ο Χεκίμογλου.19 «Στους έλληνες [περιλήφθηκαν] και κάμποσοι φαντάροι και αξιωματικοί (ανεπίσημα βέβαια)», αναφέρει ο Τομανάς.20 Ένα δεδομένο που μπορεί να μας πει κάτι σχετικά είναι η κατά φύλα κατανομή των διαφόρων εθνοτήτων. Δηλαδή, οι Ισραηλίτισσες αποτελούν το 51,6% της εθνικής τους ομάδας, οι Οθωμανές το 50,3%, οι Βουλγάρες το 45,7%, οι Ξένες το 42,9% κι οι Ελληνίδες μόλις το 41,1%. Όπως γράφει ο Χεκίμογλου (από το βιβλίο του οποίου πήραμε τις αναλογίες κατά φύλα), «εντύπωση προκαλεί η μεγάλη διαφορά ανάμεσα στους Έλληνες και τις Ελληνίδες: αντιστοιχούσαν 10 άνδρες σε 7 γυναίκες… Φαίνεται ότι έχει κάποια βάση η παράδοση ότι οι παλιοί Θεσσαλονικείς… απέφευγαν το γάμο… Όπως και νάχει το πράγμα η μεγάλη αυτή διαφορά πρέπει να έχει κάποια εξήγηση».21 Η αποφυγή του γάμου από τους Μπαγιάτηδες ως αποτέλεσμα της έλλειψης υποψήφιων Ελληνίδων συζύγων μοιάζει λογική, αλλά δεν μπορεί να εξηγήσει την κατάσταση. Η απογραφή, λοιπόν, και κάποιων στρατιωτικών ή δημοσίων υπαλλήλων (που προφανώς ήταν εργένηδες ή χωρίς τις οικογένειές τους στην πόλη) φαίνεται πιθανή. Παρόμοια είναι, λογικά, κι η περίπτωση των ναυτικών, με αφορμή την οποία μπορούμε να δούμε κι ένα άλλο δεδομένο, αυτό του μέσου αριθμού ατόμων ανά οικογένεια, γιατί (ευτυχώς) διασώθηκαν και τα στοιχεία για τον αριθμό οικογενειών κατά απογραφικό τμήμα. Έτσι, ενώ η μέση οικογένεια στη Θεσσαλονίκη είχε πέντε μέλη (157.889 κάτοικοι σε 32.184 οικογένειες), στο ανεξάρτητο τμήμα Λιμένος ο αριθμός αυτός εκτινάσσεται στα εννιά μέλη, προφανώς επειδή ως «οικογένεια» θεωρήθηκε το πλήρωμα κάθε καραβιού ή καϊκιού. Στα υπόλοιπα τμήματα της πόλης ο μέσος αριθμός μελών ανά οικογένεια είναι τέσσερα με πέντε, με εξαίρεση δύο μικρά γειτονικά τμήματα (ο συνολικός πληθυσμός τους μόλις που ξεπερνάει τα δυο χιλιάδες άτομα), το 6 (Στρατώνων) και το 7 (ανατολική πλευρά Χαμηδιέ), όπου ο μέσος όρος μελών των οικογενειών είναι έξι. Σ’ αυτά τα τμήματα οι Έλληνες υπερτερούν με 59,6% και 82,0%, αντίστοιχα. Έχουμε, λοιπόν, πολυμελείς ελληνικές οικογένειες αποτελούμενες κυρίως από άντρες στην περιοχή των στρατώνων. Χμ…

Τώρα, όσον αφορά τις άλλες εθνότητες, σύμφωνα με τον Τομανά «στους τούρκους περιλήφθηκαν και αρκετοί πρόσφυγες», ενώ «οι βούλγαροι εμφάνισαν ως μόνιμους κατοίκους της πόλης και ειδικά προσκεκλημένους συγγενείς τους από τα γύρω χωριά». Έτσι, πάντα κατά τον ίδιο συγγραφέα, οι μόνοι που δεν «φούσκωσαν» (ηθελημένα ή αθέλητα) τον αριθμό τους ήταν οι Εβραίοι.22 Επιπλέον, υπάρχουν στο Αρχείο της Γενικής Διοίκησης και στοιχεία της αμέσως προηγούμενης περιόδου από δύο προξενεία. Το αυστριακό δίνει συνολικό πληθυσμό 124.523 κατοίκους εκ των οποίων 44.331 (35,6%) Εβραίοι, 24.699 (19,8%) Μουσουλμάνοι και 10.594 (8,5%) Έλληνες· ενώ το ελληνικό, από την πλευρά, υπολογίζει τους κατοίκους της Θεσσαλονίκης σε 205.061 με την εξής εθνοτική κατανομή: Εβραίοι 93.338 (45,5%), Μουσουλμάνοι 54.718 (26,7%), Έλληνες 27.100 (13,2%), Βούλγαροι 8.194 (4,0%), Ιταλοί 2.353 (1,1%), Αθίγγανοι 1.800 (0,9%), Αρμένιοι 1.108 (0,5%) και λοιποί 16.450 (8,0%).23 Ως προς το συνολικό μέγεθος του πληθυσμού, ο αριθμός που δίνουν οι ελληνικές προξενικές αρχές μοιάζει μάλλον υπερβολικός. Γεννάται όμως το ερώτημα πώς υπολογίζουν τόσο μικρότερο της απογραφής του Ρακτιβάν τον ελληνικό πληθυσμό της πόλης, όχι μόνο σε ποσοστά αλλά και σε απόλυτους αριθμούς;

Πάντως, τα αποτελέσματα της απογραφής της 28ης Απριλίου 1913 «δεν έγιναν γνωστά, παρά την υπόσχεση των αρμοδίων ότι η επεξεργασία των στοιχείων θα τελείωνε σε έξι μήνες. Τα γεγονότα άλλωστε που ακολούθησαν σε σύντομο χρονικό διάστημα… άλλαξαν δραστικά τη σύνθεση του πληθυσμού της πόλης και κατέστησαν τα αποτελέσματα χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο», σημειώνει ο Δημητριάδης.24 Τα αποτελέσματα έγιναν εν μέρει γνωστά πολλά χρόνια αργότερα και, αν μη τι άλλο, αποτελούν την επίσημη άποψη των ελληνικών αρχών για την πληθυσμιακή σύνθεση της Θεσσαλονίκης τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Σύμφωνα με αυτά, λοιπόν, το ποσοστό των κατοίκων της πόλης που μπορούσε σχεδόν σίγουρα να θεωρήσει την είσοδο των ελληνικών στρατευμάτων ως απελευθέρωση, δεν ξεπερνούσε το ένα τέταρτο των κατοίκων της.

1 Βασίλης Δημητριάδης, «Ο πληθυσμός της Θεσσαλονίκης και η Ελληνική Κοινότητά της κατά το 1913» στο Μακεδονικά – Σύγγραμμα Περιοδικόν της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, τόμος 23ος, Θεσσαλονίκη 1983, σ. 91.

2 Ευάγγελος Χεκίμογλου, Θεσσαλονίκη. Τουρκοκρατία και Μεσοπόλεμος. Κείμενα για την ιστορία και την τοπογραφία της πόλης, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1996, σ. 334-335.

3 Μπένεντικτ Άντερσον, Φαντασιακές Κοινότητες: Στοχασμοί για τις απαρχές και τη διάδοση του εθνικισμού, μτφρ. Ποθητή Χαντζαρούλα, Νεφέλη, Αθήνα 1997, σ. 245-246.

4 Ρ. Μόλχο, Οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης…, ό.π., σ. 45.

5 Ό.π., σ. 31.

6 Βλ. αντίστοιχα για τη ΝΑ Ασία στο Μπ. Άντερσον, ό.π., σ. 251-252.

7 Κ. Τομανάς, Χρονικό της Θεσσαλονίκης 1875-1920, ό.π., σ. 176.

8 Ευ. Χεκίμογλου, ό.π., σ. 330, 336.

9 Ό.π., σ. 332.

10 Κωνσταντίνος Ρακτιβάν, Έγγραφα και σημειώσεις εκ της πρώτης ελληνικής Διοικήσεως της Μακεδονίας (1912-1913), επιμ. Ι. Δημαρά, Θεσσαλονίκη 1951, σ. 50, όπως παρατίθεται στο Β. Δημητριάδης, «Ο πληθυσμός της Θεσσαλονίκης…», ό.π., σ. 89.

11 Β. Δημητριάδης, «Ο πληθυσμός της Θεσσαλονίκης…», ό.π., σ. 92· Ρ. Μόλχο, ό.π., σ. 198, 204, 206, για τα ακριβή ονόματα των συλλόγων.

12 Β. Δημητριάδης, «Ο πληθυσμός της Θεσσαλονίκης…», ό.π., σ. 92· Ευ. Χεκίμογλου, ό.π., σ. 334.

13 Β. Δημητριάδης, «Ο πληθυσμός της Θεσσαλονίκης…», ό.π., σ. 93-96· Β. Δημητριάδης, Τοπογραφία της Θεσσαλονίκης…, ό.π.

14 Κώστας Τομανάς, Τα σχολεία της Θεσσαλονίκης μέχρι το 1944, Νησίδες, Θεσσαλονίκη 1997, σ. 65.

15 Ό.π., σ. 68.

16 Ευ. Χεκίμογλου, ό.π., σ. 9.

18 Δημήτρης Παπαδημητρίου, «Το τραίνο στη Βόρεια Ελλάδα και τον ευρύτερο βαλκανικό χώρο», Χίλια Δέντρα, Νο. 3, Ιούλιος 1999, σ. 14.

19 Ευ. Χεκίμογλου, ό.π., σ. 342.

20 Κ. Τομανάς, ό.π., σ. 176.

21 Ευ. Χεκίμογλου, ό.π., σ. 341.

22 Κ. Τομανάς, ό.π., σ. 176.

23 Ευ. Χεκίμογλου, ό.π., σ. 339-340.

24 Β. Δημητριάδης, «Ο πληθυσμός της Θεσσαλονίκης…», ό.π., σ. 95.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *