Πρόλογος
«Η πρόσβαση σε μια αξιοπρεπή κατοικία είναι θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα». Τη θέση αυτή την αποδέχονται στα λόγια όλες οι πλευρές, ακόμα και αυτές που μοιράζονται την ευθύνη για την κατάργηση αυτού του δικαιώματος.
Μέχρι και την πρόσφατη κρίση, η ελληνική κοινωνία απολάμβανε ιστορικά σχετικά μεγάλα ποσοστά ιδιοκατοίκησης. Σήμερα, λόγω της φτώχειας, της ανεργίας, της ακρίβειας, των κατασχέσεων και κυρίως λόγω της κερδοσκοπίας σε μια όλο και πιο συγκεντρωτική αγορά ακινήτων, ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας στερείται αυτό το θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα. Ειδικά οι νέοι και νέες, άνεργοι/ες, επισφαλώς εργαζόμενοι ή φοιτήτριες δυσκολεύονται να βρουν σπίτι ή αναγκάζονται να παραμένουν στο σπίτι των γονιών τους. Όταν μάλιστα συνυπάρχουν ζητήματα έμφυλης κακοποίησης (ενδοοικογενειακή βία, απόρριψη από το οικογενειακό περιβάλλον λόγω σεξουαλικού προσδιορισμού ή ταυτότητας φύλου κ.α.), τότε η οικονομική αδυναμία ή η στενότητα χώρου καθιστούν τα θύματα ακόμα πιο ευάλωτα, φυλακίζοντάς τα σε ένα κακοποιητικό περιβάλλον ή οδηγώντας τα στην αστεγία.
Το στεγαστικό λοιπόν δεν είναι για εμάς γενικά ένα πρόβλημα της κοινωνίας: από τη μια, είναι ένα πρόβλημα των φτωχών, των μισθωτών και ιδίως των νεότερων, και από την άλλη είναι μια ευκαιρία κερδοσκοπίας για το κεφάλαιο και τους ιδιοκτήτες. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο, παρά τις σχετικές διακηρύξεις, ούτε ο Δήμος -και αυτό ισχύει για όλες τις προηγούμενες διοικήσεις- ούτε το κράτος -κι αυτό ισχύει για όλες τις προηγούμενες κυβερνήσεις- δεν έχουν πάρει, τουλάχιστον από την εποχή της κρίσης και μετά, κανένα ουσιαστικό μέτρο για την προστασία των ενοικιαστών και την πραγματική εξασφάλιση του δικαιώματος στην κατοικία.
Ως «Πόλη Ανάποδα – Δύναμη Ανατροπής» έχουμε θέσει το δικαίωμα στη στέγη στο επίκεντρο του προγράμματος και των αγώνων μας ήδη από την ίδρυσή μας. Και με το όρο «στέγη» δεν εννοούμε μόνο το σπίτι: εννοούμε την πρόσβαση στο ρεύμα και το νερό, τη θέρμανση, την ποιότητα ζωής στη γειτονιά του σπιτιού μας, τους ελεύθερους χώρους, ακόμα και τα μέσα μεταφοράς που συνδέουν την κατοικία με την εργασία. Όλα αυτά τα θεμελιώδη κοινωνικά δικαιώματα σήμερα βάλλονται, αν δεν καταργούνται στην πράξη.
Δύο χρόνια πριν οργανώσαμε μια καμπάνια με μεγάλη -για τις δυνατότητές μας- απήχηση, για το δικαίωμα στη στέγη, δίνοντας έμφαση τότε στην ανάγκη περιορισμού της βραχυχρόνιας μίσθωσης, ως ένα παράγοντα αύξησης των ενοικίων. Η καμπάνια αυτή κατέληξε στη συλλογή υπογράφων και το αίτημα προς το Δημοτικό Συμβούλιο για την υλοποίηση της Ειδικής Συνεδρίασης που πραγματοποιείται τελικά μετά από δύο χρόνια καθυστέρηση και αφού χρειάστηκε να το ξαναθυμίσουμε εμείς στη διοίκηση.
Ακόμα κι έτσι, η πρόθεσή μας δεν είναι να πούμε απλά τις απόψεις μας και να φανούμε ευαίσθητοι. Παρεμβαίνουμε σε αυτή τη συνεδρίαση και γενικότερα πιάνουμε ξανά το νήμα αυτής της καμπάνιας, για να προτείνουμε, να διεκδικήσουμε συγκεκριμένα μέτρα, να ζητήσουμε συγκεκριμένες αποφάσεις που θα ανακουφίσουν τους συνδημότες μας, ειδικά τους φτωχούς συνδημότες μας, από την ακρίβεια και την κερδοσκοπία στην κατοικία.
Υφιστάμενη κατάσταση
Υποχώρηση ιδιοκατοίκησης
Η κρίση έριξε το ποσοστό ιδιοκατοίκησης, καθώς όλο και λιγότεροι άνθρωποι, ιδίως νέοι/ες, κατορθώνουν να αποκτήσουν το δικό τους σπίτι. Με βάση τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, η Ελλάδα έχει ένα από τα μεγαλύτερα ποσοστά ανθρώπων ηλικίας 18-34 που αναγκάζονται να μένουν μαζί με τους γονείς τους. Ακόμα και στις ηλικίες 25-34, το ποσοστό αυτό υπερβαίνει το 50%, ενώ μόνο το 12% έχει δικό του σπίτι.
Ο βασικός λόγος είναι φυσικά η υποχώρηση του εισοδήματος των εργαζομένων (38% στην περίοδο 2010-2016). Άλλη αιτία είναι η υπερφορολόγηση των ακινήτων, η οποία μέσα στην κρίση κορυφώθηκε με τον ΕΝΦΙΑ, για να φτάσει πια το 8,3% των συνολικών φόρων. Ο φόρος στην κατοικία, όντας έμμεσος, είναι κοινωνικά άδικος και πλήττει αναλογικά περισσότερο τα χαμηλά εισοδήματα: ενδεικτικά, για εισοδήματα έως 5.000 ευρώ, απορροφά 15,5% του εισοδήματος.
Μέσα στην κρίση εξάλλου καταργήθηκε και ο Οργανισμός Εργατικής Κατοικίας, ο οποίος τις περασμένες δεκαετίες προσέφερε εργατική και κοινωνική κατοικία σε δικαιούχους εργαζόμενους. Η Ελλάδα αυτή τη στιγμή είναι η μόνη χώρα στην Ευρώπη χωρίς πρακτικά καμία πολιτική για παροχή κοινωνικής κατοικίας.
Το τελικό πλήγμα στην ιδιωτική κατοικία δίνουν οι τράπεζες. Την περίοδο της υψηλότερης αξίας τους (2018-αρχές 2019) τα κόκκινα στεγαστικά άγγιξαν το 44-45%, ενώ το συνολικό κόκκινο χρέος άγγιξε το 49-50%. Σήμερα, το ποσοστό αυτό έχει μειωθεί σημαντικά, αλλά ο λόγος είναι ότι τα δάνεια πωλήθηκαν, δηλαδή οι τράπεζες τα ξεφορτώθηκαν σε funds με τιμές εξευτελιστικές. Εντωμεταξύ, υπολογίζεται ότι έχουν γίνει σχεδόν 15.000 πλειστηριασμοί κατοικίας (14.783) από την έναρξη διεξαγωγής ηλεκτρονικών πλειστηριασμών μέχρι και τον Μάιο 2021.[1] Μέχρι σήμερα ο αριθμός αυτός έχει σίγουρα μεγαλώσει, ενώ οι πλειστηριασμοί αναμένεται να ενταθούν τα επόμενα χρόνια.
Ποιοι/ες ζουν στο νοίκι
Όσο η ιδιοκατοίκηση περιορίζεται, τόσο αυξάνεται το ποσοστό των ανθρώπων που νοικιάζουν. Το 29% των κατοίκων του Δήμου, δηλαδή πάνω από 100.000 άνθρωποι, ζουν στο νοίκι. Βέβαια, σημαντικό ποσοστό αυτών ψηφίζουν αλλού, σε αντίθεση με τους ιδιοκτήτες, κάτι που ενισχύει την τάση των διοικήσεων του Δήμου να παίρνουν το μέρος των δεύτερων εις βάρος των πρώτων.
Σημαντικό ποσοστό των εκμισθωτών στην πόλη είναι οι φοιτητές/τριες. Εξαιτίας της ακρίβειας, τα τελευταία χρόνια έχει πολλαπλασιαστεί το ποσοστό των φοιτητών που αδυνατούν να μείνουν στην πόλη για να παρακολουθήσουν τις σπουδές τους, με ό,τι συνέπειες αυτό συνεπάγεται τόσο για την ποιότητα του πανεπιστημίου, όσο και για τη ζωή στην πόλη.
Ένας μικρός αριθμός διαμερισμάτων τέλος (γύρω στα 300 στο Δήμο Θεσσαλονίκης) έχει παραχωρηθεί μέσω προγραμμάτων σε πρόσφυγες και άλλες ευάλωτες ομάδες.
Πόσο ξοδεύουμε για νοίκι
Εξαιτίας αυτής της ζήτησης, και παρά τη γενική ύφεση και φτώχεια, τα ενοίκια στο Δήμο Θεσσαλονίκης παρουσιάζουν ραγδαία αύξηση: το 2020 ξεπερνούσαν τα προ κρίσης επίπεδα κατά 38%. Μόνο το 2021, αυξήθηκαν επιπλέον κατά 9,4%. Στο κέντρο, γκαρσονιέρες και διαμερίσματα επιφάνειας 51-80 τ.μ., ανεξαρτήτως έτους κατασκευής, έχουν μέση τιμή ενοικίου τα 450 ευρώ, τη στιγμή που ο βασικός μισθός είναι στα 550 ευρώ.
Έτσι, σήμερα, η Ελλάδα έχει τον υψηλότερο δείκτη επιβάρυνσης στεγαστικού κόστους (housing cost overburden rate) σε όλη την Ευρώπη, με τους ενοικιαστές να αποτελούν την πιο επιβαρυμένη ομάδα.[2] Το 40% των νοικοκυριών και το 90% των φτωχών νοικοκυριών ξοδεύει περισσότερο από το 40% του εισοδήματος του για να καλύψει το κόστος στέγασης του. 34,4% των ενοικιαστών δυσκολεύεται να ανταποκριθούν στο ενοίκιο ή στη δόση του δανείου, 29% ζει σε στενότητα χώρου, 26% δεν μπορεί να ζεσταθεί –κι εννοείται ότι όλα αυτά τα ποσοστά είναι πολύ μεγαλύτερα, διπλάσια, για τα φτωχά νοικοκυριά.
Τα σπίτια στην πόλη
Παρά τις τεράστιες ανάγκες για κατοικία, σύμφωνα με την απογραφή του 2011, το 28,3%, ή 60.000 περίπου κατοικίες, παραμένουν κενές. Η κατάσταση αυτή προφανώς επιδεινώνεται με την οικονομική κρίση, για παράδειγμα λόγω αδυναμίας των ιδιοκτητών να ανακαινίσουν κατοικίες ή λόγω κατασχέσεων, αποτελεί όμως δομικό χαρακτηριστικό του ιδιοκτησιακού καθεστώτος. Το αποτέλεσμα αυτής της τεχνητής έλλειψης είναι η αύξηση του μέσου ενοικίου στην αγορά. Ακόμα και αν αυτό δεν επιτυγχάνεται με ένα σχεδιασμένο, συνειδητό τρόπο, πάντα λειτουργεί προς όφελος των ιδιοκτητών.
Συγκέντρωση κατοικίας
Η πρόσφατη ανάκαμψη στην αγορά των ακινήτων αφορά κυρίως ξένους επενδυτές. Το 75% των νέων συναλλαγών στην αγορά κατοικίας της Ελλάδας γίνεται πλέον από ξένους αγοραστές. Σε ένα διεθνοποιημένο ανταγωνιστικό περιβάλλον, χωρίς καμία πολιτική κοινωνικής ή εργατικής κατοικίας, σαφώς το προβάδισμα για την απόκτηση κατοικίας (αν όχι την αποκλειστικότητα, βάση των δεδομένων οικονομικών ανισοτήτων) έχουν οι εγχώριες και διεθνείς ελίτ. Καθόλου τυχαία μέσα στα χρόνια των μνημονίων αρθήκαν μια σειρά διαδικασιών ελέγχου για την απόκτηση κατοικίας στην Ελλαδα από πολίτες ξένης χώρας[3] και επιπρόσθετα δόθηκαν κίνητρα για την προσέλκυση κεφαλαίων όπως την εξαγορά «χρυσής βίζας», δηλ. μόνιμης άδειας παραμονής, ως «δώρο» για την αγορά ακινήτων μεγάλης αξίας. Κτηματομεσιτικές εταιρείες επίσης συγκεντρώνουν και μισθώνουν σε αναντίστοιχα μεγάλες τιμές μικρές φοιτητικές κατοικίες, υποκαθιστώντας το αντίστοιχο κενό στην κοινωνική πολιτική.
Βραχυχρόνια μίσθωση
Τα ακίνητα που προορίζονται για βραχυχρόνια μίσθωση διπλασιάστηκαν από το 2017 στο 2020, πιέζοντας προς τα πάνω όλα τα νοίκια. Πολλά από αυτά τα διαμερίσματα μάλιστα συγκεντρώθηκαν -είτε ως ιδιοκτησία, είτε ως διαχείριση- στα χέρια μεγάλων κτηματομεσιτικών εταιρειών. Ολόκληρες γειτονιές, στην Άνω Πόλη και το κέντρο έγιναν άβατο για τους μόνιμους κατοίκους. Η πανδημία ανέκοψε προσωρινά αυτή την τάση (εκτίμηση για σήμερα περ. 2.000 κατοικίες), άλλα ο κίνδυνος να επανέλθει μετά το πέρας της παραμένει, υπογραμμίζοντας την ανάγκη για μέτρα περιορισμού και ρύθμισης της βραχυχρόνιας μίσθωσης.
Οι δράσεις του Δήμου Θεσσαλονίκης για την στέγαση
Η μέχρι τώρα παρέμβαση του Δήμου στο ζήτημα της στέγης έχει δύο σκέλη.
Το πρώτο σκέλος αφορά την άμεση διαχείριση της αστεγίας. Για τον σκοπό αυτό ο Δήμος διαθέτει το Υπνωτήριο, το Κέντρο Ημέρας και τα Κέντρα Κοινότητας, ενώ παράλληλα τρέχει και το street work που αποτελεί παρέμβαση καταγραφής, ενημέρωσης και άμεσης βοήθειας (π.χ. με φαγητό) σε ανθρώπους που μένουν κυριολεκτικά στον δρόμο. Το τέλος των σχετικών χρηματοδοτικών προγραμμάτων έχει αφήσει χωρίς ειδικευμένο προσωπικό το street work, αφού η εργασία που γινόταν από ψυχολόγους, κοινωνικούς λειτουργούς κτλ μέσω συνεργαζόμενων ΜΚΟ, έχει περάσει στη Δημοτική Αστυνομία, η οποία δεν διαθέτει ούτε σχετική εκπαίδευση ούτε αντίστοιχο τμήμα.
Μέσω των δομών στήριξης (όπως π.χ. το Κοινωνικό Παντοπωλείο και το Κοινωνικό Πλυντήριο), κάποιοι εξυπηρετούμενοι περνούν στο πρόγραμμα «Στέγαση Κι Επανένταξη», το οποίο μέχρι τώρα έχει εξασφαλίσει βοήθημα στέγασης και οικονομική στήριξη για την έναρξη επαγγέλματος σε 2 φάσεις, με καθεμιά να αφορά 60 άτομα. Στην επόμενη φάση του «Στέγαση Κι Επανένταξη», που αναμένεται εντός του 2022, προβλέπονται 90 επιπλέον σπίτια, εκ των οποίων τα 3 θα έχουν πιλοτικό χαρακτήρα, αφού η προσέγγιση για την αντιστοίχιση σε ωφελούμενους θα είναι η «housing first», η στέγαση δηλαδή χωρίς να έχει γίνει όλο το πέρασμα από τις δομές αστεγίας και θα περιλαμβάνει κατά βάση ανθρώπους με πολλαπλές ευαλωτότητες (ψυχολογικά, εξαρτήσεις, αναπηρίες κ.α.).
Το δεύτερο σκέλος αφορά το πρόγραμμα για την Οικονομικά Προσιτή Κατοικία. Η προσιτή κατοικία δεν θα αφορά μόνο αστέγους, αλλά κόσμο που βρίσκεται στο ευρύτερο φάσμα της στεγαστικής επισφάλειας. Μέχρι στιγμής έχει εκπονηθεί μια μελέτη για την κατάσταση της κατοικίας στην πόλη και τα μοντέλα κοινωνικής κατοικίας που θα μπορούσαν να εφαρμοστούν εδώ. Είναι υπό κατασκευή η κεντρική πλατφόρμα του προγράμματος, στην οποία θα κατατίθενται ακίνητα για συμμετοχή στο πρόγραμμα και θα αντιστοιχίζονται με τους/τις ωφελούμενους/ες.
Μέσω του προγράμματος, οι Δήμοι του πολεοδομικού συγκροτήματος θα αναλαμβάνουν την ανακαίνιση κι ενεργειακή αναβάθμιση ιδιωτικών κατοικιών, δεσμεύοντας τους ιδιοκτήτες για εκμίσθωσή του σε προσιτές τιμές για ένα μεγάλο διάστημα (8-10 χρόνια). Στην πιλοτική του εκδοχή θα ενταχθούν 30 κατοικίες, για τις οποίες υπάρχει χρηματοδότηση 1εκ. από το ταμείο ανάκαμψης για 16 μήνες. Μέσω της πλατφόρμας προβλέπεται να γίνει και η χαρτογράφηση του κτιριακού αποθέματος, με δηλώσεις από ιδιοκτήτες, αλλά ακόμα και γείτονες κάποιου άδειου χώρου. Η κατεύθυνση είναι να ενταχθεί και το δημοτικό κτιριακό απόθεμα στο πρόγραμμα σε δεύτερο χρόνο.
Προτάσεις και διεκδικήσεις
Το δικαίωμα στην κατοικία δεν είναι απλώς ένα ουδέτερο ανθρώπινο δικαίωμα: είναι ένα επίδικο ανάμεσα σε ιδιοκτήτες, ενοικιαστές και κράτος. Η υποστήριξη αυτού του δικαιώματος σημαίνει να πάρεις σαφή θέση σε αυτές τις διαμάχες υπέρ των ενοικιαστών και της προστασίας τους από την κερδοσκοπία, υπέρ της προστασίας της πρώτης κατοικίας από τους πλειστηριασμούς ή την υπερφορολόγηση, υπέρ της παροχής κοινωνικής και εργατικής κατοικίας. Τα ζητήματα αυτά ρυθμίζονται πολιτικά και νομικά σε κεντρικό επίπεδο. Κάθε Δήμος όμως μπορεί να πιέσει, αλλά και να υλοποιήσει πολιτικές υπεράσπισης του δικαιώματος στην κατοικία.
Απέναντι στο κράτος διεκδικούμε:
– Προσφορά εργατικής και κοινωνικής κατοικίας. Για περιβαλλοντικούς, κοινωνικούς και ιστορικούς λόγους, οι νέες κατοικίες να προέλθουν από επαναξιοποίηση του αργούντος κτιριακού αποθέματος και μόνο μετά την εξάντλησή του ή, στις περιοχές που αυτό δεν υπάρχει, από ανοικοδόμηση νέων κατοικιών, με όρους κοινωνικής ωφέλειας και όχι κερδοσκοπίας. Επαναλειτουργία του Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας, λειτουργία κάτω από συνθήκες διαφάνειας με συμμετοχή επιστημονικών και κοινωνικών φορέων, ενώσεων ενοικιαστών, κτλ. Σε νέες οικοδομές, κάτω από συγκεκριμένες προϋποθέσεις, να υπάρχει ρητή πρόβλεψη για συγκεκριμένο ποσοστό κοινωνικής κατοικίας με πολύ χαμηλό ενοίκιο.
– Επίταξη, μέσω των δήμων, των κενών και εγκαταλελειμμένων κατοικιών, ανακαίνιση και ενοικίασή τους με ελεγχόμενες τιμές. Επιστροφή στους ιδιοκτήτες μετά την απόσβεση του κόστους ανακαίνισης με υποχρέωση διατήρησης του ενοικίου.
– Έλεγχος των ενοικίων με ενιαίο τρόπο (βάσει τιμής ζώνης, παλαιότητας κλπ) και σύνδεση τους με το βιοτικό επίπεδο των ενοικιαστών. Καμία αύξηση των ενοικίων όσων ο βασικός μισθός παραμένει στάσιμος.
– Απόλυτη προστασία της πρώτης κατοικίας από τους πλειστηριασμούς, κατάργηση των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών, άρση των διώξεων όσων κατηγορούνται για παρεμπόδιση πλειστηριασμών. Ανάκληση της άδειας λειτουργίας των κερδοσκοπικών funds που διαχειρίζονται αυτή τη στιγμή δεκάδες χιλιάδες δάνεια.
– Περιορισμός της συγκέντρωσης της κατοικίας σε εταιρείες. Άμεση επίταξη όσων κατοικιών ανήκουν σε μεγάλες εταιρείες και παραμένουν αναξιοποίητες για μεγάλο χρονικό διάστημα προκαλώντας τεχνητές αυξήσεις στα ενοίκια.
– Δραστική μείωση της φορολογίας στην πρώτη κατοικία με μηδενισμό σε χαμηλά εισοδήματα και μη πολυτελείς κατοικίες. Κατάργηση του ΕΝΦΙΑ. Φορολογία στη μεγάλη ακίνητη περιουσία με σκοπό την δημόσια επένδυση στην κοινωνική κατοικία.
– Δημόσιο ρεύμα και μείωση του κόστους για τη χαμηλή και μέση οικιακή κατανάλωση. Μακρόχρονη ρύθμιση χρεών και αναστολή όλων των διακοπών σε φτωχά νοικοκυριά. Η ΔΕΗ να περάσει και πάλι σε δημόσια ιδιοκτησία, με εργατικό και κοινωνικό έλεγχο.
– Δημόσιο, ποιοτικό νερό και αποχέτευση, με σεβασμό των περιβαλλοντικών όρων και σε χαμηλό κόστος. Να αποσυρθούν άμεσα τα σχέδια για ξεπούλημα της ΕΥΑΘ.
Όλα τα παραπάνω προϋποθέτουν προφανώς ευρείες νομοθετικές προβλέψεις και πολιτικές αλλαγές, τις οποίες θα μπορούσε ωστόσο ένας Δήμος να διεκδικήσει μαχητικά, αν ήθελε. Ακόμα όμως και με το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο, ο Δήμος Θεσσαλονίκης έχει και υποχρέωση και περιθώρια να υπερασπιστεί άμεσα το δικαίωμα στη στέγαση και να ανακουφίσει τους ενοικιαστές, με μέτρα σαν τα παρακάτω:
– Εξασφάλιση προσωρινής κατοικίας σε δημοτικές δομές για όλους τους άστεγους και τις άστεγες. Κανένας άστεγος ή άστεγη στην πόλη χωρίς υποστήριξη, ανεξάρτητα από νομικό καθεστώς ή καταγωγή.
– Διατήρηση και διεύρυνση της παροχής κοινωνικής κατοικίας σε πρόσφυγες, άνεργους/ες και άλλους/ες δημότες/ισσες που αποδεδειγμένα δεν μπορούν να μισθώσουν σπίτι.
– Αναβάθμιση και αύξηση της χωρητικότητας των δομών φιλοξενίας, στήριξης και φροντίδας κακοποιημένων γυναικών και παιδιών. Δομές φιλοξενίας, στήριξης και φροντίδας κακοποιημένων λοάτκια ατόμων ή λοάτκια ατόμων που βιώνουν αστεγία λόγω διακρίσεων. Υλοποίηση προγραμμάτων εξάλειψης της στεγαστικής επισφάλειας για τις παραπάνω ομάδες.
– Καταγραφή του αποθέματος κενών/εγκαταλελειμμένων κατοικιών.
– Δημιουργία παρατηρητηρίου τιμών και γραφείου καταγραφής αναγκών και βοήθειας ενοικιαστών.
– Άμεση και μεγάλη διεύρυνση του προγράμματος ανακαίνισης και μίσθωσης ιδιωτικών κενών/εγκαταλελειμμένων κατοικιών, ώστε να προσφερθούν με ελεγχόμενο, προσιτό ενοίκιο (διεύρυνση δηλαδή του προαναφερόμενου προγράμματος Οικονομικά Προσιτής Κατοικίας, από τον συμβολικό αριθμό των 30 κατοικιών σε έναν αριθμό που θα επηρεάσει πραγματικά την αγορά ακινήτων).
– Προστασία των φτωχών νοικοκυριών από διακοπές ρεύματος ή νερού.
– Απαλλαγή των λογαριασμών ρεύματος από το Τέλος Ακίνητης Περιουσίας, ώστε αυτό να μην βαραίνει τον ενοικιαστή, αλλά τον ιδιοκτήτη.
– Αίτημα για ενεργοποίηση περιορισμών της βραχυχρόνιας μίσθωσης σύμφωνα με τον νόμο 4472/17 (άρθρο 111, παρ. 8), ως εξής: (α) Να μην επιτρέπεται η βραχυχρόνια μίσθωση άνω των δύο (2) ακινήτων ανά Α.Φ.Μ. δικαιούχου εισοδήματος. (β) Η μίσθωση κάθε ακινήτου να μην υπερβαίνει τις ενενήντα (90) ημέρες ανά ημερολογιακό έτος. Ειδικά πρόσθετα μέτρα σε περιοχές που αντιμετωπίζουν το μεγαλύτερο πρόβλημα στα ενοίκια και τη μεγαλύτερη συγκέντρωση βραχυχρόνιας μίσθωσης, όπως π.χ. το Κέντρο ή η Άνω Πόλη.
– Αναπροσδιορισμός των δημοτικών τελών με βάση την πραγματική παραγωγή απορριμμάτων, ώστε το βάρος να περάσει από τις κατοικίες στις επιχειρήσεις. Όποια επόμενη μείωση να αφορά αποκλειστικά τις κατοικίες.
– Απαλλαγή ή έστω υπαγωγή στο καθεστώς 50% έκπτωσης όλων των ανέργων από τα δημοτικά τέλη.
Για τη δημιουργία Συλλόγου Ενοικιαστών/τριών Θεσσαλονίκης
Γνωρίζουμε ωστόσο ότι τίποτα από τα παραπάνω δεν θα προχωρήσει, χωρίς την οργάνωση και την κινητοποίηση της κοινωνίας και ιδιαίτερα των ενοικιαστών.
Η βασικότερή μας πρόταση είναι η δημιουργία ενός Συλλόγου Ενοικιαστών/τριών Θεσσαλονίκης, ο οποίος θα εκπροσωπεί τους/ις ενοικιαστές/τριες, θα υπερασπίζεται τα δικαιώματά τους και το δικαίωμα στη στέγη και θα προωθεί τα παραπάνω αιτήματα.
Ένας τέτοιος Σύλλογος μπορεί να συνδεθεί με το ζήτημα των υπερχρεωμένων νοικοκυριών, αφού με τον νέο νόμο τα σπίτια των πτωχευμένων ιδιοκτητών θα αγοράζονται από εταιρικό φορέα (που θα είναι επενδυτική εταιρεία ή επενδυτικό fund) ο οποίος θα τα εκμισθώνει στους προηγούμενους ιδιοκτήτες τους.
[1] https://lab.imedd.org/pleistiriasmoi-katoikies-to-38-ton-periousion-pou-xathikan-me-emploki-trapezon. Στοιχεία συλλέγει επίσης και το Παρατηρητήριο Πλειστηριασμών στην Αθήνα: Πλειστηριασμοί STOP
[2] Ο δείκτης αυτός για τους ενοικιαστές αυξήθηκε ραγδαία από ένα ήδη υψηλό 43% το 2011 σε πάνω από 80% μέσα σε λίγα χρόνια (το 2020 ήταν 79%): https://ec.europa.eu/eurostat/databrowser/view/ILC_LVHO07C__custom_1271197/default/table?lang=en
[3] Σύμφωνα με τον Ν.3978/2001, άρθρο 114, η Θεσσαλονίκη και η Χαλκιδική μαζί με πολλές άλλες περιοχές δεν θεωρούνται παραμεθόριες όσον αφορά την απόκτηση κατοικίας από πολίτες τρίτων χωρών και αρά αυτοί μπορούν να αποκτούν κατοικία χωρίς να ελέγχονται (σκοπός αγοράς, πηγή εισοδημάτων κ.α.)
2 thoughts on “Κείμενο βάσης για τη στέγαση”