Γνωρίζουμε ότι η κατάσταση σήμερα στους Δήμους είναι εξαιρετικά δύσκολη και δεν προσφέρεται για εύκολες προτάσεις. Η μακρά νεοφιλελεύθερη κυριαρχία και τα μνημόνια ενσωματώθηκαν στη δομή και τη λειτουργία των Δήμων, μετατρέποντάς τους σταδιακά σε έναν ακόμα μηχανισμό του αστικού κράτους. Πρώτα ο «Καποδίστριας» και μετά ο «Καλλικράτης» απομάκρυναν την αυτοδιοίκηση από την κοινωνική της βάση, καταστρέφοντας τις όποιες σχέσεις δημοκρατικής εκπροσώπησης και σχηματίζοντας έναν απόμακρο, γραφειοκρατικό Δήμο. Στη συνέχεια η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ με την ψήφιση του «Κλεισθένη», ενσωμάτωσε κατά γράμμα τις κατευθύνσεις του 3ου μνημονίου για «Τριετή Στρατηγική Μεταρρυθμίσεων» και επιτάχυνε τη μετατροπή της Τοπικής Αυτοδιοίκησης σε εργαλείο εφαρμογής των νεοφιλελεύθερων πολιτικών. Νομιμοποίησε τις αντισυνταγματικές περικοπές των ΚΑΠ (Κεντρικοί Αυτοτελείς Πόροι), στερώντας από τους Δήμους τεράστια έσοδα (σύμφωνα με στοιχεία της ΚΕΔΕ, από το 2010 μέχρι και το 2022, το ύψος των παρακρατηθέντων – υπεξαιρεθέντων φόρων θα φθάσουν τα 26 δις ευρώ).
Αυτός ο οικονομικός στραγγαλισμός χρησιμοποιήθηκε πρόθυμα από τις περισσότερες δημοτικές αρχές ως εργαλείο προκειμένου να οδηγήσει στην επέκταση της λογικής της «επιχειρηματικότητας» και στη διασύνδεσή των δημοτικών αρχών με κερδοσκοπικά ιδιωτικά συμφέροντα, στα οποία παραχωρούνται βασικές λειτουργίες των Δήμων, όπως η διαχείριση των απορριμμάτων, οι κοινωνικές υποδομές και υπηρεσίες. Οι Δήμοι καλούνται να λειτουργούν ως οιωνεί επιχειρήσεις που, υπό τη διαρκή απειλή της πτώχευσης, αναζητούν «ευρωπαϊκούς» πόρους για να ικανοποιήσουν στοιχειώδεις ανάγκες των πολιτών τους και εξαναγκάζονται με αυτό τον τρόπο να υποτάσσονται ακόμα βαθύτερα στους ιδιωτικοοικονομικούς όρους που επιβάλλουν αυτά τα χρηματοδοτικά πλαίσια. Η κατάσταση αυτή αντανακλάται και σε επίθεση στα δικαιώματα των εργαζομένων στους Δήμους: μείωση προσωπικού, περικοπές, δεκάδες εργατικά «ατυχήματα», ελαστικές μορφές εργασίας. Όλα αυτά συντείνουν στην κατακόρυφη πτώση της ποιότητας των υπηρεσιών που παρέχουν οι Δήμοι προς τους πολίτες τους.
Σε ό,τι αφορά το Δήμο Θεσσαλονίκης, το γεγονός ότι η παράταξη της «Πρωτοβουλίας» έσπασε πριν 10 χρόνια την κυριαρχία της δεξιάς και του σκοταδιστικού τρίδυμου Παπαγεωργόπουλου-Ψωμιάδη-Άνθιμου, δεν καθιστά τη διοίκηση Μπουτάρη προοδευτική. Μπορεί η ρατσιστική δεξιά αντιπολίτευση να κατηγορεί τον Μπουτάρη ότι διεύρυνε τις ελευθερίες και τα δικαιώματα κάποιων καταπιεσμένων ομάδων, όπως οι πρόσφυγες κι οι ομοφυλόφιλοι. Αυτό όμως κυρίως που έκανε η διοίκηση ήταν να υποτάξει αυτά τα δικαιώματα στα επιχειρηματικά συμφέροντα, υποτιμώντας και δυσφημίζοντας έτσι τα ζητήματα αυτά στα μάτια του κόσμου. Η εθνικιστική δεξιά κατηγορεί τον Μπουτάρη ότι υποστήριξε ανθελληνικές θέσεις. Ο Μπουτάρης όμως, ενδιαφέρεται μάλλον για τα λεφτά των πλούσιων τουριστών, παρά για τα δίκαια των γειτονικών λαών.
Κατά τα άλλα, η διοίκηση Μπουτάρη εφάρμοσε πιστά τη μνημονιακή πολιτική, χωρίς αντιστάσεις ή εναλλακτικές προτάσεις. Υπήρξε υπέρμαχος του ξεπουλήματος των δημόσιων επιχειρήσεων που εδρεύουν στην πόλη (χαρακτηριστική η δήλωση Μπουτάρη ότι θα έδινε και για ένα ευρώ τον ΟΛΘ και τζάμπα τη στοά Μοδιάνο). Δε δίστασε να ζητήσει, μαζί με τον Τζιτζικώστα, ασφαλιστικά μέτρα ενάντια στις κινητοποιήσεις των εργαζομένων στους ΟΤΑ και να απειλήσει ότι θα συγκροτήσει απεργοσπαστικό μηχανισμό, με όχημα τους ιδιώτες. Συναίνεσε στη μεταβίβαση στο Υπερταμείο μνημείων ιστορικής κληρονομιάς και κτιρίων μεγάλης αξίας, όπως το Υπουργείο Μακεδονίας Θράκης, το Καυτατζόγλειο γήπεδο, ή ακόμα το παραλιακό μέτωπο. Έχει αναδείξει επιχειρήσεις όπως η ΚΟΚΑ-ΚΟΛΑ και η ElDorado σε βασικούς χρηματοδότες της πόλης, όσο αφορά τη συντήρηση των σχολικών κτηρίων, την «επιχειρηματικότητα» των νέων, το στολισμό των Χριστουγέννων, ακόμα και την περιβαλλοντική διαχείριση κ.α. Έχει προσφύγει στην Παγκόσμια Τράπεζα και στο Ίδρυμα Ροκφέλερ για δανειοδότηση, παραδίδοντάς τους ουσιαστικά την «ανάπτυξη» του παραλιακού μετώπου.
Βέβαια, η πρωτοβουλία Μπουτάρη ήταν μια φιλελεύθερη παράταξη του αστικού κόσμου, με επικεφαλής έναν πλούσιο βιομήχανο και με βασική προτεραιότητα την εξυπηρέτηση των επιχειρηματικών αναγκών: δεν περιμέναμε λοιπόν από αυτήν καμία πολιτική κοινωνικής δικαιοσύνης. Θα περίμενε όμως κανείς να σημειώσει κάποια πρόοδο σε σχέση με την ποιότητα ζωής: οι κατειλημμένοι από τραπεζοκαθίσματα δημόσιοι χώροι, ο αποκλεισμός των ΑμεΑ, οι ποδηλατόδρομοι που έχουν μετατραπεί σε πάρκινγκ, η απουσία λεωφορειολωρίδων και η πλήρης υποταγή της πόλης στο ΙΧ, οι παραγεμισμένοι κάδοι και η αποτυχία της ανακύκλωσης (για την οποία η διοίκηση κατηγορεί τους ρακοσυλλέκτες, γιατί στερούν -λέει- κέρδη από τις ιδιωτικές εταιρίες που έχουν αναλάβει την ανακύκλωση) δεν αφήνουν καμία αμφιβολία: δεν μπορείς να βελτιώσεις τη ζωή των πολλών, ούτε στο πιο «μικρό» ζήτημα, αν δεν είσαι διατεθειμένος να συγκρουστείς με αυτούς που κερδίζουν τόσο από την εργασιακή εκμετάλλευση, όσο και από την περιβαλλοντική υποβάθμιση. Με αυτούς που πλουτίζουν υφαρπάζοντας τόσο το προϊόν της δουλειάς μας, όσο και τα κοινά αγαθά, τους δημόσιους πόρους, τους ελεύθερους χώρους. Και φυσικά, η διοίκηση Μπουτάρη δεν ήταν διατεθειμένη να συγκρουστεί με τον εαυτό της.